Αυτή τη φορά, θα κλείσω την ενότητα, και μαζί με αυτήν, την αυλαία. Με την τελευταία (δηλαδή την πιο πρόσφατη) ιστορία. Δεν θέλω να θίξω πρόσωπα και καταστάσεις εδώ, καθώς για το πρόσωπο της ιστορίας αυτής έχω ακόμη αισθήματα. Συνεπώς, επειδή δεν θα ήθελα να δω κακοπροαίρετους ή καφρομάγκικους σχολιασμούς για αυτήν, θα προσπαθήσω να είμαι ασαφής και αοριστολογικός, όσο η δεοντολογία μου για να παρουσιάσω μια πιστή στο παρελθόν και την πραγματικότητα ιστορία, μου επιτρέπει. Πηδάω 2 ολόκληρες, σημαντικές ιστορίες, γιατί και οι 2 ήταν τραυματικές, στημένες, κακοπροαίρετες, και ειδικά στην δεύτερη από αυτές εμπλέκεται πολύς και γνωστός κόσμος. Με φαμίλιες και παιδιά. Σαν την ιστορία με το "μεγιστάνα". Αλλά και 2 τάνες, μια κυριολεκτική και μια μεταφορική. Κι επειδή σέβομαι το λειτούργημα (όχι τις ίδιες) δεν θα πιάσω κανέναν στο στόμα μου, γενικά. Άλλωστε, θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει! Μόλις κάνετε τον κόπο να τη διαβάσετε και αυτήν, πείτε μου σας παρακαλώ τη γνώμη σας. Όχι για το σενάριο των ιστοριών (γιατί επειδή είναι πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, κάποιοι ξενερώνουν από την έλλειψη απανωτής δράσης), αλλά για τον τρόπο γραφής. Παίζει όλο αυτό, λίγο πιο συμμαζεμένο, προσεγμένο και καλογραμμένο, να έβγαζε ένα ενδιαφέρον βιβλίο; Όχι σαν του Τσιφόρου, που δεν έχω διαβάσει κιόλας καν!
Ήταν καλοκαίρι. Το όμορφο, μελανούρι κορίτσι, είχε επιτέλους δεχτεί την πρόσκλησή μου, και ήρθε μαζί με την αδερφή της να μείνουν στο εξοχικό μου. Είχαν όρεξη για παιχνίδια, τρέξιμο, ορειβασία, κολύμπι. Έφτασα στα όριά μου, καθώς εκείνο τον καιρό είχα ξεσκιστεί στην καθιστική ζωή και τις μαλακίες (μαλακίες για την υγεία). Όμως το χαμόγελό της, μου έδινε δεκαπλάσια ενέργεια και ζωτικότητα. Με ρώτησε διστακτικά, αν είμαι παντρεμένος ή αρραβωνιασμένος... Τίποτα από τα δύο, απάντησα εγώ, γιατί όλα τα κορίτσια που γνωρίζω μου φέρονται πολύ άσχημα ή/και δεν με αγαπάει ποτέ κανένα. Έβαλε τα γέλια, και μου λέει να μην είμαι υπερβολικός, και πως όλο και κάτι θα βρεθεί και για μένα. Καθόμουν εκείνη τη στιγμή σε μια καρέκλα. Κάθισε πάνω μου, έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου, με κοίταξε μέσα στα μάτια, χαμογέλασε ξανά, κουνήθηκε ναζάρικα λίγο μπρος πίσω, και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Μή στενοχωριέσαι, μου είπε ξανά. Τότε μόνο μπόρεσα και χαμογέλασα και εγώ, αυτό το είχα ξεχάσει τελείως, για πολύ καιρό.
Το βράδυ που νύχτωσε, φαίνονταν τα αστέρια και το φεγγάρι, καθαρά, ευδιάκριτα, στον ουρανό. Εκεί που περπατούσαμε, γυρνώντας, σταματάει ξαφνικά. Μου πιάνει το χέρι, κοιτάει ψηλά και μου λέει: Μου αρέσουν πολύ τα αστέρια. Θα ήθελα πολύ ένα βράδυ να κοιμηθούμε έξω, και να τα βλέπουμε παρέα, μαζί. Εγώ δάκρυσα λίγο χωρίς να το δει, της έσφιξα περισσότερο το χέρι, και μη βρίσκοντας τί άλλο να πω: Και το φεγγάρι είναι πολύ όμορφο, είναι σχεδόν γεμάτο. Σου αρέσει και αυτό, ή μόνο τα αστέρια; Μου αρέσει και αυτό, είπε, και μου έσφιξε με τη σειρά της λίγο περισσότερο το χέρι μου. Είχα αρχίσει να την αγαπάω.
Την άλλη μέρα στη θάλασσα, φόρεσε ένα πιο αποκαλυπτικό μπικίνι. Ήταν όμως λίγο μεγαλύτερο το πάνω μέρος, δεν έδενε και καλά, σε κάποια στιγμή έφυγε. Εγώ, πάντα είχα ιδιαίτερη αδυναμία στο γυμνασμένο στήθος, το στητό και σφιχτό, ποτέ δεν μου άρεζε το μεγάλο και πλαδαρό. Ήρθε πιο κοντά μου, και μου ζήτησε να τη βοηθήσω να το δέσει. Κλασσικός αγαπούλης, τρακ, αφασία, έμεινα μόνο να κοιτάω. Την κοίταζα στα μάτια. Αυτή μου χαμογέλασε, και καθυστέρησε, έκανε πολύ ώρα να το δέσει, κοιτώντας στο μεταξύ μια προς τα κάτω, και μια προς τα εμένα, να δει αν συνέχιζα να την κοιτάω. Αφού το φόρεσε τελικά, συνεχίσαμε τα παιχνίδια στη θάλασσα. Την ανέβασα στην πλάτη μου και την πετούσα βουτιές, μου έκανε τα μαλλιά καρφάκια και έπαιζε μαζί τους, την αγκάλιαζα και κολυμπούσαμε μαζί, λίγο λίγο όσο μπορούσα "πλησίαζα περισσότερο". Δεν έκανα τίποτε κιτς ή άσχημο, ένιωθα σαν να είχα στα χέρια μου ένα έργο τέχνης, ένα άγαλμα, και μπροστά στα μάτια μου, μια ζωγραφιά. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν σε άλλη διάσταση, και μαζί με τη θάλασσα, ένιωσα σαν να ήμουν σε άλλο κόσμο, στην απόλυτη νιρβάνα. Εκεί που κολυμπούσαμε αγκαλιά, ο μικρούλης καταλάθος της σκούντηξε τον πισινό. Ντράπηκα, κοκίννησα. Πιάνει τον μικρούλη, λέγοντας: τί με σκουντάει; αυτό που έχετε εσείς εκεί, είναι; Γυρνάει και με κοιτάει, με κοιτάει στα μάτια, έχοντας ακόμα το λεπτεπίλεπτο χέρι της πάνω, και ψηλαφίζει καλύτερα, σαν να ήταν η πρώτη φορά που το νιώθει. Ντράπηκα τόσο που λέω ένα ξεψυχισμένο συγγνώμη, δεν το έκανα επίτηδες, και βουτάω ξαφνικά στον πάτο, κάνοντας ένα από τα πιο μακρυνά μακροβούτια που έχω κάνει σε όλη μου τη ζωή. Βγήκα 2 beach bar απόσταση πιο πέρα. Την έψαξα για λίγο όταν συνήρθα και κούλαρε το κεφάλι (και τα δυο), μου ζήτησε συγγνώμη γιατί ανησύχησε πως εξαιτίας της έφυγα, κι εγώ με τη σειρά μου της ζήτησα συγγνώμη για αυτό, και την παρακάλεσα να το ξεχάσουμε. Ξαναμπήκαμε μέσα, και για να την αποζημιώσω/ευχαριστήσω, βουτούσα και έβγαλα μικρά κοχύλια, σε διάφορα σχήματα, τα οποία και της χάρισα. Όταν βαρεθήκαμε και λέω να βγούμε, ξαφνικά έρχεται στην αγκαλιά μου, τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου, τα γυμνασμένα πόδια της γύρω από το αγύμναστο στήθος μου, με κοιτάει στα μάτια και ανοίγει λίγο το στόμα. Δεν βρήκα το θάρρος και τη δύναμη να τη φιλήσω, όμως έχοντας χάσει τον έλεγχο, την έπιασα καλά, και άρχισα να της χαϊδεύω το κωλαράκι, τα μπουτάκια, το... "κουτάκι" της. Την έτριβα δυνατά, πάνω από το μπικίνι στην αρχή, μετά έβαλα και λίγο χέρι μέσα από το πλάι. Ανταποκρίθηκε με έναν αναστεναγμό, δάγκωσε λίγο το κάτω χείλος της για να μη βογγήξει, ξετύλιξε τα χέρια της από το λαιμό μου, και άρχισε να μου χαϊδεύει το πρόσωπο, αργά, γλυκά... Είπε το όνομά μου σε μια σύντομη παύση ανάμεσα στους σιγασμένους αναστεναγμούς. Το όνομά μου και αμέσως μετά: "είσαι ωραί..ος...", χαϊδεύοντας με ξανά στο πρόσωπο, ενώ το κουτάκι της σπαρταρούσε στο χέρι μου, ενώ είχε τελειώσει, και έσφιξε περισσότερο τα μπουτάκια της γύρω από το στήθος/πλάτη μου.
Πριν βγούμε, μου ζήτησε να την πάρω αγκαλιά στα χέρια, σαν να ήταν η γυναίκα μου. Την σήκωσα, ήταν ελαφριά σαν πούπουλο. Βγήκα από τη θάλασσα κρατώντας την στα χέρια, νιώθοντας πως κρατάω τον πιο πολύτιμο και σπάνιο θησαυρό. Έγινα όμως ρεζίλι, όλοι οι γύρω στο σημείο της παραλίας που βγήκα, κοιτούσαν πονηρά και ψιλογελούσαν, καθώς ο μικρούλης πήγαινε μπροστά και ήταν σημαιοφόρος (δεν ξεθύμανε). Την άφησα κάτω τελικά εκνευρισμένος από τα σχόλια μιας κακιασμένης θειας: "Τί ντροπές είναι αυτές, δεν μπορεί να περπατήσει μόνη της; Άστην κάτω γρήγορα!". Μόλις γυρίσαμε στο σπίτι, μου ζήτησε να κάνουμε μπάνιο μαζί. Αρνήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, λέγοντάς της πως είναι λίγο νωρίς για τέτοια πράγματα. Αρκέστηκα στο να τη δω να ξεντύνεται. Όταν βγήκε, ήρθε ξανά κοντά μου, και μου είπε με λίγο ντροπαλή φωνή, να της δείξω το μικρούλη, και να μου δείξει μετά αυτή "το δικό της". Της επανέλαβα πως είναι λίγο νωρίς για τέτοια πράγματα, και πως ο χρόνος θα δείξει καλύτερα. Πριν πάει να κοιμηθεί, μου λέει: "σήμερα, έλα να κοιμηθούμε μαζί αγκαλιά, φοβάμαι μόνη στο σκοτάδι, θέλω να κοιμηθώ αγκαλιά μαζί σου, όπως με την αδερφούλα μου...". Το είπε με τόσο νάζι και ομορφιά, που εκείνη τη στιγμή, την αγάπησα ακόμη περισσότερο. Όμως της επανέλαβα, πως ένιωθα να είναι νωρίς για κάτι τέτοιο. Και έκανα σχέδια και όνειρα για το μέλλον, πάνω στην άμμο, σαν τα κάστρα που με λίγο κύμα ή αέρα αμέσως γκρεμίζονται, και γίνονται έτσι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Την επόμενη μέρα, πήραμε το πρωινό μας, αποχαιρετιστήκαμε με τις πιο όμορφες υποσχέσεις και τα πιο γλυκά λόγια, και φύγανε. Λόγω διαφόρων γεγονότων σχετικά με δουλειές και υποχρεώσεις, όμως, χαθήκαμε για τρία ολόκληρα χρόνια. Δεν μπόρεσα να την ξαναβρώ, γιατί και λόγω δουλειάς και υποχρεώσεων, ήμουν και εκτός πόλης. Πίστεψα πως δεν θα την ξαναδώ, και θέλησα να την ξεπεράσω. Τά 'μπλεξα λοιπόν με μια εν γνώσει μου κιόλας σκύλα, που ανήκει στην μιά από τις δυο ιστορίες που παραλείπω, όπως προανέφερα, και που δεν θα σας αφηγηθώ ποτέ. Γαμήθηκαν τα σύμπαντα όμως σε αυτό το έργο που είδα με αυτήν, και αυτό είναι και το μόνο που αποκαλύπτω. Ήμουν απογοητευμένος, κουρέλι, ρετάλι. Πήγα στην έκθεση, με σκοπό να δω τίποτε σχετικό με το επάγγελμα, να αλλάξω παραστάσεις, να ανανεωθώ. Και εκεί, εντελώς τυχαία, μετά από όλον αυτό τον καιρό, τη συνάντησα. Ήταν ντυμένη με μαύρα ρούχα, μαύρα αθλητικά παπούτσια, μαύρο καινούριο μπουφάν. Εμένα, το μαύρο είναι ένα από τα αγαπημένα μου χρώματα στο ντύσιμο, και συνηθίζω να φοράω αν όχι μόνο ένα ρούχο, ακόμη και όλο το σετ, σε μαύρο (Δεν είμαι Χ.Α.). Κόλλησε το βλέμμα μας, του ενός στον άλλο, και γνωριστήκαμε από απόσταση ακόμα, μόνο από τα ρούχα που φορούσαμε. Με έπιασε αμέσως από το χέρι, μόλις της το έτεινα, αρχίσαμε να περπατάμε δίπλα δίπλα και να προσπαθούμε με τα λόγια, να κλείσουμε το κενό που ο χρόνος άφησε ανάμεσά μας.
Της αφηγήθηκα κάποια από τα παθήματά μου, την πίκρα, την απογοήτευση και τον πόνο μου, τις δυσκολίες με τη δουλειά και όλες τις μαλακίες που συνέβαιναν εκεί μέσα... Με άκουγε με προσοχή, με παρηγόρησε, μου χάρισε πάλι το χαμόγελό της, μου έδωσε κουράγιο, θάρρος και δύναμη. Την ερωτεύτηκα, παράφορα, ξανά. Μου είπε πως κι αυτή άρχισε να βλέπει τις ασχήμιες της ζωής, ένα αγόρι που γνώρισε της κολλούσε καιρό, και μόλις άρχισε να νιώθει κάτι για αυτόν, της είπε πως βρήκε άλλη και δεν την έχει ανάγκη, αφού πρώτα έμαθε όλα της τα "μυστικά" από την παρέα που έκανε μαζί της και της πουλούσε φιλία, στην κατασκήνωση που πήγαινε (μάλλον σαν ομαδάρχης, αλλά ποτέ δεν ρώτησα). Τα μεγάλα λάθη, πάντα γίνονται από δυο. Ποτέ μονάχα από έναν. Μου λέει να πάμε να φάμε κάτι. Πάμε για κρέπα και καφέ. Αυτή πήρε μια κρέπα σοκολάτα, εγώ ένα εσπρέσο. Μου ανακάτεψε τον καφέ με το καλαμάκι, και μου έδωσε στο στόμα να πιω, κρατώντας το αυτή και ψιλοκοκκινίζοντας. Τη ρώτησα αν θέλει να πιει, αλλά λέει πως εσπρέσο δεν πίνει. Ξαφνικά, αρπάζει το ποτήρι μου με το νερό, πίνει το μισό, και βγάζει έξω την κατακόκκινη γλωσσίτσα της, γλύφοντας λίγο με τρόπο γύρω από την περιοχή που ακουμπάνε τα χείλια. Το αφήνει κάτω, λέγοντας ένα προσποιητό: "Άχ συγγνώμη, το ποτήρι σου πήρα, αν σιχαίνεσαι πιες από το δικό μου"... Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, αρπάζω το δικό μου που είχε αφήσει αυτή μισό, κατεβάζω το υπόλοιπο νερό στα γρήγορα, και κάνω την ίδια κίνηση που έκανε και το κορίτσι μου πριν λίγο. Ήταν το πρώτο μας, έμμεσο φιλί. Και όπως έμελλε, το τελευταίο. Άφησε μισή την κρέπα της κι αυτήν, σαλιώνοντάς την κι αυτή λίγο, και με ρώτησε αν θέλω να τη φάω μην πάει χαμμένη. Δεν πρόλαβα να πω ναι, την έβαλε μπροστά μου, και με τάισε την πρώτη μπουκιά. Μόλις τελείωσα, φύγαμε.
Χέρι χέρι μαζί πάλι, πηγαίναμε προς το λεωφορείο. Εκεί θα χώριζαν οι δρόμοι μας, πίστευα για εκείνο το βράδυ και μόνο. Καθώς περπατούσαμε, μου μιλάει σιγά: "Θυμάσαι το καλοκαίρι που είμασταν μαζί"; Ξερόβηξα, κοκκίνησα. Μου λέει: "Μην κάνεις έτσι, εγώ το θυμάμαι.. Μου είχε αρέσει... Πολύ.". Δεν μπόρεσα να πω κάτι άμεσα σχετικό όσο κι αν ζορίστηκα, λέω: "Το θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι. Και τα κοχύλια που σου μάζεψα, και τα άφησες σε μένα τελικά. Δεν πέταξα τίποτα, τα έχω κρατήσει όλα όπως ήταν τότε". Χαμογελάει και λέει: "Θέλω να το ξανακάνουμε αυτό"... Της σφίγγω το χέρι περισσότερο, ήρθαμε πιο κοντά, και φτάσαμε στη στάση.
The end. Το δικό μου λάθος ήταν να θελήσω να μοιραστώ τη χαρά και τον πόνο μου, όχι μόνο αυτής της ιστορίας, με άτομα που δεν ξέρουν τί θα πει φιλία, αγάπη, έρωτας, πόνος, απογοήτευση, ανθρώπους που είτε κάνουν χειραψία είτε βάζουν την *ούτσα τους σε μια τρύπα, το ίδιο αισθάνονται. Όχι, δεν εννοώ εσάς, αγαπητούς κατ' ανάγκη και καταδίκη (την κατ' εμέ εννοώ) συναγωνιστές, ούτε το σήμερα. Περίμενα τα γενέθλιά της, της είχα πάρει το δώρο που η ίδια μου ζήτησε. Είχα πάρει για πρώτη φορά στη ζωή μου κάρτα και γλυκά για του αγίου Βαλεντίνου (μέχρι και την σήμερον, ενώ είχα κάποιες σχέσεις, ποτέ αυτές δεν κράτησαν αρκετά, ή ήταν κοντά, στον καταραμμένο αυτό ξένο άγιο και τη γιορτή του, που σε όλη μου τη ζωή, όλες τις επετείους του, τις γιόρταζα πάντα μαύρες), και περίμενα με την αγωνία και το σκίρτημα του άπειρου έφηβου, να δω την αγάπη μου από κοντά και να της τα δώσω. Η αοριστία που προοικονόμησα αρχίζει να εφαρμόζεται από εδώ. Κατέρρευσαν όλα γύρω μου. Μια ύπουλη σκευωρία. Το κορίτσι πάντως ήταν το μόνο που δεν έφταιγε. Ο έξυπνος, θα πει πως έφταιγα εγώ. Ο βλάκας, θα πει πως έφταιγαν όσοι ενεπλάκησαν. Ο σοφός, θα το ρίξει στο διαλογισμό, θα συγχωρήσει όλους τους βλάκες, θα βγει πάνω και πέρα από τα ποταπά και ανάξια. Ο ηλίθιος, δεν ξέρει τί θα κάνει, γιατί δεν ξέρει ούτε ο ίδιος τί είναι ικανός να κάνει, μπορεί να κάνει τα πάντα, χωρίς τύψεις και συναίσθηση, ειδικά όταν οι άνθρωποι γύρω του προδίδουν όχι μονάχα τον ίδιο, αλλά και τη δική τους ταυτότητα ως άνθρωποι. Όπως δυστυχώς λέει ένα ρητό, τα όρια μεταξύ της ευφυΐας και της ηλιθιότητας, είναι δυσδιάκριτα. Ας ελπίσουμε να βρούμε τη σοφία. The time for talk is done.