Το κακό ξεκίνησε με τα κωστοπούλεια ήθη του νεοέλληνα που ήθελε να το παίξει ξεβλαχεμένος (χωρίς να του το ζητήσει κανείς, εκτός από το κλαρινογαμπριλίκι του ή μερικές ψωνισμένες γκόμενες), και καλλιεργήθηκε από τα καφέ-μπαρ που έβλεπαν παρέες να κάθονται με έναν φραπέ μέχρι να γίνει ο αφρός σαν κώρα ψωμιού. Ξαφνικά η προσοχή τους στράφηκε στους φρέντο που πίνονται πιο γρήγορα και σου αδειάζουν το τραπέζι. Γρήγορα οι φραπέδες ήταν σαν να φτιάχτηκαν από ανάπηρη μαϊμού: Ή όχι καλά χτυπημένοι, ή με 3/4 αφρού, ή με αψυχολόγητες δόσεις καφέ/ζάχαρης. Από τον φραπέ του Λέντζου φτάσαμε στα προσβλητικά νερομπλιάκια των "καλών" μαγαζιών. Αναγκαστικά έπαιρνες φρέντο για να σου'ρθει ένα αξιοπρεπές ρόφημα, ακόμα κι αν ήσουν οπαδός του φραπέ (όπως εγώ π.χ).
Κάτι ανάλογο πήγε να γίνει και με την χωριάτικη έναντι της ρόκας-παρμεζάνα αλλά η κουλτούρα του φαγητού κρατά καλύτερα στον Έλληνα.