Νέα

Γενικές γνώσεις μουσικής...

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα iceman21
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 48
  • Εμφανίσεις 4K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

iceman21

Σεβαστός
Εγγρ.
4 Μαρ 2008
Μηνύματα
1.150
Like
7.468
Πόντοι
1.056
#1 Pink Floyd

Στο συγκεκριμένο άρθρο θα γίνει αναφορά σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας ενός μεγάλου συγκροτήματος, των Pink Floyd, αφού πρώτα αναφερθούν ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία της ιστορίας τους. Ήταν η περίοδος 1978-1984 όταν οι Floyd φλερτάρησαν έντονα με την διάλυση που ουσιαστικά ήρθε κάπου στα 1984.

Όμως ας γυρίσουμε λίγο πίσω την ιστορία.. Το όνομά τους οι Pink Floyd το πήραν από δυο αμερικάνους bluesmen τους Pink Anderson και Floyd Council. Η αρχική σύνθεση των Pink Floyd απαρτίζονταν από τους Rick Wright (οργανίστας, φωνητικά), Syd Barret (κιθάρα, φωνή), Roger Waters (μπάσο, φωνητικά, ειδικά εφφέ) και Nick Mason (drums).

Αρχικά ξεκίνησαν ως μια από τις πιο cult underground μπάντες τις Αγγλίας. Όσο προόδευαν ως μουσικοί γίνονταν και πιο γνωστοί. Ξεκίνησαν με δυο singles: το "Arnold Layne" και το "See Emily Play". To πρώτο τους LP ήταν το ψυχεδελικότατο "The Piper At The Gates Of Dawn" (1967). Πρόκειται για ένα πρώιμο δείγμα της ποιότητας του συγκροτήματος. Κινιόταν μεταξύ της παρανοϊκής ψυχεδέλειας και του hippie πνεύματος και έπαιρνε δύναμη από την απίστευτη μεγαλοφυΐα του Barret. Ωστόσο ο Syd Barret δεν κατάφερε να αντέξει και παρασύρθηκε στα αδιέξοδα των ναρκωτικών και του LSD. Ίσως τελικά αυτά να ήταν η πηγή της παρανοϊκής του έμπνευσης. Αρχικά επειδή δεν μπορούσε να προσφέρει στις ζωντανές εμφανίσεις του group, στην μπάντα προστέθηκε ένα ακόμη μέλος o κιθαρίστας και θαυμάσιος τραγουδιστής David Gilmour.

Το επόμενο album ήταν το θρυλικό "Saucerful Of Secrets" (1967). Ο Barret πλέον αδυνατούσε να επικοινωνήσει με τα υπόλοιπα μέλη και τελικά τέθηκε εκτός της μπάντας. Την σκυτάλη πήραν αρχικά οι Waters και Wright ενώ όσο περνούσε ο καιρός και ο Gilmour προσέφερε ολοένα και περισσότερο στον συνθετικό τομέα, ενώ παράλληλα είχε δημιουργήσει ένα απίστευτα τεχνικό και προσωπικό ήχο στην κιθάρα. Οι 4 αυτοί υπέροχοι μουσικοί συνέχισαν και μέσα σε μια δεκαπενταετία προσέφεραν στην μουσική ορισμένα αριστουργήματα.

Ακολούθησαν πολλά album (όπως το "Magnum Opus Ummagumma" και το "Meddle") και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια στην ιστορία της μουσικής ("Echoes", "Αtom Heart Mother"). Μετά από δυο άλμπουμ τεράστιες επιτυχίες (τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά), το "Dark Side Of The Moon" (1973, πάνω από 30 εκατομμύρια αντίγραφα πουλήθηκαν) και το "Wish You Were Here" (1975), οι Floyd ήταν πλέον στο απόγειο της δόξας τους. Το επόμενο άλμπουμ ήταν το “Animals” (1977) το οποίο δεν γνώρισε ποτέ την εμπορική επιτυχία των προηγούμενων, ωστόσο παραμένει ένα άλμπουμ στα πολύ υψηλά επίπεδα των Pink Floyd. Το επόμενο βήμα θα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο και δύσκολο.

Στα τέλη του 1978, οι Pink Floyd συναντήθηκαν για να συζητήσουν για το νέο τους project, έπειτα από την ολοκλήρωση των προσωπικών δουλειών του David Gilmour και Rick Wright. Ο Roger Waters παρουσίασε 2 demos. Το πρώτο απορρίφθηκε και έμελλε να γίνει solο δουλειά για τον Roger, αλλά το δεύτερο demo έγινε δεκτό και επρόκειτο να γίνει το επόμενο album των Pink Floyd. Ο Roger είχε αρκετά τραγούδια για 3 δίσκους, οπότε έπρεπε να «κόψει» κάποια από αυτά. To concept του δίσκου άνηκε για μια ακόμη φορά στον Waters. Μέσω ενός συνδυασμού βιογραφίας του Waters και μυθιστοριογραφίας, ο Roger αφηγείται με γλαφυρότητα την ιστορία του Pink, ενός επιτυχημένου, αυτοκαταστροφικού rocker που χτίζει έναν ψυχολογικό τοίχο μεταξύ του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου. Η όλη σύλληψη ξεκίνησε κάπου στο 1977 σε μια συναυλία για τη περιοδεία του Animals, "In The Flesh Tour", όταν o Waters έφτυσε ένα «οπαδό» της μπάντας, ο οποίος φώναζε και τον είχε εκνευρίσει. O Waters σε όλη τη διάρκεια της περιοδείας ήταν αγενής απέναντι στο κοινό του και απαιτούσε από αυτό να συγκεντρώνεται απόλυτα όταν αυτός έπαιζε. Έπειτα από το συγκεκριμένο γεγονός συνειδητοποίησε την ανάγκη να αποξενωθεί από το κοινό του με ένα τοίχο που θα του προσέφερε την ασφάλεια που ζητούσε και τις συνθήκες εκείνες που θα του επέτρεπαν να αποδώσει όπως θα έπρεπε την μουσική του.

Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ των μελών δεν ήταν και οι καλύτερες. Η ένταση μεταξύ Gilmour και Waters αυξανόταν συνεχώς. Ο παραγωγός Bob Ezrin συχνά έπαιζε το ρόλο του επιβλέποντα και μεσολαβητή μεταξύ των δυο για να λύσει τις διαφωνίες που προέκυπταν. Παράλληλα οι σχέσεις μεταξύ Waters και Wright γίνονταν όλο και χειρότερες. Ο Roger θεωρώντας ότι ο Rick δεν προσφέρει αρκετά τον ανάγκασε να παραιτηθεί από κανονικό μέλος της μπάντας. Μάλιστα αποφάσισε ότι ο Rick και ο Nick Mason δεν έπρεπε να συμπεριληφθούν στους παραγωγούς (κάτι που δεν είχε γίνει στα προηγούμενα άλμπουμ) διότι πίστευε ότι αυτοί δεν προσέφεραν καθόλου στην παραγωγή του δίσκου. Ο Wright συνέχισε ως session μουσικός.

Παρόλα αυτά το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Έπειτα από σκληρή δουλειά στις 30 Νοεμβρίου του 1979 εκδίδεται το album "Τhe Wall" στην Αγγλία, ενώ στις 5 Δεκεμβρίου του 1979 εκδίδεται και στις ΗΠΑ! Τα τραγούδια που έγιναν επιτυχίες ήταν το "Run Like Hel"l, "Comfortably Numb" (με ένα από τα πιο αγαπημένα solo του David Gilmour) και "Another Brick In The Wall Part 2".

Ακολούθησε περιοδεία για την οποία προσέλαβαν τους: Andy Bown στη 2η κιθάρα, τον Snowy White στην ρυθμική κιθάρα το 1980, τον Andy Roberts στην ρυθμική κιθάρα το 1981, τον Peter Woods στα πλήκτρα και τους Jon Joyce, Stan Farber, Jim Haas και Joe Chemay στα φωνητικά. Και βέβαια συμμετείχε και ο Rick Wright. Η περιοδεία αυτή ήταν άψογη και θεωρείται μια από τις πιό επιμελημένες σκηνικές παραγωγές που έγιναν ποτέ. Αποτελεί ένα από τα πρώτα και καλύτερα δείγματα θεατρικού ροκ. Ο Roger υποδυόταν τον Pink επί σκηνής. Έγιναν μόνο 29 συναυλίες σε τέσσερις πόλεις: Λος Άντζελες, Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Ντόρτμουντ.

Σειρά είχε η δημιουργία ενός φίλμ βασισμένου στο concept. Πρόκειται για ένα πραγματικό αριστούργημα που περιγράφει τα βιώματα του βασανισμένου Pink πάντα με την μουσική υπόκρουση του "The Wall". Το 1982 o Rick Wright άφησε την μπάντα ολοκληρωτικά.

Στα 1983 εκδόθηκε το επόμενο album που έμελλε να ήταν το τελευταίο του Roger Waters με τους Pink Floyd. To συγκεκριμένο άλμπουμ είναι εξ ολοκλήρου δουλειά του Waters και το concept του σχετιζόταν με τον πατέρα του, Eric Fletcher Waters, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη του Anzio στην Ιταλία, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο τίτλος του, "The Final Cut", μοιάζει πολύ επίκαιρος καθώς αυτό το album σήμανε ουσιαστικά την τελική διάλυση των κλασσικών Floyd. Ο ίδιος ο Waters αντιλαμβανόμενος το κακό κλίμα που επικρατούσε στο συγκρότημα επέλεξε τον τίτλο αυτό για να δείξει ότι οι Floyd δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Στις σημειώσεις του άλμπουμ αναφέρεται το εξής ενδεικτικό: «Γραμμένο από τον Roger Waters, εκτελεσμένο από τους Pink Floyd». O Waters είχε πλέον αχρηστέψει και τον τελευταίο δίαυλο επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Floyd.

Για την ιστορία να πούμε ότι οι Pink Floyd δεν διαλύθηκαν επίσημα εκείνη την εποχή. Ωστόσο στα τέλη του 1985 (κατά άλλους του 1984), o Waters άφησε την μπάντα και διεκδίκησε τα αποκλειστικά δικαιώματα για όλες τις δουλειές των Pink Floyd, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος. Η διαμάχη στα δικαστήρια κράτησε περίπου ένα χρόνο. Τελικά, το 1987, η απόφαση πάρθηκε. Ο δικαστής έκρινε ότι ο Waters άφησε την μπάντα οικειοθελώς και δεδομένου ότι η μπάντα ποτέ δεν διαλύθηκε, τα δικαιώματα στις δουλειές των Floyd άνηκαν στους υπόλοιπους. Εντούτοις, η απόφαση δεν ήταν ολοκληρωτικά εναντίον του Waters καθώς του δόθηκαν ορισμένα δικαιώματα σε όσες δουλειές είχε συμμετάσχει. Καμία πλευρά δεν ικανοποίησε εξ ολοκλήρου, εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν τελείως ανέφικτο.

Ουσιαστικά μόνο ο Gilmour συνέχιζε να τροφοδοτεί με την έμπνευση και την αφοσίωσή του τον μύθο των Floyd. Στα 1986 μάζεψε τους Mason και Wright και κάποιους άλλους μουσικούς και ουσιαστικά έφτιαξε μόνος του το επόμενο album των Floyd ενονόματι "Α Momentary Lapse Of Reason" κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Το άλμπουμ δεν είναι κακό αλλά υστερεί σίγουρα σε σχέση με προηγούμενα αριστουργήματα της μπάντας. Πάλι ξεχωρίζει η μοναδική κιθάρα του Gilmour. Ακολούθησε περιοδεία και το live album "Α Delicate Sound Of Thunder". Οι Wright και Mason εντάχθηκαν κανονικά εκ νέου στην μπάντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φτιάξουν το 1994 το άλμπουμ "Division Bell", ένα κατά γενική ομολογία υπέροχο δίσκο τον οποίο ακολούθησε περιοδεία (που ηχογραφήθηκε και έγινε το νέο live που ονομάστηκε "Pulse". Κάπου εκεί κλείνει ουσιαστικά η ιστορία ενός μοναδικού συγκροτήματος αφού έκτοτε οι Pink Floyd δεν ξαναπαρουσίασαν νέο υλικό. Το τρελό διαμάντι δεν θα ξαναανέτειλε πότε ......

the child is grown
the dream is gone
and i have become
comfortably numb…
 
OP
OP
iceman21

iceman21

Σεβαστός
Εγγρ.
4 Μαρ 2008
Μηνύματα
1.150
Like
7.468
Πόντοι
1.056
#2 Led Zeppelin

Οι Led Zeppelin ηταν το αρχέτυπο και πιο επιτυχημένο ροκ κουαρτέτο της δεκαετίας του '70...

Απαρτίζονταν απο τον κιθαριστα Jimmy Page(πραγματικο ονομα James Patrick Page, γεννηθηκε στις 9 Ιανουαριου του 1944 στο Henston του Middlesex της Αγγλιας), τον μπασιστα και κιμπορτιστα John Paul Jones (John Baldwin, γεννηθηκε στις 31 Ιανουαριου του 1946 στο Λονδινο), τον τραγουδιστη Robert Plant (γεννηθηκε στις 20 Αυγουστου του 1948 στο West Bromwich των West Midlands της Αγγλιας) και τον ντραμερ John Bonham (γεννηθηκε στις 31 Μαιου του 1947 στο Birmingham της Αγγλιας και πεθανε στις 25 Σεπτεμβριου 1980.

Αναδυθηκαν μεσα απο την βρετανικη blues σκηνη και ενεπνευσαν τις επομενες γενιες των συγκροτηματων του heavy metal (με την κιθαριστικη ερμηνεια του Page και τα ιδιαιτερα φωνητικα του Plant) αλλα και του progressive rock (με την ροπη προς τον μυστικισμο ορισμενων τραγουδιων τους)

Σχηματιστηκαν το 1968 απο τον Page, ο οποιος πριν επαιζε στους Yardbirds και προοριζε τους Zeppelin για διαδοχο τους σχημα (το αρχικο τους ονομα ηταν New Yardbirds). Το hard rock ντεμπουτο τους (''Led Zeppelin '') περιελαμβανε επιτυχιες των ζωντανων τους εμφανισεων οπως οι διασκευες στο ''Can't Quit You - Otis Rush, You Shook Me - Willie Dixon. Το ''Led Zeppelin II'' (1969) περιειχε το ''Whole Lotta Love'' με τις φωνιτικες ακροβασιες του Plant σε πληρη αναπτυξη ενα κομματι που γνωρισε μεγαλη επιτυχια και στην Αμερικη. Το ''Led Zeppelin III'' φανερωσε μια διευρυνση τοσο στον ηχο οσο και στο στιχουργικο περιεχομενο. Η πραγματικη τομη ωστοσο εγινε με το επομενο αλμπουμ το ''Led Zeppelin IV'' το οποιο περιελαμβανε συμβολα που προδιδαν το ενδιαφερον του Page για το μυστικισμο του Aleister Crowley αλλα και τα τραγουδια τους οπως το ''Stairway to Heaven'' το σταθερο φιναλε για τις ζωντανες εμφανισεις τους απο τοτε.

Το ''Houses of the holy'' που ακολουθησε (1973) περιειχε και αυτο επιτυχιες οπως το ''D'yer Maker'' και το ''No Quarter''. Το διαστημα 1974-1975 οι Led Zeppelin ιδρυσαν την δικη τους δισκογραφικη εταιρεια την Swan Song υπογραφοντας συμβολαια με τους Bad Company και τους Pretty Things. To διπλο αλμπουμ ''Physical Graffiti'' (1975) ηταν το πιο επτυχημενο εμπορικα της καριερας τους και περιελαμβανε το ινδιανικης τεχνοτροπιας ''Kashmir'' μια απο τις πρωτες με εθνικ ταυτοτητα αποκλισεις στο ροκ του κυριου ρευματος. Ο τραυματισμος του Plant σε τροχαιο καθυστερησε την κυκλοφορια του ''Presence'' (1976) το οποιο επεστρεψε αισθητικα στο χαρντ ροκ του πρωτου δισκου τους. Οι Zeppelin κυκλοφορησαν μονο ενα ακομη στουντιο αλμπουμ το ''In Through The Out Door'' (1979). Κατα τη διαρκεια των ηχογραφησεων ο Plant αποσυρθηκε λογω του θανατου του γιου του.

Το 1980 ακολουθησε μια ευρωπαικη περιοδεια και λιγο αργοτερα ο Bohman βρεθηκε νεκρος απο δηλητηριαση που οφειλοταν σε αλκοολ. Τα υπολοιπα μελη αποφασισαν να διαλυσουν το γρουπ (4 Δεκεμβριου 1980) και η τελευταια κυκλοφορια ηταν το ''Coda'' (1982) μια συλλογη υλικου απο ολα τα σταδια της καριερας τους το οποιο δεν ειχε κυκλοφορισει πριν. O Jones εγκατελειψε τις ζωντανες εμφανισεις και επικεντρωσε το ενδιαφερον του σε παραγωγες και ενορχηστρωσεις με πιο επιτυχημενη προσπαθεια το ''Automatic For The People'' των R.E.M. Οι Plant και Page ακολουθησαν πολυκυμαντες σολο καριερες για να συνεργαστουν ξανα στα τελη της δεκαετιας του 90 με ανθαρρυντικα αποτελεσματα οπως το ''Walking Into Clarksdale'' (Mercury 1998).

Απο τις πολλες συλλογες με υλικο αρχειου οι Led Zeppeiln που κυκλοφορισαν απο τα μεσα της δεκαετιας του 90 και επειτα ξεχωριζει το διπλο CD ''BBC Sessions'' (1997) καθως και οι ανθολογιες ''Early Days : The best of vol.1'' (1999) και ''Latter Days: The Best of vol.2 (2000)

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ/CD

1969 Led Zeppelin -Atlantic
1969 Led Zeppelin II - Atlantic
1970 Led Zeppeiln III - Atlantic
1971 Led Zeppelin IV- Atlantic
1973 Houses of the holy - Atlantic
1975 Physical Graffiti - Swan Song
1976 The Song Remains The Same (live) - Swan Song
1976 Presence - Swan song
1979 In trough the out door - Swat Song

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ/DVD

2000 The song remains the same - Warner
2003 DVD - Warner
 
OP
OP
iceman21

iceman21

Σεβαστός
Εγγρ.
4 Μαρ 2008
Μηνύματα
1.150
Like
7.468
Πόντοι
1.056
#3 Deep Purple

Η μεγάλη και συναρπαστική ιστορία των Deep Purple ξεκινά το καλοκαίρι του 1968. Ο John Curtis, πρώην μέλος των “Searchers”, συνάντησε τον Jon Lord, ο οποίος τότε έπαιζε πλήκτρα για το συγκρότημα “The flowerpot men”, και του πρότεινε να δημιουργήσουν ένα νέο συγκρότημα, καθώς είχε βρει έναν ατζέντη πρόθυμο να επενδύσει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Στο σχήμα προστέθηκε και ο μπασίστας Nick Simper, ο οποίος ήταν γνωστός του Lord, και είχε εργαστεί σε διάφορα μουσικά συγκροτήματα. Τόσο ο Curtis όσο και ο Simper γνώριζαν τον κιθαρίστα Ritchie Blackmore, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος για την ταχύτητα στο παίξιμο και το στυλ του. Εκείνη την εποχή ο Blackmore βρισκόταν στη Γερμανία και περίμενε τη στιγμή που η σκληρή μουσική που έπαιζε θα ερχόταν στη μόδα. Η συνάντησή του με τους Lord, Simper συνέπεσε με την αποχώρηση του Curtis από το σχήμα. Οι υπόλοιποι έβαλαν αγγελία για τη θέση του τρογουδιστή, για την οποία τελικά επελέγη ο Rod Evans, ο οποίος έως τότε ήταν στο συγκρότημα Μ.Ι.5. Από το ίδιο συγκρότημα αποκτήθηκε και ο drummer Ian Paice, ο οποίος αντικατέστησε τον Bobby Woodman που είχε ως τότε τη θέση αυτή. Το πρώτο σχήμα στην ιστορία των Deep Purple είχε έτσι ολοκληρωθεί.


Ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος, που έφερε τον τίτλο “Shades of deep purple”, ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες ημέρες κι ενώ ακόμα τα μέλη του γκρουπ δε γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Έτσι, βασίστηκαν κυρίως στις ατομικές μουσικές τους ικανότητες. Η συνταγή αυτή απέδωσε σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο “Mandrake root”, τραγούδι που περιείχε μία εμπνευσμένη μελωδία, την οποία ο Blackmore έφερε μαζί του από τη Γερμανία, και στο “Hush”, το οποίο ήταν μία διασκευή ενός παλαιότερου τραγουδιού του Joe South και αποτέλεσε την πρώτη - αναπάντεχη - μεγάλη εμπορική επιτυχία του συγκροτήματος, φτάνοντας στο νούμερο 4 στις Η.Π.Α. Αυτή η απρόσμενη επιτυχία έδωσε στο συγκρότημα την ώθηση που χρειαζόταν για να συνεχίσει, παρά την πλήρη αδιαφορία με την οποία ως τότε αντιμετωπίζονταν στην πατρίδα τους, τη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι, ηχογράφησαν κι ένα δεύτερο δίσκο, το “The book of Taliesyn”, και ακολούθησε μία τρίμηνη περιοδεία στις Η.Π.Α. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να πλησιάσουν την εμπορική επιτυχία του “Hush”, κι έτσι αποφάσισαν στο τρίτο τους κατά σειρά άλμπουμ, το έτος 1969, να αλλάξουν μουσικό ύφος, μεταβαίνοντας σε σαφώς σκληρότερη μουσική από αυτή που έπαιζαν μέχρι τότε. Ο δίσκος ονομάστηκε “Deep Purple”, και δε γνώρισε κι αυτός ιδιαίτερη επιτυχία.

Για χάρη της σκληρής ροκ μουσικής την οποία επιδίωκαν να ακολουθήσουν, οι Deep Purple θυσίασαν τον Rod Evans για να πάρουν έναν τραγουδιστή πιο κατάλληλο για το νέο τους στυλ. Τον βρήκαν στο πρόσωπο του Ian Gillan, ο οποίος μέχρι τότε τραγουδούσε στους “Episode six”. Μαζί με τον Gillan ήρθε από το ίδιο συγκρότημα και ο μπασίστας με έφεση στη στιχουργική Roger Glover, ο οποίος αντικατέστησε τον Simper. Αυτό το νέο σχήμα του συγκροτήματος έμελλε να αποτελέσει την κλασσική σύνθεση των Deep Purple και να γράψει ιστορία στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Το ανανεωμένο συγκρότημα άρχισε να γράφει και να κάνει συνεχείς πρόβες. Στα τέλη του 1969 παρουσίασε την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, η οποία προήλθε από τη ζωντανή ηχογράφηση του “Concerto for group and orchestra” που συνέθεσε ο Jon Lord και εκτελέστηκε συνοδεία της φιλαρμονικής ορχήστρας του Λονδίνου. Ο δίσκος αυτός δεν ήταν ενδεικτικός του τι έμελλε να ακολουθήσει. Αυτό έγινε φανερό τον Ιούνιο του 1970 με το δίσκο “Deep Purple in rock”, ο οποίος θεωρείται μέχρι σήμερα - 35 χρόνια μετά - ένα από τα κλασσικά αριστουργήματα της σκληρής ροκ μουσικής. Με εκπληκτικά κομμάτια, όπως το “Child in time” και το “Bloodsucker”, ο δίσκος έφτασε γρήγορα στις κορυφαίες θέσεις των charts. Παράλληλα, κυκλοφόρησε και το single “Black night”, το οποίο γνώρισε ανάλογη εμπορική επιτυχία.

Ακολούθησαν εκτενείς περιοδείες του συγκροτήματος, στις οποίες όλα τα μέλη του έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους, και το Σεπτέμβρη του 1971 κυκλοφόρησε το νέο άλμπουμ των Deep Purple με τίτλο “Fireball”. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε υπό την έντονη πίεση χρόνου, καθώς οι προηγηθείσες επιτυχίες του συγκροτήματος είχε ανεβάσει κατακόρυφα τη ζήτηση για ζωντανές εμφανίσεις. Ωστόσο, και αυτός ο δίσκος ήταν εξαιρετικός και με ανάλογη εμπορική επιτυχία, περιλαμβάνοντας εξαιρετικά κομμάτια, όπως το ομότιτλο “Fireball” και το “Strange kind of woman”, το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και ως single. Ύστερα από αυτή την αφόρητη πίεση χρόνου, οι Deep Purple αποφάσισαν να αφιερώσουν ένα μήνα αποκλειστικά για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ. Για το σκοπό αυτό νοίκιασαν μία αίθουσα στο Montreaux της Ελβετίας. Ωστόσο, μία μέρα πριν αρχίσουν ξέσπασε πυρκαγιά στην αίθουσα, ενόσω έδινε μία παράσταση ο Frank Zappa με το συγκρότημά του, και το κτίριο κατέρρευσε. Ήταν ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, καθώς η καταστροφή αυτή καθυστέρησε το πρόγραμμα των Deep Purple, αποτέλεσε όμως και την έμπνευση για τη δημιουργία του τραγουδιού “Smoke on the water”, το οποίο τους έβαλε με ανεξίτηλα γράμματα στη μουσική ιστορία. Το τραγούδι αυτό απλά αφηγείται τι συνέβη υπό την απίστευτη μελωδία του Blackmore, αποτελεί όμως το γνωστότερο έργο τους όλων των εποχών.

Ο δίσκος, ο οποίος ηχογραφήθηκε τελικά σε ένα παρακείμενο ξενοδοχείο, έφερε τον τίτλο “Machine head” και ήταν επίσης πολύ επιτυχημένος. Εκτός του “Smoke on the water”, περιελάμβανε και άλλα πολύ σημαντικά κομμάτια, με κυριότερο το “Highway star”. Ακολούθησε μία εντυπωσιακή περιοδεία του συγκροτήματος στην Ιαπωνία, από την οποία προήλθε και ο πρώτος live δίσκος τους, με τίτλο “Made in Japan”. Κι ενώ οι Deep Purple βρίσκονταν στο απόγειό τους, και τίποτα δε φαινόταν ότι θα μπορούσε να πάει στραβά, είχε ήδη αρχίσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας το γνωστό πρόβλημα που ταλανίζει σχεδόν όλα τα επιτυχημένα μουσικά συγκροτήματα: οι προσωπικές διαφωνίες μεταξύ των μελών του. Οι διαφορές αυτές, ιδίως μεταξύ των Blackmore και Gillan, είχαν φτάσει σε επίπεδα κρίσης όταν οι Deep Purple ηχογραφούσαν τον επόμενο δίσκο τους, με τίτλο “Who do we think we are” το έτος 1973. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Gillan πήγε μόνος του στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά, αφού πρώτα οι υπόλοιποι είχαν ηχογραφήσει τη μουσική. Παρ’ όλα αυτά, το τελικό αποτέλεσμα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τα προηγούμενα άλμπουμ, με τραγούδια όπως τα “Smooth dancer” και “Woman from Tokyo” να ξεχωρίζουν. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου ήρθε η παραίτηση του Ian Gillan, ακολουθούμενη από την αποχώρηση και του Roger Glover. Ήταν αναμφίβολα το τέλος της πλέον ένδοξης εποχής των Deep Purple.

Τη θέση του Glover κατέλαβε ο Glenn Hughes, πρώην μπασίστας του συγκροτήματος “Trapeze”, ενώ τη θέση του τραγουδιστή πήρε τελικά ένας εντελώς άγνωστος μέχρι τότε νέος άγγλος, ονόματι David Coverdale, ο οποίος δεν είχε ξαναηχογραφήσει δίσκο στη ζωή του. Έτσι, ξαφνικά από πωλητής ρούχων ο Coverdale βρέθηκε να ηγείται των Deep Purple στην παγκόσμια περιοδεία τους το 1973. Παρά το μεγάλο ρίσκο, η επιλογή αυτή αποδείχθηκε τελικά επιτυχημένη. Οι αλλαγές προσωπικού σήμαναν και αλλαγές στο μουσικό στυλ του συγκροτήματος, με πολλά στοιχεία blues να προστίθενται στο μέχρι τότε αμιγές σκληρό ροκ που έπαιζαν. Αυτό έγινε εμφανές στο νέο δίσκο με τίτλο “Burn”, που κυκλοφόρησε το 1974. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ένα ακόμα live άλμπουμ με τίτλο “Live in London”, καθώς και ένας δεύτερος δίσκος ηχογραφημένος σε στούντιο, που έφερε το όνομα “Stormbringer”. Οι δίσκοι και η παγκόσμια περιοδεία ήταν αρκετά επιτυχημένοι, κι ενώ φαινόταν ότι οι Deep Purple είχαν ξεπεράσει πλήρως την αποχώρηση των πρώην μελών τους, νέες έριδες είχαν αρχίσει να υποσκάπτουν την αρμονία του συγκροτήματος. Συγκεκριμένα, ο Blackmore είχε αρχίσει να νιώθει παραγκωνισμένος, καθώς για πρώτη φορά κάποιες δικές του ιδέες είχαν απορριφθεί κατά την ηχογράφηση του “Stormbringer”. Επίσης, δεν ήταν ευχαριστημένος με τη νέα μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος. Έτσι, στα μέσα του 1975, ο Blackmore είχε ήδη ηχογραφήσει ένα solo άλμπουμ, μαζί με το συγκρότημα Elf, και ανακοίνωνε την αποχώρησή του από τους Deep Purple και το σχηματισμό των Rainbow.

Μετά την αποχώρηση του Blackmore, οι Lord και Paice σχεδίαζαν να διαλύσουν το συγκρότημα, κάτι που δεν εύρισκε σύμφωνους τους Coverdale και Hughes. Τελικά αποφάσισαν να συνεχίσουν, με τη θέση του κιθαρίστα να πηγαίνει σε ένα νεαρό αμερικάνο, τον Tommy Bolin. Το νέο σχήμα ξεκίνησε καλά, με το άλμπουμ “Come taste the band” του 1976, το οποίο έχει πολλές φορές υποτιμηθεί, είναι ωστόσο γεμάτο ενέργεια και ενθουσιασμό. Τα πράγματα όμως άρχισαν να πηγαίνουν στραβά από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι ο Bolin ήταν χρήστης ηρωίνης. Ακολούθησαν ορισμένες καταστροφικές συναυλίες του συγκροτήματος, οι οποίες οδήγησαν τελικά στη διάλυσή του την άνοιξη του 1976. Στη συνέχεια, ο Coverdale ίδρυσε τους Whitesnake, οι Lord και Paice σχημάτισαν ένα συγκρότημα με τον Tony Ashton, ενώ ο Bolin πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης λίγους μήνες αργότερα. Έτσι, οι Deep Purple έπαψαν να υφίστανται για ένα διάστημα σχεδόν μιας δεκαετίας.

Η ανασύσταση του συγκροτήματος με την κλασσική μορφή του (Lord, Paice, Blackmore, Gillan, Glover) έλαβε χώρα το 1984. Οι Deep Purple δεν κατάφεραν να ξαναφτάσουν στα μεγαλειώδη επίπεδα δημιουργίας της περασμένης περιόδου, κυκλοφόρησαν ωστόσο αρκετούς δίσκους από τότε, και παρέμεναν περιζήτητοι για ζωντανές εμφανίσεις. Ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του ’84 και έφερε τον τίτλο “Perfect strangers”. Το ομότιτλο τραγούδι, καθώς και το “Knocking at your back door” κυκλοφόρησαν σε single το επόμενο έτος. Ο δίσκος γνώρισε αξιόλογη εμπορική επιτυχία. Στα μέσα του ’85 κυκλοφόρησε μία διπλή ανθολογία των Deep Purple. Ο επόμενος δίσκος, με τίτλο “The house of the blue light” δημιουργήθηκε στις αρχές του 1987, και μπήκε στο βρετανικό top 10. Ακολούθησαν εκτεταμένες περιοδείες του συγκροτήματος, και το 1988 κυκλοφόρησε από τις ζωντανές ηχογραφήσεις αυτών το live άλμπουμ “Nobody’s perfect”. Οι περιοδείες συνεχίστηκαν και στη συνέχεια, ωστόσο οι έριδες που είχαν γίνει κάτι σα δεύτερη φύση του συγκροτήματος δεν άργησαν να επανεμφανιστούν. Έτσι, τον Ιούλιο του 1989, ο Gillan αποχώρησε για δεύτερη φορά, επικαλούμενος «μουσικές» διαφορές με το συγκρότημα.

Αντικαταστάτης του Gillan στα φωνητικά θα ήταν ο πρώην συνεργάτης του Blackmore στους Rainbow, ο Joe Lynn Turner. Με αυτή τη σύνθεση, που αποτελούσε την πέμπτη διαφορετική στην ιστορία των Deep Purple, ηχογραφήθηκε ο δίσκος “Slaves & masters”, ο οποίος κυκλοφόρησε στα τέλη του 1990. Ακολούθησε μία μεγάλη παγκόσμια περιοδεία, η οποία εκτός των Η.Π.Α. και πολλών ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ των οποίων ήταν και η χώρα μας, περιελάμβανε και ασυνήθιστα μέρη, όπως τα νησιά του Ειρηνικού. Η συνεργασία του Turner με τους Deep Purple δε διήρκεσε πολύ, καθώς το 1992 επανήλθε ο Ian Gillan στο συγκρότημα, μετά από απαίτηση της δισκογραφικής εταιρείας τους, αντικαθιστώντας τον. Για μία ακόμα φορά με το κλασσικό σχήμα τους, οι Deep Purple ηχογράφησαν το δίσκο “The battle rages on”. Εν συνεχεία αναχώρησαν για μία ευρωπαϊκή περιοδεία, στη μέση της οποίας ο Blackmore ανακοίνωσε ότι ήταν δυσαρεστημένος με την απόδοση του Gillan, και αποχώρησε - οριστικά πλέον - από το συγκρότημα. Τη θέση του κιθαρίστα ανέλαβε μέχρι την ολοκλήρωση των συναυλιών ο Joe Satriani.

Το ταξίδι στο χρόνο των Deep Purple συνεχίζεται το 1995, με τον Steve Morse στη θέση του κιθαρίστα και τα λοιπά τέσσερα μέλη αναλλοίωτα (Lord, Paice, Gillan, Glover). Μέχρι το 2002, με τη σύνθεση αυτή κυκλοφόρησαν δύο ιδιαίτερα αξιόλογους δίσκους, τους “Purpendicular” το 1996 και “Abandon” το 1998, ενώ έκαναν και πολλές περιοδείες. Επίσης, κυκλοφόρησαν πολλοί δίσκοι με διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις. Οι προσωπικές έριδες ανήκαν πλέον στο παρελθόν, και ήταν εμφανές ότι τα μέλη του συγκροτήματος περνούσαν καλά φτιάχνοντας μουσική και δεν το έκαναν αμιγώς επαγγελματικά όπως συνέβαινε λίγο πολύ τα προηγούμενα 10 χρόνια. Το 2002 αποτέλεσε χρονιά – ορόσημο για τους Deep Purple, καθώς ένα από τα ιδρυτικά τους μέλη, ο Jon Lord, ανακοίνωσε την απόφασή του να αποσυρθεί, 35 χρόνια μετά τη δημιουργία του συγκροτήματος. Παρ’ όλα αυτά, οι υπόλοιποι συνέχισαν, και με τον Don Airey στα πλήκτρα κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο, με τίτλο “Bananas” τον Αύγουστο του 2003, ο οποίος διατηρεί αναλλοίωτη τη μαγεία των Deep Purple, παρά το πέρασμα των χρόνων. Εν τω μεταξύ, οι περιοδείες συνεχίζονται, ενώ πρόσφατα πραγματοποιήθηκε και η πρώτη περιοδεία του συγκροτήματος στην Κίνα. Να δούμε τι μας επιφυλάσσουν ακόμα οι προπάτορες του σκληρού ροκ...
 

mounitsa

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
21 Οκτ 2006
Μηνύματα
20.880
Like
13
Πόντοι
366
τελειο θρεντ!!!! περιμενω να διαβασω κι αλλα :) :)
 

alohaaaaaa

Μέλος
Εγγρ.
8 Αυγ 2008
Μηνύματα
1.250
Κριτικές
7
Like
9
Πόντοι
16
MAKΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Από τα 12 του χρόνια άρχισε να συμμετέχει σαν μουσικός στην αρχή παίζοντας κιθάρα και αργότερα κλαρίνο σε κέντρα και παραδοσιακά πανηγύρια. Όσο περνάει ο καιρός συμμετέχει επίσημα σαν κλαρινίστας σε ορχήστρες που παίζουν δημοτικά τραγούδια ενώ παράλληλα τραγουδάει εντυπωσιάζοντας το κοινό του. Το ρεπερτόριό του στα δημοτικά είναι ατελείωτο. Κάποια στιγμή τον ανακαλύπτει ο αείμνηστος Βασίλης Σαλέας, που μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική. Ενθουσιάζεται από την φωνή του ως τραγουδιστή. Έτσι αρχίζει να δουλεύει με τον Βασίλη Σαλέα και απ’ αυτόν διδάσκεται τα μεγάλα μυστικά του τραγουδιού, που σημαδεύουν την μετέπειτα πορεία του. Ο Βασίλης Σαλέας όμως πεθαίνει και δεν προλαβαίνει να κάνει δίσκο με τα τραγούδια που ήδη έχει ετοιμάσει για τον Μάκη. Περνάνε τα χρόνια και έρχεται η στιγμή να κάνει ο Χριστοδουλόπουλος τον πρώτο του δίσκο. Κοντά του αυτή τη φορά, βρίσκεται ο μεγάλος βιολιστής Γιώργος Κόρος. Ο Μάκης γράφει επίσημα το πρώτο του τραγούδι, (στίχους και μουσική)και μπαίνει στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Είναι το «Παντρεμένοι κι οι δυο» 1977. Η επιτυχία είναι μεγάλη. Ο Μάκης μπαίνει στα πρώτα ονόματα της νύχτας. Ακολουθούν οι επιτυχίες : «Μελαχροινάκι», «Μια τσιγγάνα μου το είπε», «Αδειανό το προσκεφάλι» κ.α.

Το 1984 συνεργάζεται με τον στιχουργό Αντρέα Σπυρόπουλο και με παραγωγό τον Διονύση Σαββόπουλο κυκλοφορεί στη ΛΥΡΑ το «Όλα αρχίζουν τώρα». «Τα στέφανα», το «Πληγωμένο χελιδόνι» τραγουδιούνται παντού και το 1987 κυκλοφορούν δύο ακόμα δίσκοι το «Καίγονται ο μαχαλάς» και το «Ραγισμένα μάτια» από τον οποίο ξεχωρίζουν οι «Αμπάρες» και γίνονται το σουξέ της χρονιάς.

Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος παίρνει χρυσό δίσκο. Όλη η Ελλάδα τραγουδάει τα τραγούδια του. Η μεγάλη του επιτυχία συνεχίζεται και το 1988 και το 1989 με τον δίσκο «Μαραμένη μου γαρδένια» και τη ζωντανή ηχογράφηση από το κέντρο που εμφανιζόταν, με τίτλο «Μια νύχτα στις αμπάρες».

Ακολουθούν τα άλμπουμ:

1989 – Επιτυχίες
1990 – Φτάνει να γυρίσεις
1991 – Το προσκλητήριο
1991 – Στη φαντασία – live
1992 – Πήγαινέ με πάλι πίσω ταξιτζή
1993 – Μόνος μου
1994 – Αν με χρειαστείς
1996 – Βάλτε φωτιά στο χωρισμό
1996 – 20 χρόνια Μάκης Χριστοδουλόπουλος – Ζωντανή ηχογράφηση
1997 – Αίσθημά μου δυνατό

Το καλοκαίρι του 2000 κυκλοφορεί το νέο CD single του Μάκη Χριστοδουλόπουλου με τίτλο «Παραλίγο να πάρω τους δρόμους» και τέσσερα καινούρια λαϊκά τραγούδια που προαναγγέλουν τον διπλό δίσκο που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τίτλο «Όλα για σένα».


 

Συνημμένα

  • cd_xristodoulopoulos_02.jpg
    cd_xristodoulopoulos_02.jpg
    11,7 KB · Εμφανίσεις: 49

guzelll

Μέλος
Εγγρ.
11 Αυγ 2008
Μηνύματα
148
Like
0
Πόντοι
1
MAKΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Από τα 12 του χρόνια άρχισε να συμμετέχει σαν μουσικός στην αρχή παίζοντας κιθάρα και αργότερα κλαρίνο σε κέντρα και παραδοσιακά πανηγύρια. Όσο περνάει ο καιρός συμμετέχει επίσημα σαν κλαρινίστας σε ορχήστρες που παίζουν δημοτικά τραγούδια ενώ παράλληλα τραγουδάει εντυπωσιάζοντας το κοινό του. Το ρεπερτόριό του στα δημοτικά είναι ατελείωτο. Κάποια στιγμή τον ανακαλύπτει ο αείμνηστος Βασίλης Σαλέας, που μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική. Ενθουσιάζεται από την φωνή του ως τραγουδιστή. Έτσι αρχίζει να δουλεύει με τον Βασίλη Σαλέα και απ’ αυτόν διδάσκεται τα μεγάλα μυστικά του τραγουδιού, που σημαδεύουν την μετέπειτα πορεία του. Ο Βασίλης Σαλέας όμως πεθαίνει και δεν προλαβαίνει να κάνει δίσκο με τα τραγούδια που ήδη έχει ετοιμάσει για τον Μάκη. Περνάνε τα χρόνια και έρχεται η στιγμή να κάνει ο Χριστοδουλόπουλος τον πρώτο του δίσκο. Κοντά του αυτή τη φορά, βρίσκεται ο μεγάλος βιολιστής Γιώργος Κόρος. Ο Μάκης γράφει επίσημα το πρώτο του τραγούδι, (στίχους και μουσική)και μπαίνει στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Είναι το «Παντρεμένοι κι οι δυο» 1977. Η επιτυχία είναι μεγάλη. Ο Μάκης μπαίνει στα πρώτα ονόματα της νύχτας. Ακολουθούν οι επιτυχίες : «Μελαχροινάκι», «Μια τσιγγάνα μου το είπε», «Αδειανό το προσκεφάλι» κ.α.

Το 1984 συνεργάζεται με τον στιχουργό Αντρέα Σπυρόπουλο και με παραγωγό τον Διονύση Σαββόπουλο κυκλοφορεί στη ΛΥΡΑ το «Όλα αρχίζουν τώρα». «Τα στέφανα», το «Πληγωμένο χελιδόνι» τραγουδιούνται παντού και το 1987 κυκλοφορούν δύο ακόμα δίσκοι το «Καίγονται ο μαχαλάς» και το «Ραγισμένα μάτια» από τον οποίο ξεχωρίζουν οι «Αμπάρες» και γίνονται το σουξέ της χρονιάς.

Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος παίρνει χρυσό δίσκο. Όλη η Ελλάδα τραγουδάει τα τραγούδια του. Η μεγάλη του επιτυχία συνεχίζεται και το 1988 και το 1989 με τον δίσκο «Μαραμένη μου γαρδένια» και τη ζωντανή ηχογράφηση από το κέντρο που εμφανιζόταν, με τίτλο «Μια νύχτα στις αμπάρες».

Ακολουθούν τα άλμπουμ:

1989 – Επιτυχίες
1990 – Φτάνει να γυρίσεις
1991 – Το προσκλητήριο
1991 – Στη φαντασία – live
1992 – Πήγαινέ με πάλι πίσω ταξιτζή
1993 – Μόνος μου
1994 – Αν με χρειαστείς
1996 – Βάλτε φωτιά στο χωρισμό
1996 – 20 χρόνια Μάκης Χριστοδουλόπουλος – Ζωντανή ηχογράφηση
1997 – Αίσθημά μου δυνατό

Το καλοκαίρι του 2000 κυκλοφορεί το νέο CD single του Μάκη Χριστοδουλόπουλου με τίτλο «Παραλίγο να πάρω τους δρόμους» και τέσσερα καινούρια λαϊκά τραγούδια που προαναγγέλουν τον διπλό δίσκο που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τίτλο «Όλα για σένα».

μαζεψε τον καλεεεεεεεεεεεεεεεε! ξεφυγες λεμεεεεεε.αντε και την επομενη φορα γραψε και για τον τερλεγκα  :2funny:
 

alohaaaaaa

Μέλος
Εγγρ.
8 Αυγ 2008
Μηνύματα
1.250
Κριτικές
7
Like
9
Πόντοι
16
Θα εγραφα αλλα δεν υπαρχει διαθεσιμη  :2funny: :2funny:
 

solitonios

Τιμημένος
Εγγρ.
4 Οκτ 2005
Μηνύματα
2.011
Κριτικές
1
Like
4
Πόντοι
16
μαζεψε τον καλεεεεεεεεεεεεεεεε! ξεφυγες λεμεεεεεε.αντε και την επομενη φορα γραψε και για τον τερλεγκα  :2funny:

Έχεις συνηθίσει να τον βλέπεις να γράφει για uplifting/psychedelic trance ;)
 
OP
OP
iceman21

iceman21

Σεβαστός
Εγγρ.
4 Μαρ 2008
Μηνύματα
1.150
Like
7.468
Πόντοι
1.056
Ευχαριστώ παίδες.Δίνω συνέχεια με την αδυναμία μου...

#4 Rory Gallagher

Rory... Ο άνθρωπος που χωρίς αμφιβολία, ηγήθηκε και επηρέασε ολόκληρο το ιρλανδικό ροκ κίνημα!

Ο Rory Gallagher είναι ο άνθρωπος που χωρίς αμφιβολία, ηγήθηκε και επηρέασε ολόκληρο το ιρλανδικό ροκ κίνημα. Σχεδόν 13 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του τον Ιούνιο του 1995, η μουσική του Rory είναι όσο δημοφιλής όσο ποτέ με τους τόσους πολλούς πιστούς οπαδούς του. Αν και εκ των πρωτοπόρων της heavy-rock βιομηχανίας, παρέμεινε, όπως και ο ίδιος συνέχιζε να επαναλαμβάνει, «ένας folk καλλιτέχνης σε έναν rock κόσμο». Κατάφερε έτσι να διατηρήσει την δημοτικότητα και την ακεραιότητά του ως το τέλος της καριέρας του.

Δεν καταλάβαινε τον θόρυβο που γινόταν γύρω από το όνομά του –και σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσε τον εαυτό του ως κάτι το άφταστο, το εξωτικό, το υπερβολικό. Το ταλέντο του ξεχείλιζε. Η μουσική του έβγαινε από την ψυχή, κάτι που πάντα μας συνάρπαζε και θα μας συναρπάζει σαν ακροατές του. Συνεσταλμένος και ταπεινός, δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά. Αντί για κάτι τέτοιο, φαίνεται πως αφιέρωσε τη ζωή του στη μουσική.

Η μουσική του Rory ήταν η δική του πίστη, η δική του θρησκεία. Η αμεσότητα και ειλικρίνεια με την οποία την προέβαλλε, του εξασφάλισαν μια θέση στην ιστορία της ροκ και τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους μεγαλύτερους οδηγούς πρωτοπόρους των rock και blues.

Γεννημένος στις 2 Μαρτίου 1948 στο Ballyshannon της Ιρλανδίας και μεγαλωμένος στο Cork, ξεκίνησε την οδύσσειά του στο rock’n’roll σε μικρή ηλικία, όταν είδε τον Elvis Presley στην τηλεόραση και εμπνεύστηκε έτσι την αγορά της πρώτης του κιθάρας! Ο Rory θα άκουγε και θα μάθαινε από τα ακούσματα των Lonnie Donegan, Woody Guthrie, Leadbelly, Chuck Berry, Muddy Waters και Jerry Lee Lewis, με πολλούς από τους οποίους θα είχε αργότερα και κοινή ηχογράφηση.

Όντας ακόμα στο σχολείο, ο Rory ξεκίνησε να παίζει με επαγγελματικά μουσικά συγκροτήματα σε όλη την Ιρλανδία, τα ρεπερτόρια των οποίων περιείχαν όλα τα δημοφιλή άσματα της εποχής. Όχι μουσικά ικανοποιημένος από κάτι τέτοιο, ο Rory μετασχημάτισε το τελικό του συγκρότημα “The Impact” σε μια εξαμελή R’n’B ομάδα και ξεκίνησε για το Αμβούργο στα μέσα των ‘1960s. Στην άφιξή της, η ομάδα σύντομα μειώθηκε στο πρώτο τρίο. Ο Rory συνέχισε με τη δημιουργία των “Taste” το 1967, ένα συγκρότημα που σύντομα είχε αποδοχή, και διαδοχικά ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου είχε άμεση επιτυχία στο London Marquee Club –ανάμεσα στους πολλούς fans και ο John Lennon.

Ο Gallagher άφηνε συχνά κατάπληκτο το κοινό αλλάζοντας ταχύτατα από κιθάρα σε σαξόφωνο, όπως αργότερα θα δείξει την ίδια επιδεξιότητα με το μαντολίνο και τη φυσαρμόνικα. Υπογράφοντας στην Polydor, οι Taste, αποτελούμενοι από τους Gallagher, μαζί με τον Richard McCracken με το περίπλοκο παίξιμο του μπάσου του και τον John Wilson me τα jazz απόχρωσης ντραμς του, ηχογράφησαν το επώνυμο ντεμπούτο τους το 1969 το οποίο περιλάμβανε αγαπημένα και ζωντανά ηχογραφημένα κομμάτια (όπως το “Same old Story”). Όπως το άλμπουμ “Taste” όπως και το ακόλουθο “On the boards” (1970), έγιναν δεκτά με ικανοποίηση από το κοινό. Όμως, παρά την αμερικανική περιοδεία τους μαζί με τους Blind Faith και τους Delaney and Bonnie, όσο και την εμφάνιση σαν support group των Cream στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους στο Royal Albert Hall, οι Taste αντιμετώπιζαν τόσο οικονομικά όσο και διαχειριστικά προβλήματα, με αποτέλεσμα τη διάλυσή τους στις αρχές του 1971. Άφησαν πίσω τους το άλμπουμ “Live Taste”, το οποίο περιλάμβανε την εμφάνισή τους στο Φεστιβάλ του Isle of Wight, στο οποίο εντυπωσίασαν μένοντας ανεπηρέαστοι από το γεγονός ότι ο εξοπλισμός τους είχε μόλις κλαπεί.

Ο McCracken και ο Wilson αποχώρησαν για να δημιουργήσουν τους Stud. Αποτελώντας την κύρια ατραξιόν των Taste, ο Gallagher δεν θα αντιμετώπιζε ιδιαίτερες δυσκολίες στο να ξεκινήσει μια σόλο καριέρα. Από το πρώτο του άλμπουμ το 1971 μέχρι το πετυχημένο “Fresh Evidence” των 1990’s και παραπέρα, πούλησε πολλά εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο και έκανε περιοδείες ανά τον πλανήτη αρκετές φορές, πραγματοποιώντας περισσότερες από 25 περιοδείες στην Αγγλία μόνος. Λατρεύτηκε περισσότερο για τις ζωντανές εμφανίσεις του με τον μπασίστα Gerry McAvoy, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.

Συνήθιζε να ενθουσιάζει το κοινό με 150λεπτες εμφανίσεις, παρουσιάζοντας συγκινητικά αποσπάσματα από παλιά blues κομμάτια μα και από δικές του δημιουργίες, όπως τα “A Million Miles Away” και “Walk on Hot Coals”. Αποφεύγοντας τις πυροτεχνικές υπερβολές με την κιθάρα, η προσέγγιση του Rory ήταν μια ανάσα φρέσκου αέρα συνδυασμένη με μια μακρά απόλαυση ενεργειών, όπως έκαναν οι Led Zeppelin.

Πρωταγωνίστρια σε όλες τις εμφανίσεις του, η τόσο ταλαιπωρημένη κιθάρα του, η μοναδική Fender Stratocaster.. Όλοι μιλούσαν για τις γυμναστικές επιδείξεις των δακτύλων του στα τάστα της, σε κάθε συναυλία!

Ακολουθώντας εκτεταμένες περιοδείες στην Ευρώπη σε όλη τη διάρκεια του 1972, ο Rory συνέχισε με το άλμπουμ “Live in Europe”, ένα θρίαμβο στο βρετανικό Top 10 και παγκοσμίως. Ενώ περιόδευε στην Αγγλία για πρώτη φορά ψηφίστηκε σαν ο μεγαλύτερος μουσικός της χρονιάς και στο 1972 το ίδιο άλμπουμ έγινε η πρώτη του χρυσή συλλογή, δεύτερη σε σειρά επιτυχίας στην Αμερική.

Το 1973 ο Rory παρουσίασε δυο ακόμη επιτυχημένες συλλογές, το “Bluepoint” και “Tatoo”. Αργότερα τον ίδιο χρόνο σημείωσε άλλη μια προσωπική επιτυχία σαν φιλοξενούμενος του δίσκου του Muddy Waters “London Sessions” στο Chess. Στα τέλη του ’73, ο Rory περιόδευσε στον δικό του τόπο, την Ιρλανδία -μια σχεδόν θρυλική περιοδεία που ευτυχώς έγινε ταινία μέσω αρχείων-ντοκουμέντων του Tony Palmer.

Το 1974 oi Rolling Stones κάλεσαν τον Rory στην Ολλανδία για μια κοινή ηχογράφηση, μετά την αποχώρηση του Mick Taylor. Τα αρχεία της ταινίας “Irish Tour 1974” παρουσιάστηκαν παράλληλα με ένα διπλό live set με τον ίδιο τίτλο -σύντομα έγινε το πιο επιτυχημένο προσωπικό του άλμπουμ στην Αγγλία, καρδίζοντας παγκόσμιο έπαινο και προτρέποντας για μια περιοδεία στην Ανατολή, αργότερα, τον ίδιο χρόνο.

Επιστρέφοντας, ο Rory καλέστηκε να παίξει σε ένα άλμπουμ ενός ακόμη παιδικού του ήρωα, του Jerry Lee Lewis (ένα διπλό άλμπουμ ηχογραφημένο στο Λονδίνο), έπειτα στο φεστιβάλ Montreux Jazz ηχογραφώντας με τον Albert King (“Live in Montreux”) καθώς και σε ηχογράφηση μαζί με τον γίγαντα των jazz/blues Chris Barber.

Έχοντας συμπληρώσει το συμβόλαιό του με την Polydor, ο Rory υπέγραψε με την Chrysalis το 1975 και παρουσίασε το “Against the grain”. Μετά από μια εκτεταμένη παγκόσμια περιοδεία, επέστρεψε για να ξεκινήσει επίσημα, το καθιερωμένο τότε στην Αγγλία, Reading Festival.

Ηχογραφήθηκε το “Calling Card”, με τη βοήθεια του Roger Glover των Deep Purple σε στούντιο του Μονάχου και οδηγήθηκε κατευθείαν στην κορυφή των charts παγκοσμίως. Έπειτα ο Rory επέστρεψε στην Αμερική για άλλη μια περιοδεία.

Ο Rory έγραψε ιστορία στην τηλεόραση σαν ο πρώτος καλλιτέχνης που εμφανίστηκε στο “Rockpalast”, live μετάδοση σε 15 χώρες, με κοινό γύρω στα 50 εκατομμύρια! Το 1978 επέστρεψε στη Γερμανία για να ηχογραφήσει το εξαιρετικό “Photo-Finish”. Συνεχίζοντας την παγκόσμια tour, επανήλθε στα ίδια studios για να ηχογραφήσει με την ίδια φόρμουλα επιτυχίας το “Top Priority”. Ο δίσκος παρουσιάστηκε, ακολούθησε μεγάλο πρόγραμμα περιοδείας και πάλι, έως το 1980 με το δίσκο-live με πιο rock προσανατολισμούς, “Stage Struck”. Οι εσωτερικές αλλαγές στο σχήμα συνεχίστηκαν με την προσθήκη του Ted McKenna στα ντραμς, ενώ ο McAvoy αποχώρησε οριστικά το 1980.
Το Σάββατο 12 Σεπτέμβρη 1981 ο Rory ήρθε στην Ελλάδα και παρουσίασε τη συναυλία του στη Ν.Φιλαδέλφεια. Την επόμενη ημέρα, οι εφημερίδες στα περίπτερα έγραφαν «Κάηκε η Ν.Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες», «Συγκρούσεις με δυνάμεις των ματ, κάψιμο περιπολικών, ρίψη δακρυγόνων, κυνηγητό γύρω από το σταθμό του ηλεκτρικού στον Περισσό». Τα νέα της συναυλίας του κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα παντού. Γι άλλη μια φορά ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που η μουσική του συσπείρωνε και ήταν σεβαστός από όλους τους νέους –ανεξαρτήτως «φυλής» που ανήκαν.

Το 1982 ο Rory παρουσίασε το τελευταίο του άλμπουμ επί Chrysalis, το “Jinx”, από την Polygram στην Αγγλία κι επέστρεψε στο μέρος που τον έκανε χαρούμενο (τη σκηνή), καθώς και σε άλλη μία παγκόσμια περιοδεία.

Μετά την επιστροφή εκείνου του πραγματικά ατέλειωτου καταλόγου περιοδειών, το 1995, ο Rory δημιούργησε τη δική του επιγραφή και εταιρεία παραγωγής, την Capo, και ξεκίνησε να ηχογραφεί το “Defender” που παρουσιάστηκε το 1987 με επιτυχία σε πολλές χώρες. Το “Fresh Evidence” το 1990 άνοιξε τα αυτιά σε ακόμη μεγαλύτερο κοινό, όταν μαζί με τον Mark Feltham των Nine Below Zero και τη φυσαρμόνικά του, παρουσίασε ένα αναζωογονητικό blues προσανατολισμό, ο οποίος είχε αφήσει τη θέση του σε πιο rock ήχους στα προηγούμενα άλμπουμ.

Η πορεία των περιοδειών συνέχισε με ένα νέο συγκρότημα που δημιούργησε το 1993. Στις αρχές του ίδιου χρόνου, τα πρώτα σημάδια της επιρροής του αλκοόλ στην υγεία του φάνηκαν, κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης στο London’s Town Country Club. Ενοχλητικοί οπαδοί του τον ανάγκασαν να συντομεύσει την εμφάνισή του, διακηρύσσοντας ότι δεν θα ξαναεμφανιζόταν στο Λονδίνο ποτέ ξανά.. Τα λόγια του θα αποδεικνύονταν προφητικά.. Παρ’όλ’αυτά, ανέκτησε τη γαλήνη του για το έτσι κι αλλιώς εκπληκτικό Portsmouth Blues Weekend την ίδια χρόνιά. Τα Χριστούγεννα του 1994 τα σχέδιά του για περιοδείες έπρεπε να ματαιωθούν. Χτυπημένος από πνευμονικό οίδημα ύστερα από μεταμόσχευση ήπατος, ο Rory πέθανε στις 14 Ιουνίου 1995, σε ηλικία μόλις 47 ετών. Ακολουθώντας την παράδοση των blues, είχε παραδώσει τον επιτάφιό του 20 χρόνια νωρίτερα, στο άλμπουμ “Irish tour”, όταν τραγούδησε το “Too much Alcohol”.. Φέτος στο Δουβλίνο τα εγκαίνια αφιερωμένου μνημείου αποκάλυψαν μια κιθάρα, στερεωμένη ψηλά, σε κεντρική πλατεία της πόλης..

Από το 1996, το συγκρότημα των Sinnerboy είναι η πρώτη επιλογή του αδερφού του Rory, Donal Gallagher, ως η μακροβιότερη και η καλύτερη “Rory Gallagher Tribute band”. Όπως είπε και ο Donal Gallagher τότε, «η απόδειξη ότι η μουσική του αδελφού μου ζει». Πρόσφατα οι Sinnerboy εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη κι ελπίζουμε να τους δούμε σύντομα και στην Αθήνα.
Το 2000 κυκλοφόρησε το διπλό cd-συλλογή “Rory Gallagher Forever” που προοριζόταν για την εγχώρια αγορά και τους πολυάριθμους Έλληνες θαυμαστές και φίλους του σπουδαίου κιθαρίστα. Το 2003, μια καθυστερημένη επανεμφάνιση της μουσικής κληρονομιάς του Rory, εμφανίζεται ως “Rory Gallagher: Wheels Within Wheels”. Μια acoustic folk σύνθεση, που όχι μόνο ενισχύει την πλούσια μουσική συνεισφορά του Rory αλλά την κάνει ακόμη μεγαλύτερη.

Πηγές:
περιοδικό focus
 

pristine

Μέλος
Εγγρ.
26 Νοε 2007
Μηνύματα
6.669
Like
8
Πόντοι
66
Εμένα η αδυναμία μου είναι η πεθερά μου.  :boobies:

Να γράψω?  :S
 

calvin

Μέλος
Εγγρ.
30 Αυγ 2007
Μηνύματα
142
Κριτικές
1
Like
0
Πόντοι
1

Ισως η μεγαλυτερη αδυναμια μου.
Ο Rory ειναι αξεπεραστος!!!!
 

Tsolias.Psolias

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
8 Ιουλ 2007
Μηνύματα
15.110
Like
28
Πόντοι
166
#1 #2 #3
και για τον χριστοδουλόπουλο


κάποιος πρέπει να κάνει τον μλκα εδώ μέσα.
μπορεί να σας σπάω τα νεύρα ΑΛΛΑ
πνευματικά δικαιώματα είναι αυτά
νομίζω ότι εκτός του copy-paste το οποίο είναι μηδενικός κόπος δεν είναι και τίποτα  παραπάνω να βάζουμε και τα λινκ που τα προμηθευόμαστε.

iceman21 καλή δουλειά πάντως με το αντίστοιχο θρεντ στο άλλο φορουμ με τα ποδάρια

υπάρχει πάντως αντίστοιχο θρεντ με γενικές γνώσεις-άχρηστες αλλά ενδιαφέρουσες πληροφορίες(χωρίς ο τίτλος να προιδεάζει ότι οι πληροφορίες θα είναι άχρηστες,κάθε άλλο παρά το έχω χτενίσει το θεματάκι.)
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom