Oμήρου Οδύσσεια!
(Επιτέλους!!!!!!!
Βρέθηκε το αρχικό και αυθεντικό κείμενο πριν από τις πασιφανείς και πασίδηλες παρεμβάσεις της απαράδεκτης και κατάπτυστης συντηρητικής και θεοκρατικής μεσαιωνικής λογοκρισίας. Πιθανόν να λείπουν πολύτιμα αποσπάσματα, αλλά για την ώρα μπορεί το παρόν να μελετηθεί αυτοτελώς. Δημοσιεύεται σε τέσσερα (4) τμήματα. Kαλή μελέτη)
(1/4 τμήμα)
Πρόλογος:
Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντας και στις πάση
που αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση
τις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις
η άσχημη μοίρα Οδυσσεύ σ' έβαλε να τρυγήσεις.
Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνια
σπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο, τολμηρό
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωμερό,
και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσεις
την Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να τρυγήσεις.
Και τώρα φίλοι μου καλοί και χιλιοδιαβασμένοι
όλοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένη
ας δούμε πάλι από κοντά, πως έμεινε αιώνια
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...
Ραψωδία Α'
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Όμηρος γνωστά στον κόσμο όλο.
Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία:
Τον Πάρη γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που όπως λένε οι ιστορικοί κωλομπαρά σπουδαίο
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.
Είχ' όμως ο Μενέλαος εν' ανιψιό ωραίο
με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο,
ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλο
τον τορνευτό, τον σπάνιο δια τον κόσμο όλο.
Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι
κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει την τρομερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη.
Και όπως ήταν φυσικό εκάυλωσε πολύ
και σκέφτηκε του Πάρηδος να φάει την ψωλή.
Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρη πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
μ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
και ο Πάρις την εξέσκισε τη γάμησε απ' τον κώλο.
Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθει
την έσκισε, κι ο κώλος της με το μουνί ενώθει.
Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυναμένη
να ζει με τον Μενέλαο η κωλογαμημένη
τον Πάρη ακολούθησε και 'φύγαν για την Τροία
και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.
Τσιμπούκια και εξηνταενιά, ψαλίδια, πλακομούνια
στενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνια
ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ' αντρός της δε μετριέται.
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος
Πούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
που όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω
και ξέσκιζες της καθεμίας τον μούνο και τον πάτο
τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια.
Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τολμηρή για άντρες Πουτσαράδες
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία...
Ραψωδία Β'
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩN
Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι
ο Βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραία
και κλαίει και οδύρεται μαζί με Οδυσσέα.
Μενέλαος:
Μου 'φυγε το Λενάκι μου και πήγε με τον Πάρη
Λες και δεν είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
Οδυσσεύς:
Ησύχασε Μενέλαε μην κανείς σαν μωρό
ξέρεις εγώ τα κλάματα πολύ τα τιμωρώ
θα στον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει
την ώρα π' απεφάσισε να σου την εγαμήσει.
Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλα
με Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν τη σκύλα.
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:
Αίας:
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα, γεια σας
και όπως λέν' οι σύγχρονοι ψωλή μου στα μεριά σας
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσσο
κι αν η Ελένη σου 'φυγε δική σου ήταν βλακεία
όμως μην απελπίζεσαι σου μένει η μαλακία.
Τωρ' απομένει σύντροφοι, να δούμε τι θα γίνει
και την δική του προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει
Ακόμα δεν σας μίλησα και μου 'ρθε μια ιδέα
τι διάβολο Μενέλαε, γιατί με λένε Αία.
Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε.
εσύ του υγειονομικού και εγώ της ασφαλείας
ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση υγείας.
Όλες τις εξετάζουμε, φτάνουμε στην Ελένη
κοιτάμε το μουνάκι της με πούτσα καυλωμένη
της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερμετρωπία
την παίρνουμε για του Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Και έτσι δίχως βάσανα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.
Αγαμέμνων:
Καλή είναι η ιδέα σου μα θ' ανακαλυφθούμε
και δεν θα τη γλυτώσουμε, σκληρά θα γαμηθούμε,
και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλύτωσε μικρός να γαμηθεί μεγάλος.
Μενέλαος:
Φέρτε μου το Λενάκι μου κι άμα μου το ζητήσετε
πολύ ευχαρίστος κάθομαι να μου τον κοπανίσετε.
Τοτ' επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα
στο Βασιλιά Μενέλαο και του 'σκισε τη γάτα:
Οδυσσεύς:
Αστα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμε
το ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε
κι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύση
τότε ο πούτσος ο καυτός να μην μπορεί να χύσει.
έτσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν
για να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν
και ο καθ' ένας χωριστά τη λύση για να φέρει
να γλυτωθούν τα βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.
Τ' απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις
με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη
κι έτσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...
Ραψωδία Γ'
Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Γύρω απ' το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχη
κάθονται οι Έλληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.
Και ο πανούργος Οδυσσεύς κι αυτός έχει σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε "Είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του 'πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας
κι έτσι τον Πάρη άφησε να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Κι εγώ τι φταίω για όλα αυτά ν' αφήσω την Καλή μου
και δέκα χρόνια να βαρώ στην Τροία την ψωλή μου".
Αυτά λοιπόν σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσει
και το μυαλό του το 'στιβε να για να 'βρει κάποια λύση
καθώς στη τρύπια του σκηνή μια μέρα ξαπλωμένος
εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωμένος
και τα μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
να 'σου μπροστά η Αθηνά μ' ασπίδα και κοντάρι
σηκώνει την χλαμύδα της, το
υ δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ' αφτί με τη γλυκεία φωνή της:
Αθηνά:
"Ω πολυμήχανε Οδυσσεύ απ' τ' ουρανού τα ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη
της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου 'γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σου
τ' αρχίδια σου τα τριχωτά και χοντρό καυλί σου.
μεγάλη καύλα μ' έπιασε και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τόνε φερμάρεις"
Την έγδυσε, την ξάπλωσε στο στρώμα
κι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε ακόμα.
Μα πήγε ο νους του στη δουλειά, σηκώθηκε ξανά
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά.
"Μικρή καυλιάρα στο 'κανα και τούτο το χατίρι
πες μου το κόλπο γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι"
Και ξέρουμε απ' τον Όμηρο τι να το λέω ξανά
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.
Έφτιαξαν ένα άλογο, ψηλό τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
Μέσα στην κούφια την κοιλιά κρυφτήκανε μ' ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ' την κωλοτρυπίδα.
Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους και το 'βαλαν στην πόλη.
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.
Μέσα στης νύχτας το βαθύ ατελείωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σαν να 'ρχονταν απ' τον Αδη
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι
κι απ' του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους
με τ' άλλο χέρι πιάνουνε τα κόκκινα καυλιά τους.
Μέσα στην Τροία μπαίνουνε σαν Πρίαποι βαρβάτοι
κι όποια γυναίκα η άντρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.
Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες κουρασμένοι
για πότε γαμηθήκανε, μυστήριο θα τους μένει
του κάκου έσκουζ' ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκαψαν τους κώλους.
τότε κατάλαβ' ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε των Αχαιών τα τρία.
Ραψωδία Δ'
ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥN
Ήταν σχεδόν αδύνατο μες την παλιά την πόλη
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι η περβόλι
την Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.
Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη
για να 'βγει το ψωλόχυμα και κάνανε πληγή.
Κι αδιάκοπα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
κι οποίος αντιστέκετο, επέφταν και σφαγές.
Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένα
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα 'χανε χαμένα.
Στους καυλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
στους Τρωάδητες σκούζοντας "πονάνε πια οι κώλοι"
το βράδυ που κουράστηκαν απ' την πολλή καβάλα
αρχίσανε να σκέπτονται για σύντομη φευγάλα.
Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσάφι, ασήμι και χαλκό μεσ' τα βαθιά σκοτάδια
τα πήγαιναν στ' αμπάρια τους τα παραφορτωμένα
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαμένα.
Κι αφού τελείωσαν όλα αυτά, τα τόσο λυπηρά
την χιλιογαμημένη πήρανε, σαν να 'τανε κυρά
και την παρουσιάσανε πως ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι απειλές ήτανε γαμημένη.
Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
έξυπνη και πανέμορφη και καύλα όλο γεμάτη
κι ολόγυμνη με το μουνί καλά 'ρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένο
μπροστά εις τον Μενέλαο εστάθει η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την βουβά με Πούτσα καυλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθί
και στη στιγμή οι σύντροφοι, τον έχουν μιμηθεί
και όσο αυτός εγάμαγε μ' ορμή και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.
Μα όλα ετελείωσαν, τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καραβιά τους, χάλασαν τα τσαντίρια
στοιβάζουν τις αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρες
νέες μικρές ανύπαντρες, γεμάτες όλες ψείρες
θυσίασαν του Πρίαμου την κόρη Πολυξένη
για να τιμήσουν τους θεούς σ' όλη την οικουμένη.
Έτσι εξεκινήσανε απ' την ερειπωμένη Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία
για της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιμάνι
μ' επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ' αργούσαν να 'φταναν στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.
Φύσηξ' αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καραβιά
κι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια
κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανηθήκαν
κι άλλοι γυρίσαν νικητές κι άλλοι γαμηθήκαν.
Όμως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η ιστορία
όπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.
Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακία
και δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα να 'χε πετιμέζι.
(Συνεχίζεται............)
(Επιτέλους!!!!!!!
Βρέθηκε το αρχικό και αυθεντικό κείμενο πριν από τις πασιφανείς και πασίδηλες παρεμβάσεις της απαράδεκτης και κατάπτυστης συντηρητικής και θεοκρατικής μεσαιωνικής λογοκρισίας. Πιθανόν να λείπουν πολύτιμα αποσπάσματα, αλλά για την ώρα μπορεί το παρόν να μελετηθεί αυτοτελώς. Δημοσιεύεται σε τέσσερα (4) τμήματα. Kαλή μελέτη)
(1/4 τμήμα)
Πρόλογος:
Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντας και στις πάση
που αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση
τις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις
η άσχημη μοίρα Οδυσσεύ σ' έβαλε να τρυγήσεις.
Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνια
σπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο, τολμηρό
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωμερό,
και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσεις
την Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να τρυγήσεις.
Και τώρα φίλοι μου καλοί και χιλιοδιαβασμένοι
όλοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένη
ας δούμε πάλι από κοντά, πως έμεινε αιώνια
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...
Ραψωδία Α'
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Όμηρος γνωστά στον κόσμο όλο.
Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία:
Τον Πάρη γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που όπως λένε οι ιστορικοί κωλομπαρά σπουδαίο
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.
Είχ' όμως ο Μενέλαος εν' ανιψιό ωραίο
με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο,
ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλο
τον τορνευτό, τον σπάνιο δια τον κόσμο όλο.
Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι
κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει την τρομερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη.
Και όπως ήταν φυσικό εκάυλωσε πολύ
και σκέφτηκε του Πάρηδος να φάει την ψωλή.
Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρη πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
μ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
και ο Πάρις την εξέσκισε τη γάμησε απ' τον κώλο.
Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθει
την έσκισε, κι ο κώλος της με το μουνί ενώθει.
Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυναμένη
να ζει με τον Μενέλαο η κωλογαμημένη
τον Πάρη ακολούθησε και 'φύγαν για την Τροία
και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.
Τσιμπούκια και εξηνταενιά, ψαλίδια, πλακομούνια
στενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνια
ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ' αντρός της δε μετριέται.
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος
Πούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
που όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω
και ξέσκιζες της καθεμίας τον μούνο και τον πάτο
τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια.
Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τολμηρή για άντρες Πουτσαράδες
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία...
Ραψωδία Β'
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩN
Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι
ο Βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραία
και κλαίει και οδύρεται μαζί με Οδυσσέα.
Μενέλαος:
Μου 'φυγε το Λενάκι μου και πήγε με τον Πάρη
Λες και δεν είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
Οδυσσεύς:
Ησύχασε Μενέλαε μην κανείς σαν μωρό
ξέρεις εγώ τα κλάματα πολύ τα τιμωρώ
θα στον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει
την ώρα π' απεφάσισε να σου την εγαμήσει.
Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλα
με Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν τη σκύλα.
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:
Αίας:
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα, γεια σας
και όπως λέν' οι σύγχρονοι ψωλή μου στα μεριά σας
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσσο
κι αν η Ελένη σου 'φυγε δική σου ήταν βλακεία
όμως μην απελπίζεσαι σου μένει η μαλακία.
Τωρ' απομένει σύντροφοι, να δούμε τι θα γίνει
και την δική του προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει
Ακόμα δεν σας μίλησα και μου 'ρθε μια ιδέα
τι διάβολο Μενέλαε, γιατί με λένε Αία.
Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε.
εσύ του υγειονομικού και εγώ της ασφαλείας
ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση υγείας.
Όλες τις εξετάζουμε, φτάνουμε στην Ελένη
κοιτάμε το μουνάκι της με πούτσα καυλωμένη
της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερμετρωπία
την παίρνουμε για του Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Και έτσι δίχως βάσανα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.
Αγαμέμνων:
Καλή είναι η ιδέα σου μα θ' ανακαλυφθούμε
και δεν θα τη γλυτώσουμε, σκληρά θα γαμηθούμε,
και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλύτωσε μικρός να γαμηθεί μεγάλος.
Μενέλαος:
Φέρτε μου το Λενάκι μου κι άμα μου το ζητήσετε
πολύ ευχαρίστος κάθομαι να μου τον κοπανίσετε.
Τοτ' επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα
στο Βασιλιά Μενέλαο και του 'σκισε τη γάτα:
Οδυσσεύς:
Αστα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμε
το ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε
κι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύση
τότε ο πούτσος ο καυτός να μην μπορεί να χύσει.
έτσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν
για να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν
και ο καθ' ένας χωριστά τη λύση για να φέρει
να γλυτωθούν τα βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.
Τ' απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις
με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη
κι έτσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...
Ραψωδία Γ'
Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Γύρω απ' το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχη
κάθονται οι Έλληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.
Και ο πανούργος Οδυσσεύς κι αυτός έχει σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε "Είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του 'πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας
κι έτσι τον Πάρη άφησε να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Κι εγώ τι φταίω για όλα αυτά ν' αφήσω την Καλή μου
και δέκα χρόνια να βαρώ στην Τροία την ψωλή μου".
Αυτά λοιπόν σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσει
και το μυαλό του το 'στιβε να για να 'βρει κάποια λύση
καθώς στη τρύπια του σκηνή μια μέρα ξαπλωμένος
εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωμένος
και τα μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
να 'σου μπροστά η Αθηνά μ' ασπίδα και κοντάρι
σηκώνει την χλαμύδα της, το
υ δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ' αφτί με τη γλυκεία φωνή της:
Αθηνά:
"Ω πολυμήχανε Οδυσσεύ απ' τ' ουρανού τα ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη
της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου 'γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σου
τ' αρχίδια σου τα τριχωτά και χοντρό καυλί σου.
μεγάλη καύλα μ' έπιασε και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τόνε φερμάρεις"
Την έγδυσε, την ξάπλωσε στο στρώμα
κι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε ακόμα.
Μα πήγε ο νους του στη δουλειά, σηκώθηκε ξανά
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά.
"Μικρή καυλιάρα στο 'κανα και τούτο το χατίρι
πες μου το κόλπο γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι"
Και ξέρουμε απ' τον Όμηρο τι να το λέω ξανά
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.
Έφτιαξαν ένα άλογο, ψηλό τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
Μέσα στην κούφια την κοιλιά κρυφτήκανε μ' ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ' την κωλοτρυπίδα.
Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους και το 'βαλαν στην πόλη.
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.
Μέσα στης νύχτας το βαθύ ατελείωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σαν να 'ρχονταν απ' τον Αδη
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι
κι απ' του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους
με τ' άλλο χέρι πιάνουνε τα κόκκινα καυλιά τους.
Μέσα στην Τροία μπαίνουνε σαν Πρίαποι βαρβάτοι
κι όποια γυναίκα η άντρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.
Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες κουρασμένοι
για πότε γαμηθήκανε, μυστήριο θα τους μένει
του κάκου έσκουζ' ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκαψαν τους κώλους.
τότε κατάλαβ' ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε των Αχαιών τα τρία.
Ραψωδία Δ'
ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥN
Ήταν σχεδόν αδύνατο μες την παλιά την πόλη
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι η περβόλι
την Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.
Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη
για να 'βγει το ψωλόχυμα και κάνανε πληγή.
Κι αδιάκοπα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
κι οποίος αντιστέκετο, επέφταν και σφαγές.
Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένα
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα 'χανε χαμένα.
Στους καυλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
στους Τρωάδητες σκούζοντας "πονάνε πια οι κώλοι"
το βράδυ που κουράστηκαν απ' την πολλή καβάλα
αρχίσανε να σκέπτονται για σύντομη φευγάλα.
Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσάφι, ασήμι και χαλκό μεσ' τα βαθιά σκοτάδια
τα πήγαιναν στ' αμπάρια τους τα παραφορτωμένα
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαμένα.
Κι αφού τελείωσαν όλα αυτά, τα τόσο λυπηρά
την χιλιογαμημένη πήρανε, σαν να 'τανε κυρά
και την παρουσιάσανε πως ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι απειλές ήτανε γαμημένη.
Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
έξυπνη και πανέμορφη και καύλα όλο γεμάτη
κι ολόγυμνη με το μουνί καλά 'ρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένο
μπροστά εις τον Μενέλαο εστάθει η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την βουβά με Πούτσα καυλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθί
και στη στιγμή οι σύντροφοι, τον έχουν μιμηθεί
και όσο αυτός εγάμαγε μ' ορμή και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.
Μα όλα ετελείωσαν, τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καραβιά τους, χάλασαν τα τσαντίρια
στοιβάζουν τις αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρες
νέες μικρές ανύπαντρες, γεμάτες όλες ψείρες
θυσίασαν του Πρίαμου την κόρη Πολυξένη
για να τιμήσουν τους θεούς σ' όλη την οικουμένη.
Έτσι εξεκινήσανε απ' την ερειπωμένη Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία
για της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιμάνι
μ' επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ' αργούσαν να 'φταναν στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.
Φύσηξ' αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καραβιά
κι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια
κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανηθήκαν
κι άλλοι γυρίσαν νικητές κι άλλοι γαμηθήκαν.
Όμως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η ιστορία
όπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.
Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακία
και δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα να 'χε πετιμέζι.
(Συνεχίζεται............)