Το πρωί του Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου του 1944 μια διμοιρία του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη, που ανήκε στον λόχο του Αντώνη Καζάκου (Καπετάν Φλωριάς) κατέβηκε από το βουνό Χορτιάτης και, έξω από το ομώνυμο χωριό, έστησε ενέδρα σε αυτοκίνητο του οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης που πήγαινε στο βυζαντινό υδραγωγείο για την απολύμανση της δεξαμενής από την οποία υδροδοτούνταν η Θεσσαλονίκη. Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε στην τοποθεσία Καμάρα, δέχθηκε τα πυρά των ανταρτών με αποτέλεσμα να τραυματιστούν ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας εργοδηγός που επέβαινε σε αυτό, που και οι δύο ήταν Έλληνες. Ο εργοδηγός εξέπνευσε λίγο αργότερα, αφού μεταφέρθηκε στο χωριό από τους αντάρτες.
Μετά από περίπου μισή ώρα ένα δεύτερο αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τρεις Γερμανοί, ένας Έλληνας εργοδηγός και ένας Έλληνας υπάλληλος του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, πλησιάζοντας στην ίδια περιοχή, δέχθηκε και αυτό επίθεση από τους αντάρτες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε δύο Γερμανοί τραυματίστηκαν. Τελικά οι δύο Έλληνες και ο ένας από τους τραυματίες Γερμανούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους αντάρτες, ενώ οι άλλοι δύο Γερμανοί κατάφεραν να διαφύγουν και να επιστρέψουν στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
[size=20pt]Μετά τις δύο αυτές επιθέσεις των ανταρτών οι κάτοικοι της κωμόπολης του Χορτιάτη ζήτησαν τη συμβουλή του Καζάκου ως προς το αν έπρεπε να φύγουν από το χωριό, φοβούμενοι αντίποινα των Γερμανών, εκείνος όμως τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα[/size]. Έτσι η πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν τότε στο χωριό παρέμειναν στα σπίτια τους (ήταν κυρίως γυναικόπαιδα, καθώς οι περισσότεροι από τους άντρες είχαν φύγει από νωρίς για να πάνε στις δουλειές τους).Έπειτα οι αντάρτες έφυγαν προς το Λιβάδι και την Πετροκέρασα, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους[/b].
Λίγο αργότερα, έφτασαν στο Χορτιάτη περίπου είκοσι φορτηγά με Γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert) και περικύκλωσαν το χωριό. Αφού συγκέντρωσαν τους κατοίκους που βρήκαν στην κεντρική πλατεία και στο καφενείο του χωριού, άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια
Για την Κάντανο έχεις κάτι να πεις; Ή μπα;