Στο σχολείο, είχα γνωρίσει ένα πλουσιόπαιδο, που ήταν μάγκας, λεφτάς, ξηγημένος και μερακλής. Από μικρός (18) στα βάσανα της "επιχειρηματικότητας", βοηθούσε στην εταιρία του πατέρα του, κάνοντας διανομές και σέρβις, σε νοσοκομεία. Είχε δυο μικρότερες αδερφές, τη μια 13 μαρία, την άλλη 15 δώρα (οι ηλικίες προσαρμοσμένες στη χρονική περίοδο της ιστορίας). Είχε μια πλούσια, πολυτελέστατη βίλα σε μια περιοχή με μεγάλη ανάπτυξη έξω από τη θεσσαλονίκη, με πισίνα, ακριβά αυτοκίνητα, χλίδα. Πριν τελειώσουμε το σχολείο και αρχίσουμε τα "ταξίδια", είχαμε ήδη αλληλοφιλοξενηθεί, περάσει γιορτές μαζί (πάσχα-χριστούγεννα) και άλλα.
Πάσχα δευτέρας λυκείου. Πήγα σπίτι του, με βάλανε να γυρνάω το αρνί στη σούβλα, και φύγανε όλοι, αφήνοντάς με μοναχό να το γυρνάω σα μαλάκας με τις ώρες. Δεν έδωσα σημασία, το έψησα καλά, γύρισαν μετά, καθίσαμε φάγαμε. Μετά το γεύμα, πήγαμε σινεμά με τα παιδιά, είδαμε μια ταινία που τότε έκανε πάταγο και έσπαγε ταμεία και πήγε ο καθένας σπίτι του.
Αμέσως μόλις τέλειωσαν τα μαθήματα, πήγανε στο Σταυρό μαζί με τον Πασχάλη, την αδερφή του που ήταν χοντρή και τον Ιγκόρ, έναν ρωσοπόντιο, το παιδί αυτό κι εγώ. Δεν μου είπαν τίποτε νωρίτερα και δεν είχα μαγιό, δεν μπόρεσα να μπω στη θάλασσα. Αυτοί είχαν, αλλά για την καφρίλα και μόνο μπήκαν γυμνοί. Το παιδί μου συστήνει τη χοντρούλα, και μου λέει: "Ορίστε κρέας, όσο θες. Φτιάξτε τα, να γυρίσει ο τροχός, να γαμήσει κι ο φτωχός". Εγώ κλασσικά φρίκαρα, και γιατί μιλούσε έτσι μπροστά και για το κορίτσι, και γιατί ως άπειρος και αγαπούλης μού 'ρθε απότομα. Δεν ήξερα τί να πώ, και αμολάω μια μαλακία που αντέγραψα από έναν άλλο συμμαθητή: "Δεν μπορώ, τα έχω ήδη με δύο ταυτόχρονα, δεν τα βγάζω πέρα και με άλλη". Βάλανε τα γέλια, γιατί και με ξέρανε καλά, αλλά και στο ελλάδα τέτοιες φάσεις δύσκολα. Πήραμε μάτι τα καυτά τεμάχια με τα μπικίνια και τα topless εκεί γύρω, κάτσαμε φάγαμε, και φύγαμε.
Μετά από λίγο καιρό, με κάλεσε σπίτι του να "δοκιμάσω την πισίνα". Και να κάτσω και για Κυριακή βράδυ εκεί. Γονείς φευγάτοι ταξίδι σε ιατρικά σεμινάρια περί τεχνολογίας/τεχνογνωσίας μηχανημάτων. Εγώ δεν έβαλα κάτι ύποπτο στο μυαλό μου. Σε όλη τη διαδρομή, μισοσοβαρά μισοαστεία, μου προξένευε τη μικρή του αδερφή, το μαράκι. Δεν είχα ενδιαφέροντα εκείνον τον καιρό, όμως λέω με δουλεύει αυτός, πλάκα/χιούμορ κάνει, και τα συναφή. Συνέχισα χαριτολογώντας και απαντώντας ανάλογα (με πειράγματα και χιούμορ).
Μόλις φτάσαμε, πρότεινε η μεγαλύτερη αδερφή να παίξουμε μπάσκετ. Εγώ ήμουν συνηθισμένος, γιατί στο σχολείο, μου έμαθε να παίζω μπάσκετ και ποδόσφαιρο ένα αγοροκόριτσο, η σοφία. Και παίζαμε τακτικά μαζί. Όμως προς μεγάλη μου έκπληξη, καθώς τη μάρκαρα, αυτή κολλούσε και κωλοτρίβονταν πάνω μου (το μαράκι, η μικρή). Δεν ανταποκρίθηκα παραπάνω, άλλωστε ήταν και ντροπή φιλοξενούμενος όντας να αρχίσω να χουφτώνω κωλιά, και πόσο μάλλον μπροστά στον big brother. Βαρεθήκαμε, σταματήσαμε, αλλάξαμε και βουτήξαμε στην πισίνα. Ήταν όνειρο. Αν και η θάλασσα ήταν από ανέκαθεν η μεγάλη μου αγάπη, η πισίνα μου άρεσε πολύ. Μαζευτήκαμε το βράδυ μέσα, λοιπόν. Η μεγάλη, μου ζήτησε να της μάθω να παίζει ένα παιχνίδι με τράπουλες που είχε κυκλοφορήσει τότε και το παίζαμε με τον αδερφό της, κάποιες φορές βάζοντας και μικρά στοιχήματα για πλάκα. Δεν το πολυκατάλαβε, ούτε εγώ όμως πολυκατάλαβα τις προθέσεις και το βλέμμα της, καθώς με κοιτούσε κάπως, επίμονα, και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα χαρτιά. Εγώ ο ηλίθιος συνέχιζα να αναλύω για τις κάρτες, τους αριθμούς και τα σύμβολα.
Με τα πολλά, πέρασε η ώρα, μαζευτήκαμε να κοιμηθούμε. Τα κορίτσια κλείστηκαν στο δωμάτιό τους, εμείς κοιμηθήκαμε στο... πάτωμα... έξω από το δικό τους, λίγο πιο πέρα. Εγώ έχω ένα κακό. Αν δεν κοιμάμαι στο δικό μου κρεββάτι, αργεί να με πάρει ο ύπνος. Μετά από κανά μισάωρο μετά, αρχίζω να ακούω βογγητά και αναστεναγμούς. Τσιμπιέμαι να δω μήπως έχω παραισθήσεις, σκέφτομαι λογικά και καθαρά όταν διαπίστωσα πως ήμουν τζάμι, και λέω δεν μπορεί τα κορίτσια να είναι τόσο μικρά και να φτιάχνουν τέτοια, λογικά θα έβαλαν να δουν τίποτε πικάντικο στην τηλεόραση, γιατί θα έχουν ανησυχίες λόγω εφηβίας, όπως κάναμε τα αγόρια τότε (τότε στην τηλεόραση βάζαν τσόντες ελεύθερα, και για μερικά χρόνια ακόμα). Δεν έδωσα σημασία, αυτοσυγκεντρώθηκα, και καμμιά ώρα αργότερα με πήρε ο ύπνος τελικά, αφού πρώτα είδα και το φιλαράκο μου, και σιγουρεύτηκα πως ροχάλιζε δυνατά, σαν πάπιος.
Το πρωί, ξυπνάω τρομαγμένος, απότομα, από μια δυνατή σφαλιάρα που μου έδωσε το φιλαράκι μου. Ήταν ξημερώματα. Αμάν ρε σύ, τί έκανα και βαράς πρωινιάτικα, δεν κοιμήθηκα και καλά; Ξύπνα μαλάκα, ηλίθιε, μου λέει, μπήκε το βράδυ κλέφτης στο σπίτι και δεν κατάλαβες τίποτα, με πήρε τηλέφωνο η τηλεφωνήτρια η Λίλα από το κτήριο της εταιρίας απέναντι, και μου λέει πως είδε έναν ίσκιο να τρέχει από το το σπίτι έξω, να μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο που τον περίμενε, και να φεύγει! Εγώ έμεινα άναυδος, στο μυαλό μου επικράτησε σύγχυση και χάος. Όταν συνήρθα, του λέω μην ψάχνεις για κλεμμένα, τίποτα δεν πήρανε, αλλά δεν μπορώ να σου διευκρινήσω περετέρω, μη ρωτάς. Τα κορίτσια έκαναν τις ανήξερες, δεν μιλούσαν καν, κοιτιόταν μεταξύ τους και εναλλάξ βλέπαν χαμηλά, προς το πάτωμα. Δεν έγινα αδιάκριτος, δεν μπορούσα και να κρίνω, ήμουν και φιλοξενούμενος και σεβάστηκα, όμως αηδίασα ασυστόλως φέρνοντας στο μυαλό μου και τη μνήμη μου, πως ακριβώς το προηγούμενο απόγευμα, μου προξένευε τη μικρή του αδερφή, και αυτή μου κωλοτρίβονταν παίζοντας μπάσκετ.
Μετά από καιρό, μάθαμε πως ήταν ο γκόμενος της μικρής από το χωριό. Την πήγαν και σε γιατρούς για εξετάσεις, όμως ευτυχώς δεν έγινε ζημιά. Μετά από αυτό, η μικρή ξανοίχτηκε και απελευθερώθηκε απότομα, κάνοντας διάφορα ρεκόρ και επιδόσεις. Την έπεσε και σε έναν φίλο μου από το σχολείο, ο οποίος ήρθε μετά και μου έλεγε πως του μίλαγε πολύ ώρα (κρεββατομουρμούρα) και τον έφαγε στη γκρίνια που εγώ δεν ανταποκρίθηκα στις δικές της κινήσεις, και πραγματικά, το κορίτσι, μετά από αυτό, δεν μου ξαναμίλησε. Είμαι αδικαιολόγητος, αλλά όπως έλεγε και το παιδί αυτό, καλή του ώρα, δεν θα πάω να γλύψω εκεί που φτύνουν όλοι, ρε παιδιά! The end. Ποιά λάμψη μου λέτε μετά και Φώσκωλος...