Ο καργιόλης κι η καργιόλα
Η απροσδόκητη γνωριμία του 50χρονου λούμπεν πυργιώτη Σώτου Κάργια, το γένος Καργιόλη, με την 28χρονη κοσμική βιβλιοκριτικό Χίλντα Δουδέση-Μιτού σε ένα γκαλά εκδοτών στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο ίδιος είχε αναλάβει το κέιτερινγκ, υπήρξε μετέπειτα κομβική για την πορεία και των δύο, αν και δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού η γοητευτική μεγαλοαστή τον έπεισε σε χρόνο ρεκόρ να αφαιρέσει το παχύ μουστάκι για να υιοθετήσει μούσι σινεφίλ, να αντικαταστήσει το μάλλινο πουλόβερ με μεταξωτό πουκάμισο και να παρατήσει τον άφιλτρο Παπαστράτο για μοβ ηλεκτρονικό τσιγάρο, οπότε λογικό κι επόμενο ήταν που στη συνέχεια τον έψησε να κάνει ένα τολμηρό επαγγελματικό βήμα και να μετατρέψει την πετυχημένη παραδοσιακή ψησταριά ΠΑΛΙ ΨΗΤΟ - Σ. ΚΑΡΓΙΑΣ σε ποιοτικό εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο που ονόμασε ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ - ΚΑΡΓΙΑ αφαιρώντας τα δύο Σ του ονοματεπωνύμου του από την παραδοσιακή ξύλινη περιγραφή και περιστρέφοντας μάλλον άκομψα το ένα Σ για να πετύχει το Μ, ώστε να μην χρειαστεί να ξοδευτεί για νέες επιγραφές. Οι αλλαγές αυτές δεν έφεραν αμέσως τα επιθυμητά αποτελέσματα, μιας και από την πρώτη ήδη μέρα άρχισαν να συγκεντρώνονται απέξω δημόσιοι υπάλληλοι που διαμαρτύρονταν για το κλείσιμο του αγαπημένου τους στεκιού για κοκορέτσι και γαρδούμπα, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προχωρούσαν σε πιο ριζοσπαστικές κινήσεις μπλοκάροντας τη βιτρίνα και κραδαίνοντας σουβλάκια που αγόραζαν απέναντι, στον αιώνιο ανταγωνιστή, τον 50χρονο αιγιώτη πρώην συμμαθητή του Κάργια, τον Χρήστο τον Τσάκα, με τη μέχρι πρότινος χρεοκοπημένη ψησταριά ΤΣΑΤΣΙΚΟΚΑΤΑΖΤΑΖΗ, ο οποίος είχε αναθέσει τη δική του μοντέρνα ψηφιακή επιγραφή σε επαγγελματία μεν, φτηνό ανατολικογερμανό δε, που είχε μεταγράψει το όνομα του μαγαζιού στα γερμανικά φωνητικά πρότυπα, αλλά πλέον ήταν αργά για διορθώσεις και περαιτέρω έξοδα, όχι ότι ο Χρήστος το κατάλαβε με τη μία το λάθος μιας και ποτέ δεν ήταν το φόρτε του η ορθογραφία, ε ρε μας γάμησε ο παλιόπουστας ο Γερμανός, και μου είχε πει ο Σώτος να τα δώσω όλα στον Αλβανό τον Ρόκι, αλλά εγώ ο μαλάκας δεν τον άκουσα, βέβαια θα μου πεις τα αρχίδια μου πήρε τώρα κι ο Σώτος που μεγαλοπιάστηκε και κάνει τον καμπόσο, λες κι έχει ανοίξει βιβλίο ποτέ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, με το Φως των σπορ ήταν, άσ’ τον εκεί να ξεφτιλιστεί, γελάει ο Πύργος, μονοπώλιο θα γίνουμε, θα γίνει ντόρος στην Κάνιγγος, οπότε άσ’ την έτσι την επιγραφή, μια χαρά είναι, εδώ ο κόσμος έρχεται για το σουβλάκι, δεν είμαστε πανεπιστήμιο, αλλά δεν θα πάρεις δραχμή, ένα διπλό σουβλάκι και πολύ σου είναι, γαμώ τη Γερμανία σου μέσα.
Ωστόσο, το πράγμα πήρε άλλη τροπή όταν μετά από μια πολύ πετυχημένη παρουσίαση της νέας μετάφρασης των Απάντων του Μποντλέρ στο ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, η γνωστή βιβλιοκριτικός πρότεινε στους παριστάμενους ανθρώπους του πνεύματος να πάνε για ένα σουβλάκι απέναντι και η αλήθεια είναι ότι ενθουσιάστηκαν όλοι με την ποιότητα του κρέατος, τι σαπίλα τρώγαμε τόσα χρόνια στο βλάχο τον Σώτο απέναντι, ρε Χίλντα, αν και δεν έλειψαν κάποια αρνητικά σχόλια, όπως για παράδειγμα ότι τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ηχεία έπαιζαν τέρμα κλαρίνα από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι έτσι ανέλαβε η ηρωίδα μας με το λέγειν της να μεταφέρει τα κοπλιμέντα και τα παράπονα στον ιδιοκτήτη, και βρήκε έδαφος πρόσφορο μιας ήταν γνωστός μπερμπάντης, και που λέτε, κύριε Τσάκα μου, όλο αυτό το σκηνικό είναι λίγο κιτς και δεν ταιριάζει σε εσάς, εσείς είστε φτιαγμένος για πιο μεγάλα πράγματα, έχετε φινέτσα, μα τι κι αν δεν σας το είπε ποτέ κανείς, ο κόσμος ξέρετε ζηλεύει, εγώ έζησα 18 χρόνια στο Παρίσι και 16 στη Ρώμη και ζήλια εκεί δεν υπάρχει, και ξέρετε πόσο θα σας πήγαινε ένα πιο καλλωπισμένο μούσι, καλά δεν το συζητάω για μεταξωτό πουκάμισο, όσο για το τσιγάρο μην κάνετε αυτά τα άφιλτρα, βλέπετε πόσος κόσμος πεθαίνει από καρκίνο, το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι μακράν το πιο ασφαλές, στο Άμστερνταμ όπου πέρασα μάλιστα 11 χρόνια το πρότειναν ακόμη και οι παιδίατροι, μα φυσικά, στα νηπιαγωγεία εκεί είναι πλέον υποχρεωτικό, δεν γίνονται δεκτά τα παιδιά που δεν καπνίζουν ηλεκτρονικό, μην κοιτάτε που εδώ οι γιατροί μας δεν ενημερώνονται, εντάξει, θα σας συνοδεύσω αύριο στα μαγαζιά, έναν σας έχουμε, αλλά να, είχα κι άλλη μια ιδέα, μιας και ξόδεψα τουλάχιστον 14 χρόνια στη Νέα Υόρκη, εκεί που λέτε η τζαζ κάνει θραύση, και θα έλεγα να αλλάξετε ρεπερτόριο, τώρα μόλις μου το έλεγαν και οι συνάδελφοι ότι αν το μαγαζί έπαιζε τζαζ αυτό θα γινόταν το νέο τους στέκι, τι είναι η τζαζ, ε ας πούμε ότι είναι σαν κλαρίνα χωρίς κλαρίνο, και μην αγχώνεστε ότι θα χρειαστείτε μεγάλο μπάτζετ, τι σημαίνει μπάτζετ, εννοώ προϋπολογισμό, καταλαβαίνετε, α μάλιστα δεν έχετε ξανακούσει τη λέξη, ας πούμε ότι δεν χρειάζεται να πέσει παραπάνω κασέρι, ωραία τώρα συνεννοηθήκαμε, είδατε που εμείς οι δύο μιλάμε την ίδια γλώσσα, να, θα καλέσετε πάλι εκείνον τον ανατολικογερμανό, όχι όχι μην αγχώνεστε ότι θα τα κάνει μαντάρα, και μην τον λέτε μαλάκα και παλιόπουστα, σας παρακαλώ, δεν είναι εκφράσεις αυτές για κάποιον με τη δική σας παιδεία, ακούγεστε σε όλη την Κάνιγγος, σας υπόσχομαι να τον βοηθήσω κι εγώ που μιλάω τα Γερμανικά άπταιστα, θα του πω να αλλάξει λίγο τα γράμματα και να το κάνει ΤΖΑΖΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας, θα γίνεται το αδιαχώρητο κάθε μέρα, βλέπετε πόσα λεφτά σας άφησαν οι δικοί μου πριν, ε λοιπόν θα καθιερωθεί αυτός ο νέος μηνιαίος κύκλος εργασιών, αχ σας μπέρδεψα πάλι με αυτές τις λέξεις, ναι, συγγνώμη, μεταφράζω κι εγώ στο μυαλό μου ώρες ώρες αυτά που έμαθα έξω, σπούδασα 8 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης βλέπετε, αχ αγαπημένο Βέλγιο, τέλος πάντων, εννοώ τον τζίρο, τώρα συνεννοηθήκαμε, έτσι;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Σώτο Κάργια να παρακολουθεί αποκαμωμένος από τη βιτρίνα του, κρυμμένος πίσω από στοιβαγμένα απούλητα χάρτινα τούβλα πανεπιστημιακών εκδόσεων για να μην τον πάρουν χαμπάρι, τη Χίλντα να λικνίζεται ανέμελη στους ήχους της τζαζ και τον Χρήστο Τσάκα με μουσάκι σινεφίλ, ροζ ηλεκτρονικό τσιγάρο και λιγδιασμένο μεταξωτό πουκάμισο με σπάταλο το τζατζίκι να υποδέχεται με υπόκλιση τους ακαδημαϊκούς και κοσμικούς φίλους της καλής βιβλιοκριτικού, κι αν νομίσατε ότι τελειώνει έτσι η ιστορία μάλλον δεν ξέρετε τι σημαίνει η λέξη καργιόλα, γιατί λίγη ώρα αργότερα η Χίλντα ήταν αυτή που έκανε τις υποκλίσεις μπροστά στον γραμμωμένο 25χρονο ανατολικογερμανό, όπως είχε μάθει στα 13 χρόνια που έζησε στο ανατολικό Βερολίνο, υπενθυμίζοντάς του σε κάθε παύση ότι είναι φτιαγμένος για πολύ μεγάλα πράγματα και ότι είχε κάποιες ιδέες που θα τον ανέβαζαν επίπεδο, αλλά από αύριο αυτά, τώρα δεν είναι ώρα για κουβέντες.