Νέα

Ερωτικές ιστορίες by Black Dragon: Αθεράπευτος αγαπούλης, Οδός Αφροδίτης, Γιατί γαμήθηκαν οι πανελλήνιες (και τίποτε, κανένας άλλος) κλπ.

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα White Angel
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 88
  • Εμφανίσεις 12K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

Boldemort

Σεβαστός
Εγγρ.
4 Σεπ 2009
Μηνύματα
47.529
Κριτικές
12
Like
42
Πόντοι
1.220
πουτσα μπαλα και καράτε.
 

jaygatsby

Μέλος
Εγγρ.
5 Αυγ 2010
Μηνύματα
7.896
Κριτικές
1
Like
346
Πόντοι
86
Πούτσες πέφτουν, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα έκαστων των ιστοριών. Δεν είναι όμως ούτε το επίκεντρο της δράσης, ούτε της ιστορίας. Είπαμε να ικανοποιήσω ένα βίτσιο των συναγωνιστών (βιώματα), όχι και όλα (πούτσα, ξύλο, φυλακή) :grin:

Φιλικά.

Η πούτσα δεν πρέπει να βγαίνει από τα συμφραζόμενα, εδώ δεν είναι Άρλεκιν και το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωστών είναι άνδρες, θέλουν δυνατά οπτικά φαντασιακά ερεθίσματα.

Η πούτσα πρέπει να βγαίνει φόρα παρτίδα, δυνατά γαμήσια και ξεσκίσματα και όχι ποίηση Ελύτη και πίτσι πίτσι φούτμπολ.
 

koulamaria

Σεβαστός
Εγγρ.
6 Ιαν 2012
Μηνύματα
1.589
Κριτικές
43
Like
9.145
Πόντοι
1.936
Αυτη η ιστορια μου θυμιζει μια αλλη παρομοια,πριν τριαντα χρονια σε ενα κολωμπαρο στο Βαρδαρι διπλα στον ΟΑΕΔ.
Λετε να χρησημοποιουν ακομη τα ιδια κολπα?



Κοινή πρακτική στα κωλόμπαρα του Βαδάρη.Παίζει να μην είναι καθόλου μούφα και απόκυμα φαντασίας η ιστορία!
 

mixalis k.

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
18 Νοε 2012
Μηνύματα
8.087
Like
4.662
Πόντοι
506
Με λιγα λογια την γαμησαν ολοι εκτός απο σενα
 
OP
OP
W

White Angel

Μέλος
Εγγρ.
9 Αυγ 2013
Μηνύματα
60
Like
1
Πόντοι
0
Αμέσως μόλις τέλειωσα το σχολείο, και μερικά χρόνια πριν αποφασίσω να ασχοληθώ τελικά με μια μεταδευτεροβάθμιας σχολής το αντικείμενο, είχα την ατυχία να περάσω σε μια σχολή της πούτσας, στη χαλκιδική. Το αντικείμενο σχετικό/παρεμφερές με βιολογία, είχαμε χημείες, εργαστήρια, πουτσοδύσκολα μαθήματα. Κόσμος που φοιτούσε 8 χρόνια και, αιώνιοι φοιτητές, τουρίστες. Καθηγητές του λούτσου. Ένας χημικός έμπαινε μέσα με πούρο και σαμπάνια να φανταστεί κανείς, και απειλούσε τους μαθητές του πως όποιος δεν οργανωθεί στη Δ.Α.Π θα φάει κόψιμο. Αυτός μάλιστα περνούσε με άριστα άτομα που παίζανε προ-πο σε πολλαπλής επιλογής τεστ, και ανθρώπους που λιώσανε στο διάβασμα πούτσα (όχι εγώ, δεν πήρα τα μαθήματά του). Μια καθηγήτρια στα 35, χωρίς δεσμό, είχε ξεσκιστεί με τους μισούς φοιτητές εκεί μέσα. Και πολλά άλλα φρούτα, διάφορα.

Μαγνήτης για μαλακίες και μαλάκες εγώ, λοιπόν, από το δεύτερο εξάμηνο κιόλας, μια γυναικοπαρέα με 4 ηλίθιες άρχισε να μου ψιλοκολάει στην πληροφορική, γιατί δεν σκαμπάζανε γρι από τεχνολογία, κι εγώ λόγω εμφάνισης και ευκολίας χειρισμού, έδινα τη λανθασμένη εντύπωση του και καλά γνώστη. Μια κοντή, γεματούλα, πουτανί, η ζωή, μια λεπτή, ξερακιανή, μαυρομάλα, η δέσποινα, μια ψηλή, αλόγα, άχαρη, ξανθιά, η γιώτα, κι η κολλητή της, μια ροζ-ξανθιά γουρουνόφατσα με πάντα ξινισμένη μούρη, η αναστασία.

Η ζωή από την αρχή εκδήλωσε ενδιαφέρον, με καλούσε για καφέ σπίτι της μαζί με τη δέσποινα, οι άλλες δυο σπάνια ήταν της παρέας. Παρακάτω έμαθα πως ήταν λεσβίες και όχι μόνο αυτό, αλλά και πολύ σνομπ. Η ζωή λοιπόν το έπαιζε λίγο χαζούλα, τρυφερή, φιλική, πως ήθελε όλο παρέα, στήριξη, γούτσου γούτσου κι αγκαλίτσες (υποτίθεται φιλικά). Δεν ήταν λίγες οι φορές που έκανε κοπλιμέντα ή πετούσε πονηρά υπονοούμενα, απονήρευτος μαλάκας όμως καλή ώρα, χαμπάρι το ζώον. Δυό φορές, όχι μία, με κάλεσε να πάω να μείνω σπίτι της το βράδυ (Σ.Κ.). Δεν υποψιάστηκα τίποτα. Τη μια φορά και καλά την παρενοχλούσε ο πρώην της κι ήθελε κάποιον να κοιμηθεί μαζί του για να νιώθει ασφάλεια, την άλλη δήθεν τη χτύπησε ένα κορίτσι από τη σχολή, την μελάνιασε, κι ήθελε παρεούλα για να γίνει καλά. Πάω λοιπόν, όχι μόνο έχαιρε άκρας υγείας, αλλά δεν φορούσε σχεδόν τίποτα, και είχε εκείνα τα γκαβλιάρικα τα παντοφλάκια τα ροζ με τα ζωάκια, που φοράνε τα μικρά κοριτσάκια.

Εγώ την ψιλιάστηκα μόνο τότε (πόσο κάρβουνο έκαιγα κάποτε θέ μου), όμως δεν είχα ούτε λάστιχο, και είχα φρικάρει, γιατί δεν την ήξερα σχεδόν καθόλου, και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα μου ετοίμαζε τέτοια γλέντια, από την πρώτη κιόλας φορά που με φιλοξένησε! Ήθελε να μου βγάλει το παντελόνι, αλλά εγώ φοβήθηκα και φρίκαρα, αρνήθηκα. Έστειλε τη δέσποινα στο δωμάτιό μου. Η ζωή, πήγε στο δίπλα δωμάτιο, από τον ήχο κατάλαβα πως ξαπλώνει στο κρεβάτι, και κάτι άρχιζε να βουΐζει "βζζζζζ", μάλλον... δονητής! Η δέσποινα έκλεισε το μεγάλο φως (είχε και μικρό νύχτας), ξάπλωσε στο δίπλα κρεβάτι, άρχισε να χαϊδεύεται, να με κοιτάει λοξά και αραιά και που να ψευτοαναστενάζει. Με νύχια και με δόντια κρατήθηκα να μή χιμήξω, καθώς ήμουν απροετοίμαστος, χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, γύρισα πλάτη και προσπάθησα να κοιμηθώ, όμως όπως ήταν φυσικό, δεν τα κατάφερα, γιατί κάθε λίγο γυρνούσα κι έριχνα κλεφτές ματιές, ενώ όταν αυτή τελικά τελείωσε και κοιμήθηκε, σηκώθηκα αθόρυβα, πήγα στην τουαλέτα και "άσπρισα λίγο τα ντουβάρια".

Από την επόμενη, όπως ήταν αναμενόμενο, με πέρασαν για πούστη, και το γύρισαν στο πολύ φιλικό. Κοριτσοπαρέα, κουτσομπολιά, με παρακαλούσαν και οι δυο να τους κάνω την τσατσά και την προξενήτρα... Σε τί περιπέτειες μπήκα ο μαλάκας. Η ζωή ήθελε το μάνθο, έναν χοντρό άσχημο. Αυτός πηδιόταν με την καθηγήτρια που λέγαμε, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε μαζί της. Η ζωή κάπως το έμαθε, και με το ζόρι με πήγε έξω από το σπίτι του χοντρού, την ώρα κιόλας που γινόταν η δουλειά, και με έβαλε να φωνάζω μαλακίες μαζί της για να τους τρομάξουμε και να σταματήσουν. Μετά, φύγαμε τρέχοντας. Μετά που δεν της έκατσε, άρχισε τις γνωριμίες μαζί του. Αυτός αν και σαβούρας/μουνόδουλος, ήξερε πολύ κόσμο, και άρχισε να τις κάνει την προξενήτρα. Η ζωή απέκτησε ξαφνικά ένα βίτσιο για στρατιωτικούς και ένστολους. Άρχισε λοιπόν να βγαίνει ραντεβού με τέτοιους, κουβαλούσε μαζί της το μάνθο, καμμιά φορά και τη δέσποινα, κι έσερνε κι εμένα με το στανιό να τους κρατάω το φανάρι και να κάνουν γούστο. Ξενέρωσα τη ζωή μου και άρχισα να απομακρύνομαι, κάνοντας περισσότερο παρέα με τη δέσποινα.

Αυτή όμως, έβαλε στο μάτι έναν περπατημένο σαρανταφευγάρη από ένα γραφείο πίσω, και με παρακάλεσε να τους τα φτιάξω. Να τον πλησιάσω, να προσπαθήσω να μάθω λίγα πράγματα για αυτόν, να του δώσω το τηλέφωνό της και να του πω να πάρει να μιλήσουνε. Εγώ καλός μαλάκας, έκανα το καλό και τό 'βαλα στον κώλο μου. Έγινα ρόμπα σε εκείνο το γραφείο καθώς καρφώθηκα άσκημα, άρχισαν γλώσσες να μιλάνε, κτλ. Η δέσποινα όμως ήταν χαρούμενη, πέτυχε το σκοπό της, και μου λέει: "από μένα ό,τι θες, εικόνισμα θα σου κάνω". Μια μέρα λοιπόν, με κάλεσε σπίτι της, και μου είπε να φέρω και μια τσόντα... να δούμε μαζί παρέα. Μεγάλο και άπειρο χαϊβάνι ακόμα εγώ, πάλι δεν την ψιλιάστηκα. Διάλεξα μια καλή με λατίνες teens (legal, όχι jailbate), την πήρα και πήγα σπίτι της. Είχε καλέσει και μια άσχημη, χοντρή αθηναία, που δεν έβρισκε γκόμενο, είχε ετοιμάσει κι αυτή τρίο, αλλά το ζώον πάλι τελευταία στιγμή κατάλαβα τί συνέβαινε γύρω μου. Κλασσικά, χωρίς λάστιχο, φρικαρισμένος γιατί τη δέσποινα επίσης δεν την ήξερα αρκετά καλά για να νιώσω άνετα μαζί της να ανοιχτώ έτσι απότομα, και γιατί η αθηναία μου ήταν τελείως άγνωστη, δεν με χάλασε η ασχήμια, η πείνα μου ήταν του θανατά. Δεν έκανα τίποτε, κρατώντας με νύχια και με δόντια τα χέρια μου να μην τα αμολύσω πάνω στο ψαχνό. Αυτή τη φορά δεν είχαμε "κινήσεις ψαρέματος", όπως στο σπίτι της ζωής.

Μετά άρχισαν να με ψιλοαποφεύγουν. Η ανικανότητα έχει ένα όριο, εγώ έφτασα το θρύλο, έγινα ημίθεος! Όμως δεν ξέρω γιατί και πως, βρήκα μια κοπέλα που μου άρεσε πολύ. Άλλη, άγνωστη. Την Καιτούλα. Άρχισα να πηγαίνω σε μαθήματα που δεν είχα δηλωμένα, να κάθομαι κοντά της, να την παρατηρώ, έφτασα ακόμη μέχρι και να συμπληρώνω τις εργασίες και τα τεστ από τα δικά της εργαστήρια, για μένα που δεν τα είχα δηλωμένα καν. Μάλιστα, η δασκάλα μάζευε τις παρατημένες εργασίες μου από τον πάγκο, και με έψαχνε ύστερα να μου τις δώσει, νομίζοντας πως είμαι του μαθήματος και τις ξέχασα καταλάθος, γιατί είχα πάρει και... άριστα, εντωμεταξύ! Μεγάλο τονωτικό ο έρωτας, άχχ... Θυμήθηκα την υπόσχεση της δέσποινας, και της ζήτησα μια χάρη λοιπόν. Να μάθει ό,τι μπορεί για αυτό το κορίτσι που τόσο μου άρεσε, να πάρει και το κινητό της, και να μου τα δώσει.

Μόλις το έμαθε η ζωή σκύλιασε από τη ζήλια της όμως, κι από κει που με είχε γραμμένο, άρχισε να μου κολλάει έντονα, να ζητάει συνέχεια την παρέα μου, να με βάζει να την ακολουθώ παντού, μέχρι και στο μασούτη για ψώνια, να της τα κουβαλάω και στο σπίτι σαν γαϊδουράκι, και γενικά να είμαι μόνιμος μουσαφίρης. Άρχισε να μου δείχνει το σώμα της μια μέρα λοιπόν, μέσα στο σπίτι της, όπως και το piercing κάτω από τη γλώσσα, κι εγώ χάθηκα εντελώς και άρχισα να την ξεντύνω. Με πέταξε στον καναπέ, ξάπλωσε πάνω μου, εγώ άρχισα να τα "ελεύθερα πιασίματα, δαχτυλιάσματα" και στοματικό. Όταν κόντευε να τελιώσει, μου αρπάζει το κεφάλι, με σπρώχνει, "βγες από κει", λέει. Βλέπω τότε όμως η μπαλκονόπορτα, οι κουρτίνες ήταν όλα ανοιχτά, και στο απέναντι, δίπλα σπίτι, κάποιος ήταν πίσω από την κουρτίνα και έκανε μάτι. Κλείσε λέω, μας βλέπουν απέναντι. Δεν πειράζει, λέει αυτή, είναι ο γιος του ιδιοκτήτη, με βλέπει συνέχεια, πάει δευτέρα λυκείου. Μικρός είναι λέω, κλείσε. Όχι, λέει αυτή, δεν πειράζει, να μαθαίνει το παιδί. Εντωμεταξύ, όλη αυτήν την ώρα, είχε βάλει στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ το κινητό της, και έγραφε. Χαμπάρι δεν πήρα. Μόλις πήγα να βγάλω τον αριστείδη να αρχίσει γεώτρηση, μου λέει ξαφνικά και απότομα, "φτάνει, δεν θέλω, έχω να πάω στον οδοντίατρο, φύγε". Τί φύγε; Λέω, ακόμα δεν αρχίσαμε, φύγε; Φύγε, γιατί θα αρχίσω να φωνάζω πως με βιάζουνε, λέει αυτή. Μετά πρόσεξα το κινητό, κατάλαβα, ρούφηξα την πούτσα κι έφυγα όπως ήμουν, μην επιστρέφοντας ποτέ.

Έγινα ρεζίλι, περίγελως, και ως ανίκανος, αλλά και ως αναποφάσιστος, που άλλη θέλω κι άλλη αυτό. Και εννοείται, πως ούτε αυτό χάρηκα. Το βιντεάκι και τα λεγόμενα στη διάρκεια αυτού ταξίδεψαν πολύ και μακρυά. Κάνοντάς με να κόψω με πολύ κόσμο. Τα μάζεψα κι εξαφανίστηκα για κανά χρόνο. Γυρίζοντας, πήρα ένα μάθημα της "καθηγήτριας" χωρίς να γνωρίζω ποιος το διδάσκει. Ναί, εκείνης που πήδαγε ο χοντρός. Άρχισε τα πλάγια τα πεσίματα, από το τρίτο μάθημα κιόλας, κι αυτή χωρίς να με ξέρει από χτες. Μια φορά κιόλας θύμωσε, που δεν πήγα στο αυτοκίνητό της να με γυρίσει θεσσαλονίκη αυτή. Όταν αλλάξαμε και email, προχώρησε το πράγμα σε υποννοούμενα κι ορίστηκε και συνάντηση επιτέλους, ήμουν τόσο χαρούμενος, που ήθελα να της πάρω και δώρο. Εντωμεταξύ, σε εκείνη τη σχολή, αλλά και το ευρύτερο "φιλικό" περιβάλλον, δάνειζα το κινητό μου για κλήσεις ή μηνύματα σε διάφορους, και κάποιοι από αυτούς όχι μόνο ήταν τρακαδόροι που κάνανε τσάμπα δουλειές, αλλά στέλνανε διάφορες μαλακίες στις επαφές μου, κάνοντάς με ρόμπα αδιάκριτα, εδώ κι εκεί (όταν το αντελήφθην ήταν ΠΟΛΥ αργά). Κάποιος λοιπόν της σφύριξε μαλακία, και την προηγούμενη της συνάντησης, με ρωτάει: "είπες σε κάποιον για εμάς;". Εγώ μόνο στον κολλητό μου είχα πει, και κοίτα να δεις ωραία επιλογή φίλου, αυτός ήταν και που με "γάμησε". Δεν ψιλιάστηκα τίποτα, είπα πως όχι, δεν είπα τίποτα σε κανέναν, της πήρα κι ένα ωραίο σετ από βατραχάκια σε κρύσταλλο σβαρόφσκι (κάποτε είχα του κώλου τα λεφτά για χαρτζηλίκι και πέταμα, και ήξερα πως ήταν βιολόγα και της άρεζαν τα αμφίβια, ήθελα να την ευχαριστήσω), κι ετοιμάστηκα. Ήρθε στο ραντεβού βιαστική, ξινισμένη, λέγοντας πως δεν έχει ώρα για "πέταμα" πολύ σήμερα. Με έσυρε σε ένα μαγαζί να πάει να κάνει γυαλιά ηλίου, βιάστηκε να με διώξει, μετά άρχισα να συνειδητοποιώ τί και πως, της λέω φεύγω, πάρε τουλάχιστον όμως και το δώρο σου, για μένα δεν έχει αξία πια. Το πήρε με το ζόρι, εγώ έφυγα τσακισμένος. Γύρισα να κοιτάξω λίγο πίσω πριν χαθεί στον ορίζοντα, και με την άκρη του ματιού μου την είδα να τα πετάει στον κάδο από τα σκουπίδια... :lheel:

Μετά από όλα αυτά τα πλήγματα, το έριξα στο πιοτό, έγραψα στα έτοιμα να σκάσουν από την αγαμία και την αναίτια νίλα αρχίδια μου τα πάντα όλα, μαθήματα, πουτάνες, πούστηδες, κωλοχώρια, κωλοχωριάτες και έφυγα από εκεί μια για πάντα. Ούτε ξαναπάτησα. Για λίγα χρόνια ακόμα άλλωστε, είχα πολλά λεφτά για πέταμα, πιοτά, ανέσεις και μαλακίες. Οι κακές συνήθειες όμως, όχι μόνο δεν γιατρεύουν τις πληγές, αλλά δημιουργούν και νέες, χωρίς να το θέλεις και να το συνειδητοποιείς, ακόμα κι αν περάσει πολύς χρόνος. The end.
 
Εγγρ.
5 Οκτ 2011
Μηνύματα
2.173
Κριτικές
7
Like
169
Πόντοι
16
Αμέσως μόλις τέλειωσα το σχολείο, και μερικά χρόνια πριν αποφασίσω να ασχοληθώ τελικά με μια μεταδευτεροβάθμιας σχολής το αντικείμενο, είχα την ατυχία να περάσω σε μια σχολή της πούτσας, στη χαλκιδική. Το αντικείμενο σχετικό/παρεμφερές με βιολογία, είχαμε χημείες, εργαστήρια, πουτσοδύσκολα μαθήματα. Κόσμος που φοιτούσε 8 χρόνια και, αιώνιοι φοιτητές, τουρίστες. Καθηγητές του λούτσου. Ένας χημικός έμπαινε μέσα με πούρο και σαμπάνια να φανταστεί κανείς, και απειλούσε τους μαθητές του πως όποιος δεν οργανωθεί στη Δ.Α.Π θα φάει κόψιμο. Αυτός μάλιστα περνούσε με άριστα άτομα που παίζανε προ-πο σε πολλαπλής επιλογής τεστ, και ανθρώπους που λιώσανε στο διάβασμα πούτσα (όχι εγώ, δεν πήρα τα μαθήματά του). Μια καθηγήτρια στα 35, χωρίς δεσμό, είχε ξεσκιστεί με τους μισούς φοιτητές εκεί μέσα. Και πολλά άλλα φρούτα, διάφορα.

Μαγνήτης για μαλακίες και μαλάκες εγώ, λοιπόν, από το δεύτερο εξάμηνο κιόλας, μια γυναικοπαρέα με 4 ηλίθιες άρχισε να μου ψιλοκολάει στην πληροφορική, γιατί δεν σκαμπάζανε γρι από τεχνολογία, κι εγώ λόγω εμφάνισης και ευκολίας χειρισμού, έδινα τη λανθασμένη εντύπωση του και καλά γνώστη. Μια κοντή, γεματούλα, πουτανί, η ζωή, μια λεπτή, ξερακιανή, μαυρομάλα, η δέσποινα, μια ψηλή, αλόγα, άχαρη, ξανθιά, η γιώτα, κι η κολλητή της, μια ροζ-ξανθιά γουρουνόφατσα με πάντα ξινισμένη μούρη, η αναστασία.

Η ζωή από την αρχή εκδήλωσε ενδιαφέρον, με καλούσε για καφέ σπίτι της μαζί με τη δέσποινα, οι άλλες δυο σπάνια ήταν της παρέας. Παρακάτω έμαθα πως ήταν λεσβίες και όχι μόνο αυτό, αλλά και πολύ σνομπ. Η ζωή λοιπόν το έπαιζε λίγο χαζούλα, τρυφερή, φιλική, πως ήθελε όλο παρέα, στήριξη, γούτσου γούτσου κι αγκαλίτσες (υποτίθεται φιλικά). Δεν ήταν λίγες οι φορές που έκανε κοπλιμέντα ή πετούσε πονηρά υπονοούμενα, απονήρευτος μαλάκας όμως καλή ώρα, χαμπάρι το ζώον. Δυό φορές, όχι μία, με κάλεσε να πάω να μείνω σπίτι της το βράδυ (Σ.Κ.). Δεν υποψιάστηκα τίποτα. Τη μια φορά και καλά την παρενοχλούσε ο πρώην της κι ήθελε κάποιον να κοιμηθεί μαζί του για να νιώθει ασφάλεια, την άλλη δήθεν τη χτύπησε ένα κορίτσι από τη σχολή, την μελάνιασε, κι ήθελε παρεούλα για να γίνει καλά. Πάω λοιπόν, όχι μόνο έχαιρε άκρας υγείας, αλλά δεν φορούσε σχεδόν τίποτα, και είχε εκείνα τα γκαβλιάρικα τα παντοφλάκια τα ροζ με τα ζωάκια, που φοράνε τα μικρά κοριτσάκια.

Εγώ την ψιλιάστηκα μόνο τότε (πόσο κάρβουνο έκαιγα κάποτε θέ μου), όμως δεν είχα ούτε λάστιχο, και είχα φρικάρει, γιατί δεν την ήξερα σχεδόν καθόλου, και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα μου ετοίμαζε τέτοια γλέντια, από την πρώτη κιόλας φορά που με φιλοξένησε! Ήθελε να μου βγάλει το παντελόνι, αλλά εγώ φοβήθηκα και φρίκαρα, αρνήθηκα. Έστειλε τη δέσποινα στο δωμάτιό μου. Η ζωή, πήγε στο δίπλα δωμάτιο, από τον ήχο κατάλαβα πως ξαπλώνει στο κρεβάτι, και κάτι άρχιζε να βουΐζει "βζζζζζ", μάλλον... δονητής! Η δέσποινα έκλεισε το μεγάλο φως (είχε και μικρό νύχτας), ξάπλωσε στο δίπλα κρεβάτι, άρχισε να χαϊδεύεται, να με κοιτάει λοξά και αραιά και που να ψευτοαναστενάζει. Με νύχια και με δόντια κρατήθηκα να μή χιμήξω, καθώς ήμουν απροετοίμαστος, χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, γύρισα πλάτη και προσπάθησα να κοιμηθώ, όμως όπως ήταν φυσικό, δεν τα κατάφερα, γιατί κάθε λίγο γυρνούσα κι έριχνα κλεφτές ματιές, ενώ όταν αυτή τελικά τελείωσε και κοιμήθηκε, σηκώθηκα αθόρυβα, πήγα στην τουαλέτα και "άσπρισα λίγο τα ντουβάρια".

Από την επόμενη, όπως ήταν αναμενόμενο, με πέρασαν για πούστη, και το γύρισαν στο πολύ φιλικό. Κοριτσοπαρέα, κουτσομπολιά, με παρακαλούσαν και οι δυο να τους κάνω την τσατσά και να τις προξενήσω... Σε τί περιπέτειες μπήκα ο μαλάκας. Η ζωή ήθελε το μάνθο, έναν χοντρό άσχημο. Αυτός πηδιόταν με την καθηγήτρια που λέγαμε, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε μαζί της. Η ζωή κάπως το έμαθε, και με το ζόρι με πήγε έξω από το σπίτι του χοντρού, την ώρα κιόλας που γινόταν η δουλειά, και με έβαλε να φωνάζω μαλακίες μαζί της για να τους τρομάξουμε και να σταματήσουν. Μετά, φύγαμε τρέχοντας. Μετά που δεν της έκατσε, άρχισε τις γνωριμίες μαζί του. Αυτός αν και σαβούρας/μουνόδουλος, ήξερε πολύ κόσμο, και άρχισε να τις κάνει την προξενήτρα. Η ζωή απέκτησε ξαφνικά ένα βίτσιο για στρατιωτικούς και ένστολους. Άρχισε λοιπόν να βγαίνει ραντεβού με τέτοιους, κουβαλούσε μαζί της το μάνθο, καμμιά φορά και τη δέσποινα, κι έσερνε κι εμένα με το στανιό να τους κρατάω το φανάρι και να κάνουν γούστο. Ξενέρωσα τη ζωή μου και άρχισα να απομακρύνομαι, κάνοντας περισσότερο παρέα με τη δέσποινα.

Αυτή όμως, έβαλε στο μάτι έναν περπατημένο σαρανταφευγάρη από ένα γραφείο πίσω, και με παρακάλεσε να τους τα φτιάξω. Να τον πλησιάσω, να προσπαθήσω να μάθω λίγα πράγματα για αυτόν, να του δώσω το τηλέφωνό της και να του πω να πάρει να μιλήσουνε. Εγώ καλός μαλάκας, έκανα το καλό και τό 'βαλα στον κώλο μου. Έγινα ρόμπα σε εκείνο το γραφείο καθώς καρφώθηκα άσκημα, άρχισαν γλώσσες να μιλάνε, κτλ. Η δέσποινα όμως ήταν χαρούμενη, πέτυχε το σκοπό της, και μου λέει: "από μένα ό,τι θες, εικόνισμα θα σου κάνω". Μια μέρα λοιπόν, με κάλεσε σπίτι της, και μου είπε να φέρω και μια τσόντα... να δούμε μαζί παρέα. Μεγάλο και άπειρο χαϊβάνι ακόμα εγώ, πάλι δεν την ψιλιάστηκα. Διάλεξα μια καλή με λατίνες teens (legal, όχι jailbate), την πήρα και πήγα σπίτι της. Είχε καλέσει και μια άσχημη, χοντρή αθηναία, που δεν έβρισκε γκόμενο, είχε ετοιμάσει κι αυτή τρίο, αλλά το ζώον πάλι τελευταία στιγμή κατάλαβα τί συνέβαινε γύρω μου. Κλασσικά, χωρίς λάστιχο, φρικαρισμένος γιατί τη δέσποινα επίσης δεν την ήξερα αρκετά καλά για να νιώσω άνετα μαζί της να ανοιχτώ έτσι απότομα, και γιατί η αθηναία μου ήταν τελείως άγνωστη, δεν με χάλασε η ασχήμια, η πείνα μου ήταν του θανατά. Δεν έκανα τίποτε, κρατώντας με νύχια και με δόντια τα χέρια μου να μην τα αμολύσω πάνω στο ψαχνό. Αυτή τη φορά δεν είχαμε "κινήσεις ψαρέματος", όπως στο σπίτι της ζωής.

Μετά άρχισαν να με ψιλοαποφεύγουν. Η ανικανότητα έχει ένα όριο, εγώ έφτασα το θρύλο, έγινα ημίθεος! Όμως δεν ξέρω γιατί και πως, βρήκα μια κοπέλα που μου άρεσε πολύ. Άλλη, άγνωστη. Την Καιτούλα. Άρχισα να πηγαίνω σε μαθήματα που δεν είχα δηλωμένα, να κάθομαι κοντά της, να την παρατηρώ, έφτασα ακόμη μέχρι και να συμπληρώνω τις εργασίες και τα τεστ από τα δικά της εργαστήρια, για μένα που δεν τα είχα δηλωμένα καν. Μάλιστα, η δασκάλα μάζευε τις παρατημένες εργασίες μου από τον πάγκο, και με έψαχνε ύστερα να μου τις δώσει, νομίζοντας πως είμαι του μαθήματος και τις ξέχασα καταλάθος, γιατί είχα πάρει και... άριστα, εντωμεταξύ! Μεγάλο τονωτικό ο έρωτας, άχχ... Θυμήθηκα την υπόσχεση της δέσποινας, και της ζήτησα μια χάρη λοιπόν. Να μάθει ό,τι μπορεί για αυτό το κορίτσι που τόσο μου άρεσε, να πάρει και το κινητό της, και να μου τα δώσει.

Μόλις το έμαθε η ζωή σκύλιασε από τη ζήλια της όμως, κι από κει που με είχε γραμμένο, άρχισε να μου κολλάει έντονα, να ζητάει συνέχεια την παρέα μου, να με βάζει να την ακολουθώ παντού, μέχρι και στο μασούτη για ψώνια, να της τα κουβαλάω και στο σπίτι σαν γαϊδουράκι, και γενικά να είμαι μόνιμος μουσαφίρης. Άρχισε να μου δείχνει το σώμα της μια μέρα λοιπόν, μέσα στο σπίτι της, όπως και το piercing κάτω από τη γλώσσα, κι εγώ χάθηκα εντελώς και άρχισα να την ξεντύνω. Με πέταξε στον καναπέ, ξάπλωσε πάνω μου, εγώ άρχισα να τα "ελεύθερα πιασίματα, δαχτυλιάσματα" και στοματικό. Όταν κόντευε να τελιώσει, μου αρπάζει το κεφάλι, με σπρώχνει, "βγες από κει", λέει. Βλέπω τότε όμως η μπαλκονόπορτα, οι κουρτίνες ήταν όλα ανοιχτά, και στο απέναντι, δίπλα σπίτι, κάποιος ήταν πίσω από την κουρτίνα και έκανε μάτι. Κλείσε λέω, μας βλέπουν απέναντι. Δεν πειράζει, λέει αυτή, είναι ο γιος του ιδιοκτήτη, με βλέπει συνέχεια, πάει δευτέρα λυκείου. Μικρός είναι λέω, κλείσε. Όχι, λέει αυτή, δεν πειράζει, να μαθαίνει το παιδί. Εντωμεταξύ, όλη αυτήν την ώρα, είχε βάλει στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ το κινητό της, και έγραφε. Χαμπάρι δεν πήρα. Μόλις πήγα να βγάλω τον αριστείδη να αρχίσει γεώτρηση, μου λέει ξαφνικά και απότομα, "φτάνει, δεν θέλω, έχω να πάω στον οδοντίατρο, φύγε". Τί φύγε; Λέω, ακόμα δεν αρχίσαμε, φύγε; Φύγε, γιατί θα αρχίσω να φωνάζω πως με βιάζουνε, λέει αυτή. Μετά πρόσεξα το κινητό, κατάλαβα, ρούφηξα την πούτσα κι έφυγα όπως ήμουν, μην επιστρέφοντας ποτέ.

Έγινα ρεζίλι, περίγελως, και ως ανίκανος, αλλά και ως αναποφάσιστος, που άλλη θέλω κι άλλη αυτό. Και εννοείται, πως ούτε αυτό χάρηκα. Το βιντεάκι και τα λεγόμενα στη διάρκεια αυτού ταξίδεψαν πολύ και μακρυά. Κάνοντάς με να κόψω με πολύ κόσμο. Τα μάζεψα κι εξαφανίστηκα για κανά χρόνο. Γυρίζοντας, πήρα ένα μάθημα της "καθηγήτριας" χωρίς να γνωρίζω ποιος το διδάσκει. Ναί, εκείνης που πήδαγε ο χοντρός. Άρχισε τα πλάγια τα πεσίματα, από το τρίτο μάθημα κιόλας, κι αυτή χωρίς να με ξέρει από χτες. Μια φορά κιόλας θύμωσε, που δεν πήγα στο αυτοκίνητό της να με γυρίσει θεσσαλονίκη αυτή. Όταν αλλάξαμε και email, προχώρησε το πράγμα σε υποννοούμενα κι ορίστηκε και συνάντηση επιτέλους, ήμουν τόσο χαρούμενος, που ήθελα να της πάρω και δώρο. Εντωμεταξύ, σε εκείνη τη σχολή, αλλά και το ευρύτερο "φιλικό" περιβάλλον, δάνειζα το κινητό μου για κλήσεις ή μηνύματα σε διάφορους, και κάποιοι από αυτούς όχι μόνο ήταν τρακαδόροι που κάνανε τσάμπα δουλειές, αλλά στέλνανε διάφορες μαλακίες στις επαφές μου, κάνοντάς με ρόμπα αδιάκριτα, εδώ κι εκεί (όταν το αντελήφθην ήταν ΠΟΛΥ αργά). Κάποιος λοιπόν της σφύριξε μαλακία, και την προηγούμενη της συνάντησης, με ρωτάει: "είπες σε κάποιον για εμάς;". Εγώ μόνο στον κολλητό μου είχα πει, και κοίτα να δεις ωραία επιλογή φίλου, αυτός ήταν και που με "γάμησε". Δεν ψιλιάστηκα τίποτα, είπα πως όχι, δεν είπα τίποτα σε κανέναν, της πήρα κι ένα ωραίο σετ από βατραχάκια σε κρύσταλλο σβαρόφσκι (κάποτε είχα του κώλου τα λεφτά για χαρτζηλίκι και πέταμα, και ήξερα πως ήταν βιολόγα και της άρεζαν τα αμφίβια, ήθελα να την ευχαριστήσω), κι ετοιμάστηκα. Ήρθε στο ραντεβού βιαστική, ξινισμένη, λέγοντας πως δεν έχει ώρα για "πέταμα" πολύ σήμερα. Με έσυρε σε ένα μαγαζί να πάει να κάνει γυαλιά ηλίου, βιάστηκε να με διώξει, μετά άρχισα να συνειδητοποιώ τί και πως, της λέω φεύγω, πάρε τουλάχιστον όμως και το δώρο σου, για μένα δεν έχει αξία πια. Το πήρε με το ζόρι, εγώ έφυγα τσακισμένος. Γύρισα να κοιτάξω λίγο πίσω πριν χαθεί στον ορίζοντα, και με την άκρη του ματιού μου την είδα να τα πετάει στον κάδο από τα σκουπίδια... :lheel:

Μετά από όλα αυτά τα πλήγματα, το έριξα στο πιοτό, έγραψα στα έτοιμα να σκάσουν από την αγαμία και την αναίτια νίλα αρχίδια μου τα πάντα όλα, μαθήματα, πουτάνες, πούστηδες, κωλοχώρια, κωλοχωριάτες και έφυγα από εκεί μια για πάντα. Ούτε ξαναπάτησα. Για λίγα χρόνια ακόμα άλλωστε, είχα πολλά λεφτά για πέταμα, πιοτά, ανέσεις και μαλακίες. Οι κακές συνήθειες όμως, όχι μόνο δεν γιατρεύουν τις πληγές, αλλά δημιουργούν και νέες, χωρίς να το θέλεις και να το συνειδητοποιείς, ακόμα κι αν περάσει πολύς χρόνος. The end.
΄




images



6196_3306321433624_678944640_n.jpg



1005149_3306320873610_26340844_n.jpg
 

skieros

Σεβαστός
Εγγρ.
9 Μαΐ 2011
Μηνύματα
2.120
Κριτικές
27
Like
1.467
Πόντοι
1.720
η ιστορια μιας καριολας
 

aigeas

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
4 Ιουλ 2009
Μηνύματα
10.454
Like
19
Πόντοι
166
τσοντα ροδα και καρατε να βαλει.....α και τον αχαχουχα σε μια γωνια να πουλαει λαχεια και θα πιασει η ιστορια του :grin:
ταυτοχρονα με τα λαχεια να ειναι και λουστρακος και ορφανος...
 
OP
OP
W

White Angel

Μέλος
Εγγρ.
9 Αυγ 2013
Μηνύματα
60
Like
1
Πόντοι
0
Αποφεύγετε τους χαρακτηρισμούς. Το θηλυκό πρόσωπο της ιστορίας, άλλωστε, τη ζωή του κάνει. Αυτά που έχει και χαίρεται, λίγοι τα έχουν και τα χαίρονται τώρα που μιλάμε, πόσο μάλλον λόγο κρίσης. Πέραν τούτου όμως, αλλιώς ήταν κάποτε, αλλιώς είναι σήμερα, και φταίνει και πολλοί μαλάκες για τη σημερινή της εικόνα. Και ακόμα περισσότεροι μαλάκες που τη βρίσκουν με τη σημερινή της εικόνα, συμπεριλαμβανομένων των εξευτελισμών με τα σπασμένα τραπέζια κτλ. Δεν την αγαπάει ακόμα ο πρωταγωνιστής, αντίθετα με κάποια ειρωνικά σχόλια στην αρχή, άλλωστε αυτό φαίνεται και από τα συμφραζόμενα. Όμως, αποφεύγετε τους χαρακτηρισμούς. Μισείτε την αμαρτία, όχι τον άνθρωπο.
 

ISINAS

Μέγας
Εγγρ.
17 Σεπ 2012
Μηνύματα
5.027
Κριτικές
57
Like
6.393
Πόντοι
4.006
Ήταν άνοιξη. Μάης μήνας. Γυρνούσα από τη δουλειά (τότε λεφτά υπήρχαν) στο σπίτι. Κάπου στο 1/3 της διαδρομής, χάλασε το λεωφορείο, και επιβιβαστήκαμε στο επόμενο μαζί με τον κόσμο της εκεί στάσης. Εντωμεταξύ, μέχρι να έρθει, έπιασα την κουβέντα με ένα αγανακτισμένο νεαρό, που είχε ραντεβού για job interview κι είχε το βιογραφικό του έτοιμο, όμως ήταν σίγουρος πως θα αργήσει κι ήταν μέσα στο άγχος και τον αρνητισμό. Γνωριστήκαμε, τα λέγαμε. Το επόμενο λεωφορείο ήρθε, κι έτσι ανεβήκαμε όλοι, το μπουλούκι εκείνο το τεράστιο.

Ήταν κάπου στις 2 με 2μιση το μεσημέρι, και μέσα στο λεωφορείο είχε και σχολιαρόπαιδα. Πιστεύω τέλη γυμνασίου αρχές λυκείου θα ήταν τα περισσότερα. Στην ανάποδη θέση, στην τελευταία πόρτα, κάθισε ένα κορίτσι με το αγόρι της, φορούσε μίνι και καθόταν επιδεικτικά σταυροπόδι με τα πόδια στη βάση μισάνοιχτα. Το αγόρι δίπλα της έρριχνε που και που γρήγορες ματιές, αλλά κι από κανένα διακριτικό χούφτωμα. Κοίταξα λιγούρικα κι εγώ, όμως καρφώθηκα γιατί είμαι άπειρος και νηστικός. Σχολίασαν κι οι δυο γελώντας: "Γκόμενα δεν έχει ο μαλάκας, και είναι και μεγάλος;". Εντωμεταξύ μετά, κάτι ερωτόλογα, μάλλον βρωμόλογα αντάλλαζαν μεταξύ τους, δεν άκουσα καλά, γιατί ο αγανακτισμένος νεαρός συνέχισε τη γκρίνια του (είμαι μαγνήτης για μαλάκες και μαλακίες δυστυχώς). Πιάστηκα από το κάγκελο στη μέση της πίσω πόρτας, γιατί φρενάριζε απότομα. Εκεί όμως, ήταν στριμωγμένο ένα κορίτσι, ξανθό, του γάλακτος. Και με την απότομη κίνηση που έκανα για να πιαστώ μην πέσω, ακούμπησα λίγο το σφιχτό, ολοστρόγγυλο κωλαράκι, άθελά μου. Δίπλα της ήταν μια κυρία, ή δασκάλα ή μάνα της, έτσι μου φάνηκε, που το πρόσεξε και ξίνισε τη μούρη. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πάρω το χέρι μου, γιατί εντωμεταξύ ανέβηκαν κι άλλοι και μόνο που δεν πατιόμασταν.

Αντί το κορίτσι να τραβηχτεί πέρα, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, άρχισε να κωλοτρίβεται πάνω στο χέρι μου. Κοκκίνισα, αυξήθηκε η πίεση τέρμα, η καρδιά βαρούσε στα 4, το βλέμμα χάθηκε στο άπειρο. Ο άλλος που εντωμεταξύ έμεινε να μιλάει μοναχός του, το πήρε χαμπάρι, είδε και την αιτία της αδράνειας του "συστήματός μου", γούρλωσε κάτι μάτια και έφυγε πέρα στην άλλη πόρτα, κόβοντας απότομα το μονόλογό του αλλά συνάμα και οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση με το καρμίρικο πλέον πρόσωπό μου. Εγώ ο κακομοίρης χάθηκα, άπλωσα λίγο καλύτερα το χέρι, λίγο τεντωμένα δάχτυλα με τρόπο, και άρχισα να τη χαϊδεύω αργά και μαλακά από κάτω και πίσω, μουνόχειλα μέχρι κωλότρυπα, πάνω από εκείνο το ημιδιαφανές, άσπρο, καβλιάρικο παντελονάκι. Αυτή το κατάλαβε αμέσως, και πάλι, όχι μόνο δεν έφυγε πέρα, αλλά έσκυψε λίγο διακριτικά, έκανε προς τα πίσω κολλώντας το κωλαράκι στο χέρι μου και πιέζοντάς το, κρύβοντάς το κιόλας (το χέρι μου) από την κυρά που άρχισε να το ψιλιάζεται και να κατεβάζει βατράχους (αλλά δεν είπε τίποτα, έτσι κι αλλιώς δεν είχε χώρο ούτε μισό βήμα να κάνεις).

Όταν μετά από λίγες στάσεις άδειασε χώρος, την άρπαξε από το χέρι και σχεδόν τραβώντας την, την πήρε και καθίσανε σε δυο άδειες θέσεις πιο μπροστά, ενώ αυτή δεν έδειχνε και πολύ πρόθυμη να αλλάξει μέρος. Εγώ "ξύπνησα" απότομα, μόλις τότε κατάλαβα τί έγινε και στενοχωρήθηκα αρκετά ώστε να βγάλω ένα ξεψυχισμένο, γκρινιάρικο, παθητικό, ασυναίσθητο αναστεναγμό. Το ζευγαράκι πάλι με κορόιδεψε με υφάκι: "καλά, πόσο μαλάκας είναι, τη χούφτωσε λίγο και την ερωτεύτηκε κιόλας!;", βάζοντας πάλι τα εφηβικά γελάκια, τα δήθεν αθώα, ξανά. Εγώ έμεινα να την κοιτάω (όμως δεν με έβλεπε πια γιατί ήταν πλάτη) με ένα ύφος, σαν να ήμουν άπορος και μόλις μου κλέψαν το φαγητό από το συσσίτιο, πριν καν προλάβω να φάω μια ζεστή μπουκιά. Πάλι κοροϊδεύαν το ζευγαράκι, αλλά πάλι χάθηκα γιατί ήμουν προσηλωμένος στο κορίτσι και κρεμόμουν με το βλέμμα πάνω της. Αλλά δεν με ενδιέφερε κιόλας τί θα πουν. Άλλωστε, ό,τι και να λέγανε, δίκιο είχαν. Η έλλειψη εμπειριών έχει σοβαρές στενοχώριες στο μέλλον, συνήθως αυτοκαταστροφικές (σύνδρομο αγαθοβιόλη, σύνδρομο αγαπούλη, σύνδρομο έρωτα με την πρώτη ματιά ή με το πρώτο άγγιγμα, σύνδρομο πιρφόρου κτλ.). Τα καλά μου τα χρόνια δεν τα χάρηκα όπως άλλοι, και αυτό το δυσάρεστο γεγονός έχει την τάση να μου πετάγεται μπροστά μου σε ανύποπτες στιγμές.

The end. Πάντως, αν δεν ήταν η κυρά, θα της μιλούσα σίγουρα. Θα ήθελα πολύ να ήταν κοπέλα μου, για κάτι όμορφο και μεγάλο σε διάρκεια. Βέβαια, μπορεί να μου πετούσε καμμιά ατάκα σαν εκείνες τις μικρομεγαλίστικες από εκείνο το ζευγαράκι, πάλι όμως δεν θα χαλούσε αυτό που αιστάνθηκα για αυτήν. Ήταν μια από τις απειροελάχιστες περιπτώσεις που μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, και μάλιστα με μια εντελώς άγνωστη, στο λεωφορείο. :'(
Μου εχει τυχει ακριβος το ιδιο...η γκομενα γουσταρε..την αλλη μερα απογευμα πηγαμε σε χοτελ..την μαμησα..μετα με επαιρνε τηλεφωνα..και εκανα πως δεν την γνωριζο... :rockon: :rockon:
 

Κώστας Λαδάκης

Σεβαστός
Εγγρ.
21 Απρ 2011
Μηνύματα
24.106
Κριτικές
7
Like
10.107
Πόντοι
1.686
Μου εχει τυχει ακριβος το ιδιο...η γκομενα γουσταρε..την αλλη μερα απογευμα πηγαμε σε χοτελ..την μαμησα..μετα με επαιρνε τηλεφωνα..και εκανα πως δεν την γνωριζο... :rockon: :rockon:

Και μετά ξύπνησες !  :2funny:
 

Κώστας Λαδάκης

Σεβαστός
Εγγρ.
21 Απρ 2011
Μηνύματα
24.106
Κριτικές
7
Like
10.107
Πόντοι
1.686


Συνέχισε να γράφεις καμιά καλή ιστορία ,και να μην σε αποσπούν

οι αγαπούληδες !  :2funny:
 

Κώστας Λαδάκης

Σεβαστός
Εγγρ.
21 Απρ 2011
Μηνύματα
24.106
Κριτικές
7
Like
10.107
Πόντοι
1.686
Οχι σοβαρολογο τυπε μου,τοσο περιεργο σου φαινετε;;Δεν ειναι και κατι το τοσο τρομερο για να φανταζει απιστευτο  ξεκολα  :2funny: :2funny:

Ναι ,είναι...πολύ πιστευτό !  :2funny: :2funny:

Ιδίως το ότι μετά...έκανες πως δεν την ήξερες !  :2funny:

Εκτός αν σου ζήτησε κανένα κατοστάρικο ,οπότε μπορεί και να είναι αληθινό !
 

ISINAS

Μέγας
Εγγρ.
17 Σεπ 2012
Μηνύματα
5.027
Κριτικές
57
Like
6.393
Πόντοι
4.006
Ναι ,είναι...πολύ πιστευτό !  :2funny: :2funny:

Ιδίως το ότι μετά...έκανες πως δεν την ήξερες !  :2funny:

Εκτός αν σου ζήτησε κανένα κατοστάρικο ,οπότε μπορεί και να είναι αληθινό !
Οχι κατοσταρικο ...Αλλα καταλαβα πως ηθελε να σπιτοθι...και εγω δεν το γουσταρα αυτο τυπε μου  ;)
 

marios51

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
21 Δεκ 2009
Μηνύματα
17.375
Κριτικές
16
Like
198
Πόντοι
676
Kαλα ολη η ιστορια ειναι "καπως" αλλα ειδικα τα σχολια του ζευγαριου ειναι γαμησετα.
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom