White Angel
Μέλος
- Εγγρ.
- 9 Αυγ 2013
- Μηνύματα
- 60
- Like
- 1
- Πόντοι
- 0
Ήταν άνοιξη. Μάης μήνας. Γυρνούσα από τη δουλειά (τότε λεφτά υπήρχαν) στο σπίτι. Κάπου στο 1/3 της διαδρομής, χάλασε το λεωφορείο, και επιβιβαστήκαμε στο επόμενο μαζί με τον κόσμο της εκεί στάσης. Εντωμεταξύ, μέχρι να έρθει, έπιασα την κουβέντα με ένα αγανακτισμένο νεαρό, που είχε ραντεβού για job interview κι είχε το βιογραφικό του έτοιμο, όμως ήταν σίγουρος πως θα αργήσει κι ήταν μέσα στο άγχος και τον αρνητισμό. Γνωριστήκαμε, τα λέγαμε. Το επόμενο λεωφορείο ήρθε, κι έτσι ανεβήκαμε όλοι, το μπουλούκι εκείνο το τεράστιο.
Ήταν κάπου στις 2 με 2μιση το μεσημέρι, και μέσα στο λεωφορείο είχε και σχολιαρόπαιδα. Πιστεύω τέλη γυμνασίου αρχές λυκείου θα ήταν τα περισσότερα. Στην ανάποδη θέση, στην τελευταία πόρτα, κάθισε ένα κορίτσι με το αγόρι της, φορούσε μίνι και καθόταν επιδεικτικά σταυροπόδι με τα πόδια στη βάση μισάνοιχτα. Το αγόρι δίπλα της έρριχνε που και που γρήγορες ματιές, αλλά κι από κανένα διακριτικό χούφτωμα. Κοίταξα λιγούρικα κι εγώ, όμως καρφώθηκα γιατί είμαι άπειρος και νηστικός. Σχολίασαν κι οι δυο γελώντας: "Γκόμενα δεν έχει ο μαλάκας, και είναι και μεγάλος;". Εντωμεταξύ μετά, κάτι ερωτόλογα, μάλλον βρωμόλογα αντάλλαζαν μεταξύ τους, δεν άκουσα καλά, γιατί ο αγανακτισμένος νεαρός συνέχισε τη γκρίνια του (είμαι μαγνήτης για μαλάκες και μαλακίες δυστυχώς). Πιάστηκα από το κάγκελο στη μέση της πίσω πόρτας, γιατί φρενάριζε απότομα. Εκεί όμως, ήταν στριμωγμένο ένα κορίτσι, ξανθό, του γάλακτος. Και με την απότομη κίνηση που έκανα για να πιαστώ μην πέσω, ακούμπησα λίγο το σφιχτό, ολοστρόγγυλο κωλαράκι, άθελά μου. Δίπλα της ήταν μια κυρία, ή δασκάλα ή μάνα της, έτσι μου φάνηκε, που το πρόσεξε και ξίνισε τη μούρη. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πάρω το χέρι μου, γιατί εντωμεταξύ ανέβηκαν κι άλλοι και μόνο που δεν πατιόμασταν.
Αντί το κορίτσι να τραβηχτεί πέρα, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, άρχισε να κωλοτρίβεται πάνω στο χέρι μου. Κοκκίνισα, αυξήθηκε η πίεση τέρμα, η καρδιά βαρούσε στα 4, το βλέμμα χάθηκε στο άπειρο. Ο άλλος που εντωμεταξύ έμεινε να μιλάει μοναχός του, το πήρε χαμπάρι, είδε και την αιτία της αδράνειας του "συστήματός μου", γούρλωσε κάτι μάτια και έφυγε πέρα στην άλλη πόρτα, κόβοντας απότομα το μονόλογό του αλλά συνάμα και οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση με το καρμίρικο πλέον πρόσωπό μου. Εγώ ο κακομοίρης χάθηκα, άπλωσα λίγο καλύτερα το χέρι, λίγο τεντωμένα δάχτυλα με τρόπο, και άρχισα να τη χαϊδεύω αργά και μαλακά από κάτω και πίσω, μουνόχειλα μέχρι κωλότρυπα, πάνω από εκείνο το ημιδιαφανές, άσπρο, καβλιάρικο παντελονάκι. Αυτή το κατάλαβε αμέσως, και πάλι, όχι μόνο δεν έφυγε πέρα, αλλά έσκυψε λίγο διακριτικά, έκανε προς τα πίσω κολλώντας το κωλαράκι στο χέρι μου και πιέζοντάς το, κρύβοντάς το κιόλας (το χέρι μου) από την κυρά που άρχισε να το ψιλιάζεται και να κατεβάζει βατράχους (αλλά δεν είπε τίποτα, έτσι κι αλλιώς δεν είχε χώρο ούτε μισό βήμα να κάνεις).
Όταν μετά από λίγες στάσεις άδειασε χώρος, την άρπαξε από το χέρι και σχεδόν τραβώντας την, την πήρε και καθίσανε σε δυο άδειες θέσεις πιο μπροστά, ενώ αυτή δεν έδειχνε και πολύ πρόθυμη να αλλάξει μέρος. Εγώ "ξύπνησα" απότομα, μόλις τότε κατάλαβα τί έγινε και στενοχωρήθηκα αρκετά ώστε να βγάλω ένα ξεψυχισμένο, γκρινιάρικο, παθητικό, ασυναίσθητο αναστεναγμό. Το ζευγαράκι πάλι με κορόιδεψε με υφάκι: "καλά, πόσο μαλάκας είναι, τη χούφτωσε λίγο και την ερωτεύτηκε κιόλας!;", βάζοντας πάλι τα εφηβικά γελάκια, τα δήθεν αθώα, ξανά. Εγώ έμεινα να την κοιτάω (όμως δεν με έβλεπε πια γιατί ήταν πλάτη) με ένα ύφος, σαν να ήμουν άπορος και μόλις μου κλέψαν το φαγητό από το συσσίτιο, πριν καν προλάβω να φάω μια ζεστή μπουκιά. Πάλι κοροϊδεύαν το ζευγαράκι, αλλά πάλι χάθηκα γιατί ήμουν προσηλωμένος στο κορίτσι και κρεμόμουν με το βλέμμα πάνω της. Αλλά δεν με ενδιέφερε κιόλας τί θα πουν. Άλλωστε, ό,τι και να λέγανε, δίκιο είχαν. Η έλλειψη εμπειριών έχει σοβαρές στενοχώριες στο μέλλον, συνήθως αυτοκαταστροφικές (σύνδρομο αγαθοβιόλη, σύνδρομο αγαπούλη, σύνδρομο έρωτα με την πρώτη ματιά ή με το πρώτο άγγιγμα, σύνδρομο πιρφόρου κτλ.). Τα καλά μου τα χρόνια δεν τα χάρηκα όπως άλλοι, και αυτό το δυσάρεστο γεγονός έχει την τάση να μου πετάγεται μπροστά μου σε ανύποπτες στιγμές.
The end. Πάντως, αν δεν ήταν η κυρά, θα της μιλούσα σίγουρα. Θα ήθελα πολύ να ήταν κοπέλα μου, για κάτι όμορφο και μεγάλο σε διάρκεια. Βέβαια, μπορεί να μου πετούσε καμμιά ατάκα σαν εκείνες τις μικρομεγαλίστικες από εκείνο το ζευγαράκι, πάλι όμως δεν θα χαλούσε αυτό που αιστάνθηκα για αυτήν. Ήταν μια από τις απειροελάχιστες περιπτώσεις που μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, και μάλιστα με μια εντελώς άγνωστη, στο λεωφορείο. :'(
Ήταν κάπου στις 2 με 2μιση το μεσημέρι, και μέσα στο λεωφορείο είχε και σχολιαρόπαιδα. Πιστεύω τέλη γυμνασίου αρχές λυκείου θα ήταν τα περισσότερα. Στην ανάποδη θέση, στην τελευταία πόρτα, κάθισε ένα κορίτσι με το αγόρι της, φορούσε μίνι και καθόταν επιδεικτικά σταυροπόδι με τα πόδια στη βάση μισάνοιχτα. Το αγόρι δίπλα της έρριχνε που και που γρήγορες ματιές, αλλά κι από κανένα διακριτικό χούφτωμα. Κοίταξα λιγούρικα κι εγώ, όμως καρφώθηκα γιατί είμαι άπειρος και νηστικός. Σχολίασαν κι οι δυο γελώντας: "Γκόμενα δεν έχει ο μαλάκας, και είναι και μεγάλος;". Εντωμεταξύ μετά, κάτι ερωτόλογα, μάλλον βρωμόλογα αντάλλαζαν μεταξύ τους, δεν άκουσα καλά, γιατί ο αγανακτισμένος νεαρός συνέχισε τη γκρίνια του (είμαι μαγνήτης για μαλάκες και μαλακίες δυστυχώς). Πιάστηκα από το κάγκελο στη μέση της πίσω πόρτας, γιατί φρενάριζε απότομα. Εκεί όμως, ήταν στριμωγμένο ένα κορίτσι, ξανθό, του γάλακτος. Και με την απότομη κίνηση που έκανα για να πιαστώ μην πέσω, ακούμπησα λίγο το σφιχτό, ολοστρόγγυλο κωλαράκι, άθελά μου. Δίπλα της ήταν μια κυρία, ή δασκάλα ή μάνα της, έτσι μου φάνηκε, που το πρόσεξε και ξίνισε τη μούρη. Εγώ όμως δεν μπορούσα να πάρω το χέρι μου, γιατί εντωμεταξύ ανέβηκαν κι άλλοι και μόνο που δεν πατιόμασταν.
Αντί το κορίτσι να τραβηχτεί πέρα, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, άρχισε να κωλοτρίβεται πάνω στο χέρι μου. Κοκκίνισα, αυξήθηκε η πίεση τέρμα, η καρδιά βαρούσε στα 4, το βλέμμα χάθηκε στο άπειρο. Ο άλλος που εντωμεταξύ έμεινε να μιλάει μοναχός του, το πήρε χαμπάρι, είδε και την αιτία της αδράνειας του "συστήματός μου", γούρλωσε κάτι μάτια και έφυγε πέρα στην άλλη πόρτα, κόβοντας απότομα το μονόλογό του αλλά συνάμα και οποιαδήποτε άλλη συσχέτιση με το καρμίρικο πλέον πρόσωπό μου. Εγώ ο κακομοίρης χάθηκα, άπλωσα λίγο καλύτερα το χέρι, λίγο τεντωμένα δάχτυλα με τρόπο, και άρχισα να τη χαϊδεύω αργά και μαλακά από κάτω και πίσω, μουνόχειλα μέχρι κωλότρυπα, πάνω από εκείνο το ημιδιαφανές, άσπρο, καβλιάρικο παντελονάκι. Αυτή το κατάλαβε αμέσως, και πάλι, όχι μόνο δεν έφυγε πέρα, αλλά έσκυψε λίγο διακριτικά, έκανε προς τα πίσω κολλώντας το κωλαράκι στο χέρι μου και πιέζοντάς το, κρύβοντάς το κιόλας (το χέρι μου) από την κυρά που άρχισε να το ψιλιάζεται και να κατεβάζει βατράχους (αλλά δεν είπε τίποτα, έτσι κι αλλιώς δεν είχε χώρο ούτε μισό βήμα να κάνεις).
Όταν μετά από λίγες στάσεις άδειασε χώρος, την άρπαξε από το χέρι και σχεδόν τραβώντας την, την πήρε και καθίσανε σε δυο άδειες θέσεις πιο μπροστά, ενώ αυτή δεν έδειχνε και πολύ πρόθυμη να αλλάξει μέρος. Εγώ "ξύπνησα" απότομα, μόλις τότε κατάλαβα τί έγινε και στενοχωρήθηκα αρκετά ώστε να βγάλω ένα ξεψυχισμένο, γκρινιάρικο, παθητικό, ασυναίσθητο αναστεναγμό. Το ζευγαράκι πάλι με κορόιδεψε με υφάκι: "καλά, πόσο μαλάκας είναι, τη χούφτωσε λίγο και την ερωτεύτηκε κιόλας!;", βάζοντας πάλι τα εφηβικά γελάκια, τα δήθεν αθώα, ξανά. Εγώ έμεινα να την κοιτάω (όμως δεν με έβλεπε πια γιατί ήταν πλάτη) με ένα ύφος, σαν να ήμουν άπορος και μόλις μου κλέψαν το φαγητό από το συσσίτιο, πριν καν προλάβω να φάω μια ζεστή μπουκιά. Πάλι κοροϊδεύαν το ζευγαράκι, αλλά πάλι χάθηκα γιατί ήμουν προσηλωμένος στο κορίτσι και κρεμόμουν με το βλέμμα πάνω της. Αλλά δεν με ενδιέφερε κιόλας τί θα πουν. Άλλωστε, ό,τι και να λέγανε, δίκιο είχαν. Η έλλειψη εμπειριών έχει σοβαρές στενοχώριες στο μέλλον, συνήθως αυτοκαταστροφικές (σύνδρομο αγαθοβιόλη, σύνδρομο αγαπούλη, σύνδρομο έρωτα με την πρώτη ματιά ή με το πρώτο άγγιγμα, σύνδρομο πιρφόρου κτλ.). Τα καλά μου τα χρόνια δεν τα χάρηκα όπως άλλοι, και αυτό το δυσάρεστο γεγονός έχει την τάση να μου πετάγεται μπροστά μου σε ανύποπτες στιγμές.
The end. Πάντως, αν δεν ήταν η κυρά, θα της μιλούσα σίγουρα. Θα ήθελα πολύ να ήταν κοπέλα μου, για κάτι όμορφο και μεγάλο σε διάρκεια. Βέβαια, μπορεί να μου πετούσε καμμιά ατάκα σαν εκείνες τις μικρομεγαλίστικες από εκείνο το ζευγαράκι, πάλι όμως δεν θα χαλούσε αυτό που αιστάνθηκα για αυτήν. Ήταν μια από τις απειροελάχιστες περιπτώσεις που μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, και μάλιστα με μια εντελώς άγνωστη, στο λεωφορείο. :'(