Θα μου επιτρέψετε να σας πληροφορήσω ότι υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά. Τα περιγράφει αναλυτικά ο εγκληματολόγος Cesare Lombroso.
O Cesare Lombroso (1835 – 1909), ιταλός πανεπιστημιακός καθηγητής και εγκληματολόγος, έγινε παγκοσμίως γνωστός για τις μελέτες και τις θεωρίες του πάνω στο πεδίο της χαρακτηρολογίας ή, αλλιώς, της σχέσης ανάμεσα στα πνευματικά και στα σωματικά χαρακτηριστικά. Τόνισε τη σημασία της επιστημονικής μελέτης του εγκληματικού μυαλού, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως εγκληματολογική ανθρωπολογία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Παιδί ευκατάστατης Εβραϊκής οικογένειας, ο Λομπρόζο γεννήθηκε στη Βερόνα στις 6 Νοεμβρίου του 1835. Το 1852 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας από την οποία αποφοίτησε το 1858. Το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους και τους παράφρονες εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της ιατρικής του σταδιοδρομίας, τότε που ως νέος γιατρός ταξίδευε στην επαρχία της Λομβαρδίας διανέμοντας φυλλάδια με οδηγίες – τυπωμένα με δικά του έξοδα – στους χωρικούς, οι οποίοι ήταν εκτεθειμένοι και συχνά προσβάλλονταν από πελλάγρα.
Την περίοδο του Αυστρο-ιταλικού πολέμου το 1859, επίσης γνωστού με το όνομα «Δεύτερος Πόλεμος για την Ιταλική Ανεξαρτησία», υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στα Ιατρικά Στρατιωτικά Σώματα. Μετατέθηκε στην Καλαβρία για τρεις μήνες και εκεί μελέτησε τους κατοίκους, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Το ενδιαφέρον του για το έγκλημα ξεκινά το 1864, όταν μελετούσε τα τατουάζ στα χέρια των στρατιωτών και τις υποτιμητικές φράσεις {επίσης με τη μορφή τατουάζ} οι οποίες ξεχώριζαν τον «έντιμο από τον μη έντιμο στρατιώτη». Ο Λομπρόζο διαπίστωσε ότι τα τατουάζ από μόνα τους δεν επαρκούσαν για την κατανόηση της φύσης των εγκληματιών και ότι ήταν απαραίτητο να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του μή φυσιολογικού ατόμου, δηλαδή του εγκληματία και του παράφρονα, μέσω της εμπειρικής μεθόδου της θετικιστικής επιστήμης.
Το 1866 προτάθηκε για λέκτορας του Πανεπιστημίου της Παβίας και αργότερα έγινε καθηγητής ψυχολογίας και ιατροδικαστικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί πραγματοποίησε λεπτομερείς ανθρωπομορφικές μελέτες χρησιμοποιώντας πτώματα και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο σχήμα του κρανίου ως ένδειξη ύπαρξης κάποιας ανωμαλίας (μελέτες αυτού είδους είχαν πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά από τον γερμανό γιατρό Φρανς Γιόζεφ Γκαλ, ο οποίος είχε ασχοληθεί με την κρανιολογία, την χαρακτηρολογία και την έμφυτη κοινωνιοπαθολογία).
Στις 10 Απριλίου του 1870 παντρεύτηκε τη Νίνα ντε Μπενεντέτι και απέκτησαν πέντε παιδιά. Το δεύτερο παιδί τους, η Τζίνα Λομπρόζο, έγραψε αργότερα τη βιογραφία του πατέρα της.
«Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
Το κυριότερο έργο του “L’ Uomo delinquente” («Ο Εγκληματίας άνθρωπος»), εκδόθηκε το 1876. Ο Λομπρόζο βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του από τη συμπεριφορά των ζώων, των αρχαίων λαών και των άγριων φυλών, απέδωσε το έγκλημα σε αταβισμό, δηλαδή σε επαναστροφή του ατόμου σε παλαιότερη άγρια κατάσταση (ιδέα που αρχικά είχε υποστηρίξει ο Δαρβίνος). Υποστήριζε ότι ανατομικές έρευνες σε σώματα εγκληματιών που είχαν πεθάνει καθώς επίσης και εφαρμογές ανθρωπομετρικών μεθόδων πάνω σε κρατούμενους, απεκάλυπταν ότι οι εγκληματίες ήταν σωματικά διαφοροποιημένοι από τους φυσιολογικούς ανθρώπους. Αν η εγκληματικότητα ήταν χαρακτηριστικό που μεταβιβάζεται μέσω κληρονομικότητας, τότε ο εκ γενετής εγκληματίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός από σωματικά αταβιστικά στίγματα, όπως για παράδειγμα τα μεγάλα σαγόνια, τα ψηλά ζυγωματικά, η γαμψή μύτη, τα σαρκώδη χείλη κ.ο.κ. Ο Λομπρόζο προχώρησε σε διαχωρισμό των βιολογικών στιγμάτων ανάλογα με το είδος του εγκλήματος (λ.χ. οι δράστες εγκλημάτων κατά της ζωής έχουν κοντόχοντρα χέρια, ενώ οι δράστες κλοπών, απατών και βιασμών έχουν μακριά χέρια) και υπήγαγε σε αυτά το χαρακτηριστικό της στίξης (τατουάζ), αποδίδοντάς το επίσης σε αταβισμό. Εκτός των βιολογικών, επισήμανε και την ύπαρξη κοινωνιολογικών στιγμάτων τα οποία διαχώριζαν τον εκ γενετής εγκληματία από έναν φυσιολογικό άνθρωπο (π.χ. η “αργκό”, τα «ιερογλυφικά»- κάτι αντίστοιχο με το σημερινό γκράφιτι-, τα τραγούδια και τα ποιήματα των εγκληματιών που συνήθως γράφονταν μέσα στις φυλακές).
Αργότερα, ο Λομπρόζο έγινε διευθυντής στο άσυλο του Πεζάρο, γεγονός που αποδείχθηκε μια θαυμάσια και εποικοδομητική εμπειρία. Εκείνη την περίοδο ετοίμασε και παρουσίασε στις αρμόδιες υπουργικές αρχές μια πρόταση που αφορούσε την ίδρυση ασύλων για διανοητικά διαταραγμένα άτομα που είχαν διαπράξει έγκλημα και για επικίνδυνα διανοητικά διαταραγμένα άτομα. Επίσης την ίδια εποχή, ξαναέγραψε τον «Εγκληματία άνθρωπο» και στην 6η έκδοση αναφέρεται διεξοδικά στις κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος σε συνδυασμό με ορισμένες ψυχολογικές εμμονές, καθώς και στο γεγονός ότι η εγκληματικότητα δεν είναι μόνο ένα εκ γενετής χαρακτηριστικό. Αναμφισβήτητα είχε επηρεαστεί από τον γαμπρό του Γουλιέλμο Φερέρο (Guglielmo Ferrero), με τον οποίο εξέδωσε το βιβλίο “La donna delinquente” («Η εγκληματίας γυναίκα»).
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕΖΑΡΕ ΛΟΜΠΡΟΖΟ
Ο Λομπρόζο ήταν πρωτοπόρος της επιστημονικής εγκληματολογίας: επικεντρώθηκε στην επιστημονική μεθοδολογία προκειμένου να προσδιορίσει την εγκληματική συμπεριφορά και να απομονώσει άτομα ικανά να διαπράξουν τις πιο βίαιες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας. Υποστήριξε τη μελέτη των ατόμων με τη βοήθεια μετρήσεων και στατιστικών μεθόδων, οι οποίες θα προσέφεραν ανθρωπολογικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Μέσω διαδοχικών ερευνών στήριξε τις θεωρίες του σε διεξοδικότερη στατιστική ανάλυση ενώ, παράλληλα, δεν σταματούσε να εντοπίζει πρόσθετα αταβιστικά στίγματα. Ο Λομπρόζο ήταν υπέρμαχος της ανθρώπινης μεταχείρισης των εγκληματιών και κάθε προσπάθειας επανένταξής τους στην κοινωνία.
Το έργο του ασκούσε μεγάλη επιρροή στη Λατινική Αμερική και σε άλλες ισπανόφωνες χώρες μέχρι τη στιγμή που ο Τσάρλς Γκόρινγκ (Charles Goring), ένας άγγλος διευθυντής φυλακών, έγραψε το 1913 το βιβλίο «Ο Άγγλος Κατάδικος» (The British Convict). Αυτό το βιβλίο απέδειξε ότι οι Βρετανοί κατάδικοι δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους Άγγλους και ότι όλες οι θεωρίες του Λομπρόζο ήταν αβάσιμες.
Γενικότερα το έργο του Λομπρόζο υποδαυλίστηκε από τις δαρβινιστικές του απόψεις και κυρίως την προγενετική αντίληψη της εξέλιξης ως «προόδου από κατώτερες σε ανώτερες μορφές ζωής» και τη θέση ότι τα πιο «εξελιγμένα» ανθρώπινα χαρακτηριστικά θα εξασφάλιζαν στους κατόχους τους μια ειρηνική ζωή μέσα σε μια ιεραρχημένη κοινωνία, πολύ διαφορετική από τις συνθήκες μέσα στις οποίες τα άτομα αναπτύχθηκαν σταδιακά. Οι επικρίσεις κατά της θεωρίας του θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: α) η στατιστική προσέγγιση και επεξεργασία ήταν ανεπαρκής, β) η σύγχρονη θεωρία της γενετικής απορρίπτει τον αταβισμό, γ) τα βιολογικά στίγματα είναι συνήθως απόρροια των συνθηκών διαβίωσης, δ) η παραδοχή της ύπαρξης βιολογικών στιγμάτων θα οδηγήσει σε άνιση και συχνά άδικη μεταχείριση των ατόμων που τα φέρουν και ε) τα κοινωνικά στίγματα συνδέονται τις περισσότερες φορές με τις απαιτήσεις της μόδας και την κοινωνική τάξη του ατόμου. Στην προσπάθειά του να προβλέψει την εγκληματικότητα από τα κρανία και τα υπόλοιπα σωματικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών, δημιούργησε στην πραγματικότητα μια «ψευδοεπιστήμη». Παρ’ όλα αυτά, ο Λομπρόζο δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που θεμελίωσε επιστημονικά τη σύγχρονη εγκληματολογία και έθεσε, ιδίως, τις βάσεις για τη βιολογική της προσέγγιση.
(Αναδημοσίευση από το Πρώτο Τεύχος του “The Art of Crime”, του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματικών Ερευνών).