Είχα χαθεί μια τριετία με ένα φίλο, παντρεύτηκε πριν κάνα χρόνο, και με παίρνει τη Δευτέρα και μου λέει να περάσω από το σπίτι, θα φέρω κι ένα μπουκαλάκι. Πού χάθηκες ρε, του λέω, δεν έχω όρεξη να βγω έξω χωρίς τη γυναίκα μου λέει, με καλύπτει σε όλα, δε μου λείπει τίποτα και τέτοια. Στο τρίτο ποτήρι με ρωτάει αν έχω κάνα τηλ. με πουτάνες. Κάπου είχα ένα πρόχειρο, απ' όπου μάλιστα δεν είχα πάρει, είχα παραγγείλει πρόσφατα αλλά με γειώσανε στο πάρα πέντε. Κανονίζουμε δύο κορίτσια στα 155 και οι 2 μαζί. Ο δικός μου μού λέει να διαλέξει αυτός. Οκέι, μπαίνουνε τα κορίτσια, βουτάει τη μία, πάω εγώ με την άλλη στο υπνοδωμάτιο και ον αφήνω στο σαλόνι στον καναπέ. Καλή η Λουίζα, ευχάριστη, μου λέει θέλεις ακάποτο, άσε λέω, γύρω στο 1,70, Βουλγάρα, της είπα λίγα βουλγάρικα που ξέρω, ωραίο γκομενάκι τέλος πάντων κα πάνω που γαμούσα μπουκάρει και ο άλλος με τη δικιά του, ψιλοτύφλα, και να λέει θέλω να γαμήσω τη δικιά σου. Στραβώνει η άλλη, πάμε μου λέει μέσα. Πάμε, πισωκολλητό πάνω στον καναπέ, πάνω που χύνω ξαναέρχεται ο άλλος με την ψωλή να του έχει φτάσει στο λαιμό΄και αρχίζει να την κυνηγάει. Η άλλη ήθελε έξρα λεφτά και ο δικός μου δεν της έδινε, αλλά ήτανε ο πούστης πολύ πιεστικός σε βαθμό που η γκόμενα πήγε να αρχίσει να τσιρίζει. Τον συνετίζω εγώ και ξαναπάω με τη Λουίζα στο δωμάτιο με το φίλο μου να την ΄χει πήξει τη δικιά του. Θέλεις μου λέει η Λουίζα και δεύτερη φορά με άλλα 20; Θέλω λέω, κλείδωσε μου λέει, δεν κλειδώνει λέω, πάμε στο μπάνιο που κλειδώνει μου λέει. Πάμε λοιπόν στην τουαλέτα, κλειδώνουμε και την πόρτα, είχα κάτσει πάνω στη λεκάνη και αυτή από πάνω μου και σε κάποια φάση ξαναήρθε ο άλλος και βρόνταγε τις πόρτες γαμώ την παντρειά γαμώ