Εξαρτάται από ποια μεριά βρίσκεσαι κ τι πιστεύεις....αν πιστεύεις ότι το κάνουν απλά για να το κάνουν ναι είναι,αν δεν το πιστεύεις όχι δεν είναι,το κάνουν επειδή το πιστεύουν.
Πάντως επάγγελμα: ''οργανωτής πορείας-διαμαρτυρίας'' δεν υπάρχει.
Σάββας Τσιμπόγλου, η... βουβουζέλα του λιμανιού
Της Μαριλης Mαργωμενου
Αν ο Βασίλι Ζάιτσεφ δεν είχε αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο, πολύ θα τον συγκινούσε η ιστορία του Σάββα Τσιμπόγλου. Βλέπετε, ο Βασίλι Ζάιτσεφ ήταν το φτωχόπαιδο απ' τα Ουράλια που έγινε ελεύθερος σκοπευτής στο Στάλινγκραντ, και κατάφερε να σκοτώσει τόσους εχθρούς στη μάχη που κάθε μέρα η «Πράβντα» έγραφε τα ανδραγαθήματά του για να τον λατρέψει ο ρωσικός λαός. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Σάββας Τσιμπόγλου που γεννήθηκε πάμφτωχος στα Μανιάτικα, έγινε εργατοπατέρας στον Πειραιά, και κατάφερε να διώξει τόσους τουρίστες από το λιμάνι που ο «Ριζοσπάστης» γράφει ακόμα τα κατορθώματά του για να τον αποθεώσει ο ελληνικός λαός. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στο Βασίλι Ζάιτσεφ και τον Σάββα Τσιμπόγλου, είναι πως ο πρώτος είχε τουφέκι για όπλο, ενώ ο δεύτερος ντουντούκα. Κατά τα κομοδινί μαλλί του κ. Τσιμπόγλου ομοιάζει εξαιρετικά με το γούνινο σκουφί του Ζάιτσεφ.
Αλλά καλύτερα να πάρουμε την ιστορία απ' την αρχή. Ο Σ. Τσιμπόγλου άγγιξε το ζενίθ της δόξας του εκείνο το πρωί του Απρίλη που κατέπλευσε στον Πειραιά το κρουαζιερόπλοιο Zenith. Αν ρωτήσετε τους δύστυχους Ισπανούς που πήγαιναν κρουαζιέρα τι ακριβώς συνέβη, θα σας πουν πως υπό την καθοδήγηση ενός πενηντάρη με ντουντούκα 400 κύριοι του ΠΑΜΕ φράκαραν στην πύλη του λιμανιού και δεν τους άφηναν να πάνε στο πλοίο τους. Αλλά αν διαβάσετε τον «Ριζοσπάστη» της επομένης, θα διαπιστώσετε πως «όταν οι επιβάτες άκουσαν από την ντουντούκα τον Σάββα τον Τσιμπόγλου να εξηγεί τη σημασία του αγώνα, έπνιξαν τα λόγια του στα χειροκροτήματα». Κι ένας Αμερικανός τουρίστας «πήρε στα χέρια του και ύψωσε τη σημαία του ΠΑΜΕ μαζί με τους εργάτες»! Τι κι αν ο Σάββας ο Τσιμπόγλου κι η ντουντούκα του δεν μιλούν την ισπανική; Οπως δήλωσε ο ήρωας της ιστορίας μας, «μερικοί ξέραμε τσάτρα - πάτρα ισπανικά» και «είχαμε και μεταφραστές», και τέλος πάντων «κατάλαβαν το δίκιο μας οι άνθρωποι».
Στα πέρατα του κόσμου
Κι έτσι κάπως, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό η φράση «ΠΑΜΕ λιμάνι» απέκτησε επαναστατική έννοια. Δεν ήταν μόνο ο «Ριζοσπάστης» που έγραψε το έπος της Ακτής Ξαβερίου. Ηταν και οι τουρίστες που αντιμετώπισαν «την ντουντούκα του Σάββα του Τσιμπόγλου» με ενθουσιασμό που θα ταίριαζε σε βουβουζέλα. Και τώρα πλέον, που έχουν γυρίσει στις χώρες τους, ο Σάββας ο Τσιμπόγλου, ως βουβουζέλα του λιμανιού, θα πρέπει να έχει γίνει διάσημος στα πέρατα του κόσμου.
Βλέπετε, μέχρι τότε τον Σάββα τον Τσιμπόγλου τον ήξεραν μόνο στα Μανιάτικα όπου χρόνια τώρα μεσουρανεί η τσιμπογλική γενιά. Με καταγωγή απ' την όχι και τόσο μακρινή Μάνη, οι Τσιμπογλαίοι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά πολύ πριν ο μικρός Σάββας ανοίξει τα μάτια του και νιώσει την κοινωνική αδικία. Ο πατέρας του, ο Λεόντιος ο Τσιμπόγλου, ήταν «καζαντζής», δηλαδή κατασκευαστής καζανιών, κι έτσι γύριζε στο σπίτι πάντα μαύρος απ' το φούμο. Ο νεαρός Σάββας μπορεί να διάλεξε καλύτερη μοίρα και να έγινε μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, αλλά αν τον ρωτήσετε θα σας πει πως ήταν συνδικαλιστής από νήπιο: απ' όταν τον έπαιρνε ο πατέρας του στις εκδρομές του Συνδικάτου Μετάλλου, να του μάθει την επανάσταση. Κι έτσι ο Σάββας γνώρισε όλα αυτά που δεν ξέρουν στου λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν. Δούλεψε στα 12 του σε αλυσιδάδικο, μετά σε γύφτικο σιδηρουργείο στα Καμίνια, ύστερα σε ελασματουργείο, και στα 19 του μπάρκαρε για τις θολές γραμμές των οριζόντων. Οπως λέει κι ο ίδιος «έφαγα τον Ειρηνικό με το κουτάλι».
Και προφανώς, του έπεσε βαρύς. Γιατί διέκοψε το ταξίδι του το 2004, που έπιασε επιτέλους στεριά και καρέκλα. Οταν ο προηγούμενος πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ Γ. Τούσας άφησε τον μικρό του θρόνο στο λιμάνι για μια κομμουνιστική θέση στον ήλιο της Ευρωβουλής, ο κ. Τσιμπόγλου σκαρφάλωσε στον προεδρικό θώκο και πήρε και την ντουντούκα του μαζί. Εκτοτε οι δυο τους δεν χώρισαν ποτέ.
Μ' αυτήν στο χέρι, ο Σ. Τσιμπόγλου διακήρυξε πως οι δημοσιογράφοι είναι «μαρκουτσολόγοι» που «τον παίρνουν πρωί πρωί να τον πρήξουν», οι δικαστές «λουκουμάδες» που έβγαλαν την απεργία παράνομη, οι εχθροί του «κάτι παλιόπαιδα» που «πάνε και υποβάλλουν μηνύσεις», και οι σύντροφοι που διαφωνούν με τις απεργίες, «χατζηαβάτες του συνδικαλιστικού κινήματος». Οσο για τον ίδιο... με ένα ένταλμα σύλληψης να εκκρεμεί και τα κανάλια να τον κυνηγούν, ο κ. Τσιμπόγλου λουφάζει στο ηλιόλουστο γραφείο του στην επαναστατική οδό Μπουμπουλίνας, καπνίζοντας τσιγάρα βαριά. Στο συρτάρι του έχει πάντα καλλιτεχνικές φωτογραφίες του, που τις διανέμει στους δημοσιογράφους ώστε να εικονογραφήσουν τις περιπέτειές του. Οπως όλοι οι λαϊκοί ήρωες, έτσι κι εκείνος περιμένει την ιστορία να τον κρίνει. Γιατί και τον Βασίλι Ζάιτσεφ κάποτε τον αμφισβήτησαν, αλλά 60 χρόνια αργότερα το Χόλιγουντ τον έκανε ταινία με τίτλο «Εχθρός προ των πυλών». Ο τίτλος θα ταίριαζε τέλεια και στη μικρή ιστορία του Σάββα του Τσιμπόγλου. Μόνο που εκείνος θα έπαιζε τον εχθρό...