Ο νόμος του πικέρ εχει πεθάνει εδώ και καιρό τύπε!
Ο αρχηγός τους εξαφανίστηκε εδώ και μήνες μην αντέχοντας το ξεμπρόστιασμα μας και τις αποκαλύψεις για τις ομοφυλοφιλικές τάσεις τους.
Ποτέ μου δεν εντάχθηκα σε καμία κοινωνική ομάδα. Ήμουν ανεπιθύμητος στο σχολείο, στην σχολή,
στον στρατό, στην δουλειά, στις ομάδες μπάσκετ που έπαιζα, στην θεατρική ομάδα που
συμμετείχα, στις φιλίες μου και στις σχέσεις μου.
Είχα πάντα ένα ταλέντο κι ένα... προσόν. Να διώχνω τους πάντες από δίπλα μου. Να τους αναγκάζω
να με μισήσουν. Να με βγάλουν από την ζωή τους. Δεν είχα το θάρρος να φύγω. Τους ανάγκαζα να
φύγουν εκείνοι. Δεν άφησα ποτέ κανέναν να με αγαπήσει. Είχα πάντα σε λουκέτο την καρδιά μου
και τρόμαζα από την πιθανότητα να με αγαπήσει κάποιος. Να με πλησιάσει. Είχα βολευτεί στην
κατάσταση της απόρριψης. Ίσως έτσι κρατούσα σε ασφάλεια τον εαυτό μου. Έτσι νόμιζα.
Μέχρι που ήρθες εσύ. Και μου έδωσες απλόχερα την πιο αγνή και καθαρή αγάπη που έχω νιώσει
στην ζωή μου. Μια αγάπη που ακόμα κι αν ζούσαμε και άλλες ζωές, δεν θα την ξαναέβρισκα ποτέ.
Με αποδέχτηκες όπως ήμουν. Με τα λάθη μου, τα ελαττώματά μου, τα άγχη μου, τις παραξενιές
μου και τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου. Δεν προσπάθησες να με αλλάξεις. Δεν με απέρριψες.
Έγινες το άλλο μου μισό. Έγινες η ίδια η ζωή μου. Με επανέφερες στη ζωή.
Έστειλε ο Θεός έναν άγγελο στη ζωή μου. Και εγώ σε έδιωξα. Τρόμαξα. Τρόμαξα όταν είδα πόσο
πολύ με αγάπησες. Όταν είδα πόσο πολύ με ερωτεύτηκες. Δεν πίστευα ότι το αξίζω. Έκανα το παν
να σε απομακρύνω και το κατάφερα.
Ήμουν μια ζωή κλεισμένος σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Μου άνοιγαν μια μικρή χαραμάδα φωτός και
φρόντιζα να την κλείνω αμέσως για να μην χάνω το αγαπημένο μου σκοτάδι. Την οικεία θλίψη μου.
Το γνώριμο περιβάλλον της μίζερης και καταθλιπτικής πραγματικότητας μου.
Και ήρθες εσύ. Και όχι μόνο άνοιξες μια χαραμάδα, άλλα την πόρτα διάπλατα. Και μπήκε τόσο πολύ
φως, από την όμορφη ψυχούλα σου και την αγνή σου αγάπη. Και με τρόμαξε. Κατατρόμαξα.
Δεν είχα μάθει σε τόσο φως. Και έπρεπε να κρυφτώ. Να πάω κάπου σκοτεινά. Να ξανακλείσω την
πόρτα για να μη συνηθίσω στο φως και καταλάβω ότι μου αρέσει. Για να μην συνηδειτοποιήσω ότι
τόσα χρόνια ζούσα κατά λάθος στο σκοτάδι. Ότι τόσα χρόνια δεν ζούσα...
Και σε απομάκρυνα με τη συμπεριφορά μου. Σου έκλεισα την πόρτα και ξαναβυθίστηκα στο τόσο
γνώριμο και οικείο σκοτάδι μου.
Και τώρα κλαίω. Περιφέρομαι στο άδειο σπίτι μας σαν το κουφάρι και αγγίζω τα πράγματα σου που
είναι εκεί αφημένα όπως την τελευταία φορά που ήμαστε μαζί. Χαιδεύω και φιλάω τα ρούχα σου.
Αγγίζω την πλευρά του κρεβατιού στο οποίο δεν τολμάω πια να κοιμηθώ. Δεν πλησιάζω το σαλόνι
και τον καναπέ που σε είχα στην αγκαλιά μου να κοιμάσαι και να χαζεύω ώρες ατέλειωτες το ήρεμο
και πανέμορφο προσωπάκι σου που κοιμόταν γαλήνια στην αγκαλιά μου, χαιδεύοντας τα μαλλάκια
σου. Μου λείπει το γαργάλημα στη μύτη που έφερναν τα μαλλάκια σου. Μου λείπει η αγκαλίτσα
σου που καμια φορά ήταν τόσο σφιχτή που δεν μπορούσα να ανασάνω. Μου λείπει η νύστα σου
που με νευρίαζε γιατί σε ήθελα ξύπνια δίπλα μου για να μην χάνω ώρες από εσένα.
τι μιλας εσυ ρε Γιωργο Ζερβουδη?Υπερπυρφορε μεγιστε.Πηγαινε να κανεις βιβλιο τη θλιβερη ξεφτιλα σου και μη μιλας