Μια ηλιόλουστη μέρα, η Λουίζα περπατούσε κατά μήκος της παραλίας, αφήνοντας τα πόδια της να βουλιάζουν απαλά στην άμμο. Οι αχτίδες του ήλιου έπαιζαν με τα μαλλιά της, και ο ήχος των κυμάτων γέμιζε την ατμόσφαιρα με ηρεμία.
Καθώς προχωρούσε, διέκρινε έναν άντρα να κάθεται λίγο πιο πέρα, να κοιτάει τον ορίζοντα. Ο Αλέξανδρος, με ένα βιβλίο στα χέρια, την παρατήρησε καθώς πλησίαζε. Η ματιά του είχε κάτι το μαγνητικό, ένα βλέμμα που την έκανε να νιώσει μια ξαφνική ζεστασιά.
Πλησίασε, κι εκείνος χαμογέλασε, προσκαλώντας την να κάτσει δίπλα του. Άρχισαν να μιλούν για το βιβλίο του, κάθε λέξη έφερνε τους δύο πιο κοντά, κι ένα ελαφρύ άγγιγμα των χεριών τους έκανε την Λουίζα να αναστατωθεί.
Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε και κατέβασε το μαγιό του, την κάλεσε να τον πάρει όλο στο στόμα Η Λουίζα ένιωθε πως βρισκόταν σε ένα μαγευτικό ταξίδι ηδονής
Η μαγεία της στιγμής ήταν διάχυτη στον αέρα, καθώς τα βλέμματά τους ενώθηκαν σε μια υπόσχεση για το μέλλον.