Πολλάκις έχω ζητήσει να αναφερθεί ένα αρχαίο κείμενο που υμνείται η ομοφυλοφιλία...
Η Νομοθετική και Κοινωνική αντιμετώπιση της
ανδρικής ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς
στην αρχαία Ελλάδα
© "ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ ΑΕΙΓΝΗΤΟΣ"
Ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. Ένα μεγάλο θέμα, αφορμή πολλών παρεξηγήσεων ή καλύτερα εσκεμμένων παρερμηνειών. Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες, έχουν ειπωθεί αμέτρητοι λόγοι, τις περισσότερες φορές δίχως την παραμικρή αλήθεια, σχεδόν πάντα ερμηνεύοντας εσφαλμένα συγκεκριμένες φιλοσοφικές τοποθετήσεις.
Και πριν ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε αναφορά, θα πρέπει ευθύς εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε κάτι πολύ βασικό. Οι σημερινές έννοιες «ομοφυλοφιλία», «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος» δεν υφίσταντο για τους αρχαίους Έλληνες. Και πώς θα μπορούσαν εξάλλου να υπήρχαν τέτοιοι χαρακτηρισμοί σ' ένα κατ' εξοχήν φυσιολατρικό και φυσιοκεντρικό πολιτισμό (με την ευρύτερη έννοια της λέξεως Φύσις ως το Σύνολο, ως το Εν, το αρμονικό, το αιώνιο, το άφθαρτο) ή σε μια κοινωνία όπου η «αιδώς» δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας -απαγορευμένης ή μη- «διαφωτίσεως» ούτε αποτέλεσμα κάποιας αόριστης, εμβόλιμης και κατασκευασμένης αμαρτίας.
Όχι βέβαια.
Σε μια κοινωνία όπου το αίσθημα της αιδούς εθεωρείτο έμφυτο στον άνθρωπο, συσχετιζόμενο με την συμπαντική τάξη και αρμονία αλλά που συγχρόνως και εκαλλιεργείτο με την παιδεία, σε μια κοινωνία όπου η ατομική τιμή ή υπόληψη και το προσωπικό συμφέρον καθωρίζετο από το συμφέρον της Πόλεως -και συνάμα εταυτίζετο με αυτό- ήταν αδιανόητο να επινοηθούν έννοιες που εμπεριείχαν και υιοθετούσαν α-φύσικες συμπεριφορές, συμπεριφορές που ουσιαστικά καταργούσαν την κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Όλα τα ανωτέρω, από την άλλη, ίσως φαντάζονται περίεργα για μια κοινωνία που είχε δημιουργήσει τον θεσμό της δημοκρατίας και όπου το δικαίωμα σε μια άλλη, διαφορετική άποψη ήταν κατοχυρωμένο. Όμως εδώ κυριαρχεί το πρόβλημα της αλλοιώσεως των λέξεων και κατ' επέκταση των εννοιών μια που σήμερα ταυτίζουμε, ασυνείδητα ίσως, το δικαίωμα της ελεύθερης εκφράσεως, την ελευθερία εν γένει, με την δίχως όρια αυθαιρεσία. Οι απόψεις των Ελλήνων, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές, αποσκοπούσαν κύρια στην ερμηνεία των πραγμάτων. Η βάση, η Ηθική βάση πάντα υπήρχε και πάνω σε αυτήν την Ηθική κτίστηκε το οικοδόμημα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Σκέψεως. Δεν υπήρχε αμφισβήτηση της Ηθικής. Αντιθέτως σήμερα, οι «άλλες απόψεις» αποσκοπούν στην δικαιολόγηση συμπεριφορών και ενεργειών που θα ήταν απορριπτέες από τους Έλληνες ως μη Ηθικές - με την αρχαιοελληνική βέβαια ματιά της Ηθικής. (Φυσικά δεν γίνεται λόγος για τα διάφορα εκφυλιστικά, αλαζονικά φαινόμενα που έκαναν την εμφάνισή τους την περίοδο παρακμής των Ελλήνων και που, καθόλου περίεργα, πολλοί μελετητές παίρνουν εκείνες τις τάσεις, όχι ως εκφυλιστικές αλλά ως καθιερωμένες και ενδεικτικές).
Επειδή ακριβώς οι Έλληνες είχαν Ηθική που δεν πήγαζε από διάφορα περίεργα, απάνθρωπα, μεσσιανικά δόγματα ούτε και είχε ξεπηδήσει μέσα από σαδιστικού τύπου απειλές για αιώνιες τιμωρίες, αλλά αντιθέτως είχαν Ηθική έμφυτη, εναρμονισμένη με την Φύση, εν αντιθέσει με την σημερινή μας κοινωνία, όπου η δική μας (η όποια) ηθική ουσιαστικά είναι μια Αν-ηθική ή μια ψευδο-ηθική, αφού βασίζεται κύρια πάνω σε ψευδο-θεόπνευστα δόγματα, γι' αυτό ακριβώς και οι τότε έννοιες διαφόρων λέξεων όπως «έρως», «φίλος», «ερωμένος», «εραστής», σήμερα ακούγονται διαστρεβλωμένες - εξαιτίας, επαναλαμβάνω, της διαστρεβλώσεως που έχει υποστεί η έννοια της λέξεως Ηθική.
Η εργασία που ακολουθεί θα κινηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην νομοθεσία που ίσχυε για περιπτώσεις που αφορούσαν την ομοφυλοφιλία. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με τον αποκαλούμενο «κοινωνικό έλεγχο» ή την «κοινωνική αντιμετώπιση» του συγκεκριμένου φαινομένου. Δηλαδή, με απλά λόγια ποια στάση κρατούσε η τότε ελληνική κοινωνία απέναντι στους ομοφυλοφίλους. Πηγές μας θα αποτελέσουν μαρτυρίες των τότε συγγραφέων και αναφορές σε έργα αλλά και σε γνωστούς μύθους. Τέλος, θα ασχοληθούμε και με τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων, και πιο συγκεκριμένα, το έργο του «Συμπόσιο», αποτελεί ουσιαστικά το μέγα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές.
Ο λόγος που επελέγη η αναφορά στον Πλάτωνα να γίνει στο τελευταίο μέρος της ομιλίας και όχι στην αρχή -μια που όπως αναφέρθηκε, από τον Πλάτωνα ουσιαστικά ξεκινά η πηγή των όλων κατηγοριών και χαρακτηρισμών- είναι πολύ συγκεκριμένος. Αν κάποιος, έχοντας πλήρη άγνοια της νομοθεσίας της αρχαίας Αθήνας αλλά και της Σπάρτης, αν κάποιος δίχως να μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, διαβάσει το «Συμπόσιο» και δίχως να έχει υπόψη του τα άλλα έργα του Πλάτωνος -ιδίως τους «Νόμους» και την «Πολιτεία»- τότε είναι πιθανόν να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πράγματι οι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό. Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη μια σημαντική παραποίηση λόγω τεραστίας διαφοράς εννοιολογικής, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητος μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.
Έτσι λοιπόν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα -ιδίως τα έργα του «Συμπόσιο» και «Φαίδρος»- θα πρέπει να γνωρίζουμε τόσο την νομοθεσία όσο και την κοινωνία στην οποία έζησε και έδρασε ο Πλάτων. Και βέβαια δίχως να αγνοήσουμε τους «Νόμους» του, που αποτελούν -όσο και αν ενοχλεί αυτού κάποιους- το σημαντικότερο έργο του Πλάτωνος.
Με αυτά υπ' όψιν θα ξεκινήσουμε την πορεία μας προς την ορθή ερμηνεία και κατανόηση του ζητήματος περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, με την παράθεση της νομοθεσίας.
Νομοθεσία
Είναι εντυπωσιακό πως η σημερινή κοινωνία μας, αν και δεν διαθέτει κανέναν νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας, αντιθέτως διαθέτει τρομακτικές ανοχές σε σημείο μάλιστα που σε πολλά μέρη του κόσμου επιτρέπονται και οι γάμοι μεταξύ των ανδρών, εντούτοις θεωρείται -κυρίως από τους κατηγόρους της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας- ότι αποτελεί μια ηθικότατη κοινωνία -με τις όποιες εξαιρέσεις της- δημιούργημα βεβαίως της ηθικής διδασκαλίας των εβραιοχριστιανικών κειμένων και απόψεων.
Αντιθέτως, η αρχαία ελληνική κοινωνία, θεωρείται έκφυλη και ακόλαστη, ενώ διέθετε αυστηρούς, αυστηρότατους νόμους κατά της ομοφυλοφιλίας και προέβλεπε σκληρότατες ποινές σε όσους διέπρατταν τον παρα-φύσιν έρωτα - όπως αποκαλεί την ομοφυλοφιλία ο Πλάτων στους «Νόμους».
Το γεγονός ότι υπήρχαν νόμοι κατά της ομοφυλοφιλίας στην τότε κοινωνία, σαφώς υποδεικνύει υπήρχαν ομοφυλόφιλοι. (Σημείωση: Με τον όρο ομοφυλοφιλία εννοείται ο παρα-φύσιν έρωτας). Όπως σε κάθε κοινωνία, όπως σε κάθε εποχή. Θα έλεγα μάλιστα, ότι συμπερασματικά -από τα κείμενα που έχουν διασωθεί- το ποσοστό των αποκαλουμένων κιναίδων ήταν πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στην σημερινή κοινωνία. Και επειδή ακριβώς οι ομοφυλόφιλοι ήσαν σχετικά λίγοι γι' αυτό και αποτελούσαν στόχο.
Τις κύριες πηγές μας για την νομοθεσία αποτελούν αναφορές του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Ξενοφώντος και άλλων πολλών συγγραφέων. Όμως στον «Κατά Τιμάρχου» λόγο του Αισχίνου, έχουμε την πλήρη καταγραφή των σχετικών νόμων.
Πριν όμως αναφέρουμε τους νόμους όπως είναι γραμμένοι στο κείμενο, ας πούμε λίγα λόγια για την υπόθεση «Κατά Τιμάρχου», γιατί και από μόνη της, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο Δημοσθένης και ο Τίμαρχος, το 345 προ της απαρχής της χριστιανικής χρονολογήσεως, κατηγόρησαν τον Αισχίνη δια «γραφήν παραπρεσβείας», δηλαδή τον κατηγόρησαν ότι ως πρεσβευτής των Αθηναίων, δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο και ενήργησε κατά τρόπον βλαβερόν για την Αθήνα. Και συγκεκριμένα όταν ο Φίλιππος, παραβιάζοντας την συμφωνία του με τους Αθηναίους, επετέθη εναντίον των Φωκαέων.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο κάθε Αθηναίος, επιφορτισμένος με δημόσια υπηρεσία, άρα και οι πρεσβευτές, ήταν υποχρεωμένος εντός τριάντα ημερών από το πέρας της αποστολής του ή της επιστροφής του, να λογοδοτήσει για την δράση του αλλά και να δικαιολογήσει το πώς χρησιμοποίησε το δημόσιο χρήμα που η Πόλις του εμπιστεύθηκε. Ο Δημοσθένης λοιπόν μαζί με τον Τίμαρχο -που παρουσιάζονταν ως ο κύριος μηνυτής- κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι δεν εξετέλεσε πιστά το καθήκον του ως πρεσβευτής των Αθηνών και κατά συνέπεια πρόδωσε το συμφέρον της πόλεως.
(Φυσικά θα πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας -για το συγκεκριμένο θέμα- πως ενώ ο Αισχίνης ήταν φιλο-μακεδών, ο Δημοσθένης υπήρξε ανέκαθεν αντίπαλος των Μακεδόνων).
Ο Αισχίνης αμέσως προσπάθησε να επιβραδύνει μια επικίνδυνη γι' αυτόν, δίκη. Έτσι, χρησιμοποίησε την «αντιγραφήν», προέβαλε δηλαδή, ζήτημα το οποίον έπρεπε να εξετασθεί προ της εκδικάσεως της εναντίων του δίκης. (παρένθεση. Εδώ συναντάμε ίσως την πρώτη περίπτωση δικαστικού τεχνάσματος της ιστορίας)
Κατηγόρησε λοιπόν ο Αισχίνης τον Τίμαρχο ως «ηταιρηκότα» δηλαδή ότι διάγει βίον ανήθικο και ότι σπατάλησε την πατρική του περιουσία. Κατηγορίες, που αν απεδεικνύοντο αφαιρούσαν από τον ένοχο το δικαίωμα του «ομιλείν δημοσίως» τόσο εις στα δικαστήρια όσο και στις συνελεύσεις του Δήμου.
Πράγματι, ο Αισχίνης κέρδισε την δίκη και έτσι απεσύρθη η κατηγορία της παραπρεσβείας εναντίον του - τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Τοιουτοτρόπως, ο Τίμαρχος, ο οποίος καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλία και για το ότι συζούσε με άλλους άνδρες, έχασε το ύψιστο δικαίωμα του δημοσίου βήματος.
Τέλος να τονίσουμε ότι: Οι νομικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις διάφορες μορφές ομοφυλόφιλης συμπεριφοράς μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες:
Α) Νόμοι που αφορούν την πορνεία
Β) Νόμοι που αφορούν στην εκπαίδευση και την ερωτοτροπία
Γ) Γενικές διατάξεις που σχετίζονται με την σεξουαλική κακοποίηση.
Αναφέρει λοιπόν ο πρώτος νόμος:
(Σημείωση: Η μετάφραση είναι του Κ.Θ Αραποπούλου, όπως δημοσιεύτηκε στους «Λόγους του Αισχίνου» από τις εκδόσεις «Πάπυρος»)
12. « Οι δάσκαλοι να μη ανοίγουν τα σχολεία πριν ανατείλη ο ήλιος και να τα κλείνουν πριν δύση ο ήλιος.
Να μη επιτρέπεται εις τους έχοντας ηλικίαν ανωτέραν της παιδικής να εισέρχονται εις τα σχολεία, όταν υπάρχουν εντός αυτών παιδιά, εκτός εάν πρόκειται περί υιού, αδελφού ή γαμπρού του διδασκάλου. Εάν δε κάποιος παρά την απαγόρευσιν ταύτην εισέρχεται εις το σχολείο, να τιμωρήται με την ποινήν του θανάτου.
Επίσης οι επί κεφαλής της παλαίστρας να μη επιτρέπουν εις κανένα ενήλικον να κάθηται μαζί με τα παιδιά κατά τας εορτάς του Ερμού, με καμμίαν δικαιολογίαν. Εάν δε επιτρέπη τούτο εις αυτούς και δεν τους εκδιώκη εκ της παλαίστρας, ο επί κεφαλής της παλαίστρας θα είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των ελευθέρων παίδων. Οι δε χορηγοί οι οριζόμενοι υπό του λαού, πρέπει να έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας των.»
Είναι γνωστόν ότι σχολείο παρακολουθούσαν μόνο τα αγόρια. ¶ρα εδώ έχουμε ξεκάθαρα έναν νόμο που προστατεύει τα ανήλικα παιδιά από τυχόν ανώμαλους.
Είναι αστείο το επιχείρημα διαφόρων «σοβαρών» μελετητών ότι αφού υπήρχε τέτοιος αυστηρός νόμος τότε θα πρέπει η παιδεραστία να ήταν διαδεδομένη. Με την ίδια λογική, αφού σήμερα υπάρχει νόμος περί παιδεραστίας και περί βιασμού και περί δολοφονίας, άρα και οι περισσότεροι από μας είμεθα είτε βιαστές είτε παιδεραστές είτε δολοφόνοι είτε και τα τρία μαζί.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός πως συναντάμε έναν τέτοιο νόμο σε μια κοινωνία 500 χρόνια πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, την στιγμή που παρόμοιοι νόμοι, θεσπίστηκαν αιώνες αργότερα -και με σαφώς ελαφρύτερες ποινές- στις αυτοαποκαλούμενες «ηθικές» και «χριστιανικές» κοινωνίες.
Ας δούμε όμως με προσοχή τον νόμο. Πρώτα απ' όλα εντύπωση δημιουργεί η κοινωνική θέση και ισχύς του δασκάλου. Ο δάσκαλος υπήρξε στην τότε ελληνική κοινωνία ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, που διακατείχε μια πολύ υψηλή θέση. Και βέβαια όταν μια κοινωνία έχει τέτοια άποψη για τον δάσκαλο και κατά συνέπεια έδινε τέτοια σημασία στην παίδευση, είναι φυσικό αυτή κοινωνία να φτάσει σε πολιτιστικά, φιλοσοφικά, πνευματικά και επιστημονικά επίπεδα τέτοια, όπως αυτά των Ελλήνων 3000 και πλέον, χρόνια πριν. (Εν αντιθέσει με το σημερινό κατάντημα της εκπαίδευσης)
Ο δάσκαλος λοιπόν είχε την ευχέρεια να καταγγείλει τον οποιονδήποτε που παρεβίαζε το σχολικό άσυλο, ακόμα και πατέρα κάποιου μαθητού - με κίνδυνο να υποστεί ο εισβολεύς ακόμα και την θανατική ποινή.
Πέρα από το περιβάλλον του σχολείου, ο νόμος προεκτείνετο και στις παλαίστρες αλλά και στις γιορτές. Στις παλαίστρες που τα παιδιά γυμνάζονταν γυμνά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εύκολο στόχο για κάποιον ανώμαλο, Το κράτος λοιπόν όριζε επιτρόπους που συνόδευαν τα παιδιά στις παλαίστρες αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις. Γιατί όριζε επιτρόπους; Για να εξαλείψει και την περίπτωση που ο δάσκαλος δεν συμπεριφερόταν όπως του άρμοζε. Σήμερα έχουμε περιπτώσεις όπου μαθητές καταγγέλλουν εκπαιδευτικούς για ασέλγεια. Οι Έλληνες έχοντας προβλέψει και αυτές τις ελάχιστες περιπτώσεις, έπαιρναν μέτρα για την αποτροπή τους.
Ο επόμενος νόμος αναφέρει:
16. « Αν κάποιος Αθηναίος προσβάλη ελεύθερον παίδα, να διώκεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον, ο οποίος έχει εξουσίαν επί του παιδιού, αφού αναγράψη εις την μήνυσίν του την ποινήν, της οποίας θεωρεί τούτον άξιον. Αν δε ο μηνυσθείς καταδικασθή, να παραδοθή εις τους ένδεκα και να θανατωθή την ιδίαν ημέραν. Εάν δε του επιβληθή χρηματική ποινή, να την καταβάλη εντός ένδεκα ημερών μετά την δίκην, εάν δεν δύναατι να την καταβάλη αμέσως, μέχρις ότου δε την καταβάλη, να φυλακισθή. Εις την ιδίαν ποινήν να υπόκεινται και εκείνοι, οι οποίοι υποπίπτουν εις τας ιδίας παραβάσεις και όσον αφορά τους δούλους.»
Αξίζει να μνημονεύσουμε το εδάφιο που αναφέρεται και στους δούλους. Οι δούλοι λοιπόν είχαν και αυτοί νομική κάλυψη. Και όπως αναφέρει πάρα κάτω ο Αισχίνης:
«..αλλά βουλόμενος υμάς εθίσαι πολύ απέχειν της των ελευθέρων ύβρεως, προέγραψε μηδ' εις τους δούλους υβρίζειν» Δηλαδή: « ..αλλά θέλων να σας συνηθίση να σέβεσθε τους ελευθέρους άνδρας, ώρισε να μην προσβάλλη κανείς ούτε τους δούλους»
Παρακάτω:
21. « Ο Αθηναίος, ο οποίος έγινεν ερωμένος ανδρός αντί χρημάτων, να μη έχη το δικαίωμα να εκλεγή εις εκ των εννέα αρχόντων, ούτε να αναλάβη ιερατικόν αξίωμα, ούτε να παρουσιασθή ως συνήγορος εις δημοσίας δίκας ή να καταλάβη οιανδήποτε εξουσίαν, είτε εντός της πόλεως, είτε εκτός των ορίων αυτής, είτε αύτη ορίζεται δια κλήρου ή δι' εκλογής, ούτε να αποστέλλεται ως δημόσιος κήρυξ, ούτε και να εκφέρη γνώμην, ούτε να μετέχη εις δημοσίας θρησκευτικάς τελετάς, ούτε να φέρη δημοσία τον στέφανον ούτε να περιφέρεται εντός του τμήματος της αγοράς που έχει καθαρισθή δια ραντισμού. Εάν δε τις πράττη παρά τας διατάξεις ταύτας, αφού έχει καταδικασθή επί εταιρήσει, ούτος να τιμωρήται δια θανάτου»
Ας δούμε αναλυτικότερα αυτόν τον νόμο, που αποτελεί και την καρδιά του κατηγορητηρίου του Αισχίνου κατά του Τιμάρχου. Πρώτα βέβαια να σχολιάσουμε ότι ο «καταδικασθείς επί εταιρήσει» εθεωρείτο μιαρός, αφού του απηγορεύετο η παρουσία σε μέρη που έχουν «καθαρθεί δια ραντισμού».
Διαβάζοντας κανείς έτσι απλά τον νόμο, θα μπορούσε να υποθέσει πως εάν ένας άνδρας έχει απλώς ομοφυλοφιλικές σχέσεις με άλλον άνδρα, τότε δεν προκύπτει κατηγορία εναντίον του. Έτσι ερμηνεύουν τον νόμο όσοι δεν προσπαθούν να τον κατανοήσουν βαθύτερα.
Μελετώντας προσεκτικά αυτόν τον νόμο, πλησιάζουμε πιστεύω, στο να κατανοήσουμε ακριβώς το πώς έβλεπαν οι Αθηναίοι το θέμα της ομοφυλοφιλίας, και ως πράξη παρά-φύσιν αλλά κυρίως ως προς την πόλη τους.
Αν ένας ενήλικας είχε σεξουαλικές σχέσεις με άλλον ενήλικα, ο νόμος δεν προέβλεπε ποινή εναντίον του. Φυσικά, όπως θα δούμε παρά κάτω, ο ενήλικας αυτός θα έπρεπε να υποστεί την κοινωνική κατακραυγή, αλλά νομοθετικά, δεν προβλεπόταν καμία ποινή εναντίον του. Τι σημαίνει όμως η φράση «..αντί χρημάτων»; Η ερμηνεία που δίνουν οι περισσότεροι ότι εδώ εννοείται η πορνεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Θα μπορούσε ο νόμος να όριζε ξεκάθαρα την λέξη πορνεία ή κάτι άλλο αντίστοιχο. Μάλιστα αναφέρει συγκεκριμένα την λέξη «εταιρείν».
Την σωστή ερμηνεία του νόμου, μας την δίνει ο ίδιος ο Αισχίνης λίγο πιο κάτω στις προτάσεις 75 και 76:
75. « Δίοτι, δι' όνομα των θεών, Τίμαρχε, τι θα έλεγες συ ο ίδιος δια κάποιον άλλον, ο οποίος κατηγορείται δια την ιδίαν παράβασιν; Ή τι πρέπει να λέγης, όταν ένας ωραίος νέος διαφέρων των άλλων κατά την όψιν, εγκαταλείπη την πατρικήν οικίαν και διανυκτερεύη εις ξένας οικίας και λαμβάνη μέρος εις πολυτελή δείπνα χωρίς να συνεισφέρη τίποτε και έχη αυλητρίδας και εταίρας, που χρειάζονται προς συντήρησίν των πολλά χρήματα και παίζη τους κύβους και δεν πληρώνη τίποτε αυτός, αλλά πληρώνει άλλος αντί εκείνου; 76. Χρειάζονται λοιπόν μαντικήν δύναμιν ταύτα δια να κατανοηθούν; Δεν είναι φανερόν ότι ο άνθρωπος, ο οποίος επιβάλλει εις τους άλλους τοιαύτας δαπάνας, πρέπει αναγκαστικώς να προσφέρη εις αυτούς εις ανταπόδοσιν ωρισμένας απολαύσεις; Μα τον Ολύμπιον Δία, δεν ευρίσκω άλλας ευπρεπεστέρας εκφράσεις δια να δηλώσω τας πράξεις σου, αι οποίαι σε κατέστησαν περίγελον όλων.»
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα τι εννοεί ο νόμος όταν αναφέρει «..αντί χρημάτων». Εννοείται η συμβίωση ή αλλιώς, το κοινώς λεγόμενο «σπίτωμα»
Για τους Αθηναίος ήταν πολύ σημαντικό η εικόνα που έδιναν για την πόλη τους στους ξένους. Ενώ λοιπόν είχαν αυστηρούς νόμους που διαφύλατταν και προστάτευαν την προσωπική, την ατομική ελευθερία των πολιτών, έπρεπε όμως συγχρόνως οι νόμοι αυτοί να μην επέτρεπαν στον κάθε «κακό» και επιπόλαιο πολίτη να στιγματίσει την πόλη τους. Έτσι λοιπόν, ο ενήλικας που διέπραττε την πράξη του αφύσικου έρωτα με άλλον ενήλικα, δεν είχε νομικές κυρώσεις αρκεί η πράξη αυτή να ήταν μυστική και να μην εξέθετε την πόλη,. Όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που ο ενήλικας απεφάσιζε να συζήσει με άλλον ενήλικα.
Βέβαια, αν αυτό ίσχυε σήμερα, θα φώναζαν όλοι για παραβίαση των «ατομικών δικαιωμάτων». Και αν και ίσχυε κάτι τέτοιο τότε, παρ' όλα αυτά κατηγορείται η αρχαία ελληνική κοινωνία ως έκφυλη..
Ο Αισχίνης λοιπόν κατηγόρησε τον Τίμαρχο ότι συζούσε με άλλους άνδρες. Χαρακτηριστικά αναφέρει στην πρόταση 54:
54. «Μεταξύ δε αυτών που περνούσαν έτσι τον καιρόν τους υπήρχε κάποιος Πιττάλακος, δούλος εις την υπηρεσίαν της πόλεως. Ούτος είχεν αρκετά χρήματα και ιδών τον Τίμαρχον τον επήρε μαζί του και τον είχεν εις την οικίαν του. Και ο διεφθαρμένος αυτός άνθρωπος δεν ησθάνετο καμμίαν αποστροφήν, διότι επρόκειτο να εντροπιάση τον εαυτόν του μένων πλησίον ενός δούλου, αλλά τούτο μόνον εσκέφθη, αν θα εύρη χρηματοδότην της αισχράς του διαγωγής, ποτέ όμως δεν εφρόντισε να μάθη τι είναι καλόν και τι κακόν»
Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό το εδάφιο..
Μια αναγκαία παρένθεση: Αυτό το εδάφιο είναι καταπληκτικό και θα έπρεπε να το αφιερώσουμε σε όλους όσους υποστηρίζουν ότι η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν όπως σε κάθε άλλη χώρα του κόσμου οποιανδήποτε εποχή. Ένας δούλος λοιπόν, έχει τόση ελευθερία και οικονομική άνεση ώστε να σπιτώνει έναν πολίτη!
Λίγο παρακάτω, ο Αισχίνης αναφέρει στην πρόταση 58
58. «Όταν λοιπόν ο Τίμαρχος έφυγεν από τον Πιττάλακον και επήγε με τον Ηγήσανδρον, ο Πιττάλακος ήτο πολύ στενοχωρημένος, νομίζω, διότι είχε την εντύπωσιν, ότι εις μάτην είχεν εξοδεύσει τόσα χρήματα..»
Καταλήγουμε λοιπόν στα εξής συμπεράσματα:
Υπήρχε μια ανοχή -από νομικής και ποινικής απόψεως- ως προς την ομοφυλοφιλία και τις σχέσεις μεταξύ δύο ενηλίκων ανδρών. Αρκεί αυτή η σχέση να ήταν κρυφή. Στην περίπτωση που η σχέση γινόταν δημοσίως γνωστή και ιδίως στην περίπτωση που οι ενήλικες συζούσαν τότε οι έκφυλοι και ακόλαστοι ενήλικες έχαναν το δικαίωμά τους στα δημόσια πράγματα και δεν μπορούσαν να απευθυνθούν στον λαό από δημόσιο βήμα. Και όλοι γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο για τον Έλληνα της εκείνης εποχής ήταν δυσβάστακτο.
Μάλιστα, ένας πολίτης έχανε το δικαίωμα στο δημόσιο λόγο όταν:
1. Απέφευγε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
2. Σπαταλούσε την πατρική του περιουσία.
3. Ζούσε ακόλαστο βίο.
Αναλυτικώτερα:
Δεν είναι δυνατόν ένας ανυπότακτος να έχει λόγο για την πορεία της πόλεως όταν ο ίδιος αποφεύγει να την υπερασπιστεί. Δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί σε έναν πολίτη μια υπεύθυνη δημόσια θέση και άρα διαχείριση δημοσίου χρήματος, όταν ο ίδιος δεν είναι ικανός να διασφαλίσει ή να διαχειριστεί σωστά την πατρική του κληρονομιά. Το σκεπτικό ήταν πως δεν είναι δυνατόν ένας πολίτης να έχει λόγο για την πόλη την ίδια ώρα που ο ίδιος αδιαφορώντας για την εικόνα, για την κακή εικόνα που τις προσδίδει, διαπράττει ύβριν.
Ας φαντασθούμε το τι θα γινόταν αν σήμερα εφαρμόζονταν αυτοί οι νόμοι! Ειδικά στην χώρα μας, σχεδόν το 90% όσων βγαίνουν στα τηλεοπτικά κανάλια θα είχαν -βάση νόμου- σιγήσει και θα τους είχε απαγορευτεί κάθε επαφή με δημόσιο βήμα.
Ας επανέλθουμε τώρα στους νόμους περί ανδρικής πορνείας, αναλύοντάς τους περισσότερο. Μια διάταξη στερούσε λοιπόν τα πολιτικά δικαιώματα σε όποιον Αθηναίο πολίτη εμπλεκόταν σε μια ομοφυλοφιλική επαφή με στόχο το κέρδος, είτε στο παρελθόν, όταν ήταν νεαρό αγόρι, είτε ως ενήλικας. Έχανε το δικαίωμα να παίρνει το λόγο στην εκκλησία του δήμου και να συμμετέχει σε άλλες σημαντικές περιοχές της δημόσιας ζωής {όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Αθηναίων Πολιτεία (18.2), ο Δημοσθένης (19.2000, 257, 22.21, 31-3, ο Αισχίνης (1.3, 13-4, 18-9, 29), ο Αριστοφάνης στους Ιππείς (880 κ.εξ), ο Ισοκράτης στον Παναθηναϊκό (140-1), ο Ανδοκίδης (1.100-1)} Κατά δεύτερο λόγο, ο πατέρας, αδελφός, θείος ή κηδεμόνας ενός αγοριού, που το παραχωρούσε για σεξουαλικές υπηρεσίες επί πληρωμή, υπόκειτο σε δημόσια αγωγή, όπως και ο πελάτης (Αισχίνης 1.13-4) Τρίτον, μια γενική διάταξη απαγόρευε τη μαστροπεία ελευθέρων παιδιών ή γυναικών (Αισχίνης, Αριστοτέλης - Ηθικά Νικομάχεια 1131α 7) Τέλος, ο Αισχίνης επανειλημμένα υπαινίσσεται ότι ένας άνδρας που εξηγόρασε τις σεξουαλικές υπηρεσίες ενός Αθηναίου, μπορούσε επίσης να υποστεί σοβαρές κυρώσεις.
Η δεύτερη κατηγορία νόμων αφορούσε στην εκπαίδευση και έθετε μια σειρά λεπτομερών απαγορεύσεων σχεδιασμένων, μεταξύ άλλων, για να προστατεύουν τους μαθητές από την ερωτική προσοχή ενηλίκων ανδρών. Οι νόμοι αυτοί ρύθμιζαν όλες τις επαφές, όπως είδαμε, που είχαν τα αγόρια με ενήλικους άνδρες στη διάρκεια της φοιτήσεώς τους στο γυμνάσιο και προέβλεπε επίσης τον διορισμό στο γυμνάσιο δημοσίων αξιωματούχων που εξασφάλιζαν την τήρηση της τάξεως. Σύμφωνα με τον Αισχίνη, ο νόμος απαγόρευε να ανοίγουν τα σχολεία πριν την αυγή ή να μένουν ανοιχτά μετά τη δύση και όριζε ρητά ποιος επιτρεπόταν να εισέλθει και κάτω από ποιες προϋποθέσεις. Τέλος ένας άλλος νόμος απαγόρευε σε δούλους να ερωτοτροπούν με ελεύθερα αγόρια.
Το τρίτο είδος νομοθετικής απαγορεύσεως που αφορά την σεξουαλική κακοποίηση είναι περισσότερο προβληματικός από τα δύο προηγούμενα.
Η σύγχρονη γραμματεία πάνω στην παιδεραστία συχνά βεβαιώνει ότι δεν υπήρχε νόμος που να απαγόρευε σ' έναν Αθηναίο να ολοκληρώσει μια ερωτική σχέση μ' έναν ελεύθερο αγόρι χωρίς να χρησιμοποιήσει βία ή πληρωμή. Το σημείο αυτό αποτελεί κατά κανόνα το θεμέλιο λίθο της κρατούσας ερμηνείας (αναφέρω ενδεικτικά τον Dover & Foucault) Η ερμηνεία αυτή όμως στηρίζεται στην υπονοούμενη παραδοχή ότι μια τέτοια απαγόρευση θα ανήκε σε μια διάταξη που θα απαγόρευε ειδικά τη σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε αγόρια και άνδρες. Από τη στιγμή που δε γνωρίζουμε καμμία τέτοια διάταξη, συνάγεται ότι το είδος αυτής της ομοφυλοφιλικής επαφής βρισκόταν έξω από τις νομοθετικές ρυθμίσεις. Όμως μια τέτοια παραδοχή αγνοεί μιαν άλλη δυνατότητα, να διώκεται η ομοφυλοφιλική επαφή ενός άνδρα και ενός αγοριού από την οικογένεια του αγοριού σύμφωνα με το νόμο περί ύβρεως. Το γεγονός δηλαδή ότι ένα αγόρι συγκατατέθηκε στη σεξουαλική σχέση με έναν άνδρα μπορεί να μην εμπόδιζε την οικογένεια του αγοριού να ασκήσει δίωξη για την πράξη αυτή, θεωρώντας την επιζήμια για την τιμή του αγοριού, αλλά και για τη δική της τιμή, με τον ίδιο τρόπο που ο Ρωμαϊκός νόμος επέτρεπε τη δίωξη σεξουαλικών προσβολών σε μέλη της οικογένειας.
Εδώ λοιπόν έχουμε την περίπτωση της ύβρεως. Πρέπει να τονίσουμε ότι το ουσιαστικό ύβρις και το ρήμα υβρίζειν έχουν έντονες σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις.
Πολλοί συγγραφείς, για παράδειγμα, αναφέρονται σε ύβριν, όρος που εδώ, όπως και σε πολυάριθμες άλλες περιπτώσεις, υπονοεί καθαρά την υποταγή στη σεξουαλική θέληση του άλλου. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα συναντάμε στον Θουκυδίδη (8.74), στους Νόμους του Πλάτωνα (874c), στον Ηρόδοτο (3.80, 4.114), στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη (115α 23) καθώς και στην Ρητορική του (1314b, 1315a, 15-20, 1373a 35), στους Λόγους και στις Επιστολαί του Δημοσθένους (17.3-4, 19.309, 4.10-11), στον Δείναρχο (1.23), στην Επιστολή προς Αρχίδαμον του Ισοκράτη (3.36, 4.114., 10)
Τα κείμενα αυτά αποκαλύπτουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο η ανικανότητα να προστατεύσει την σεξουαλική ακεραιότητα της οικογένειάς του ατιμάζει τον άνδρα που έχει την ευθύνη αυτή. Οι ερευνητές συνήθως δεν αναφέρονται στην ύβριν σε συνδυασμό με την παιδεραστία, γιατί πιστεύουν ότι η ύβρις αφορά μόνο στη βίαιη προσβολή ή εξύβριση (όπως αναφέρει ο Dover). Δεν έχουν όμως δώσει αρκετή προσοχή στο γεγονός ότι ο νόμος περί ύβρεως ίσως εμπεριέχει τις κυριότερες νομικές ποινές για τον βιασμό. Αλλά, αν ο βιασμός χαρακτηρίζεται συχνά ύβρις (όπως τον αποκαλεί ο Δείναρχος, ο Ανδοκίδης, και ο Δημοσθένης), το ίδιο χαρακτηρίζεται και η αποπλάνηση. Ο Ευφίλητος λόγου χάρη, μιλά για την ύβριν που διέπραξε εναντίον του ο εραστής της γυναίκας του -στον σχετικό λόγο του Λυσία 1.4, 17, 25- ενώ ένας λόγος του Δημοσθένη σχετίζεται με μια δίωξη για ύβριν (ύβρεως γραφή), που ξεκίνησε ένας γιος εξαιτίας της αποπλανήσεως της μητέρας του (45,4).
Έχουμε επίσης αναφορά στον Πολύαινο (Στρατηγήματα):
Αγαθοκλής 4. «Όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε πως ο Οφέλας ο Κυρηναίος που εκστράτευε εναντίον του με μεγάλο στρατό, αγαπούσε τα αγόρια, του έστειλε ως όμηρο τον ίδιο του τον γιο τον Ηρακλείδη, ωραίο αγόρι, δίνοντάς του εντολή να αποκρούει για λίγες μέρες τις ερωτικές επιθέσεις του Οφέλα. Ο νεαρός έφτασε. Ο Κυρηναίος, ενδίδοντας στη νεανική του ομορφιά, του φερόταν καλά και ασχολιόταν μόνο με την περιποίησή του. Ο Αγαθοκλής, οδηγώντας αιφνιδιαστικά τους Συρακουσίους εναντίον του, σκότωσε τον Οφέλα, επικράτησε σε όλο τον στρατό του και πήρε πίσω τον γιο του χωρίς να έχει ατιμαστεί»
Συγκεκριμένα, το αρχαίο κείμενο αναφέρει «επαγαγών τον τε Οφέλαν απέκτεινε και της δυνάμεως αυτού πάσης εκράτησε και τον υιόν απέλαβεν ούχ υβρισθέντα»
Τέτοια συμφραζόμενα ταιριάζουν απόλυτα με τον ορισμό της ύβρεως από τον Αριστοτέλη ως συμπεριφοράς που ατιμάζει και προκαλεί ντροπή στο θύμα και ηδονή ή άλλη ικανοποίηση του θύτη (όπως αναφέρεται στην Ρητορική 1378b) Είναι, άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό που ο Αισχίνης εισάγει το νόμο περί ύβρεως στον κατάλογο των διατάξεων τις οποίες απαριθμεί ως σχετικές με την ρύθμιση της παιδεραστίας στην Αθήνα του τετάρτου αιώνα πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως. Μάλιστα, όταν αναφέρεται για πρώτη φορά στον νόμο αυτό, τον χαρακτηρίζει νόμο που περικλείει κάθε τέτοια συμπεριφορά σε μια συνοπτική απαγόρευση: «Αν κάποιος διαπράξει ύβριν εναντίον άνδρα, γυναίκας ή παιδιού..» (1.15) Αντίστοιχα, αθηναϊκές πηγές χαρακτηρίζουν και τον βιασμό και την αποπλάνηση παιδιών και γυναικών σαν πράξεις ύβρεως, γιατί και οι δύο παραβιάζουν τη σεξουαλική ακεραιότητα της οικογένειας και προσβάλλουν την τιμή της.
Οι σεξουαλικές σχέσεις με παιδιά, ιδιαίτερα αν είναι επί πληρωμή, τα ατιμάζουν και σύμφωνα με το νόμο αυτό, κάθε πράξη που επιφέρει ντροπή και ατίμωση για την ευχαρίστηση του θύτη συνιστά ύβριν. Με δεδομένες τις ισχυρές σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις των λέξεων ύβρις και υβρίζω στην καθημερινή γλώσσα, το επιχείρημα του Αισχίνη φαίνεται απόλυτα λογικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ανηλίκων, η συγκατάθεση των οποίων μοιάζει να μην έχει καμμία σημασία. Εξάλλου, και πέρα από την περίπτωση των παιδιών, πολυάριθμα αποσπάσματα από τους ρήτορες δείχνουν ότι η υποβολή ενός άνδρα σε παθητικό σεξουαλικό ρόλο τον ατιμάζει και έτσι χαρακτηρίζεται ύβρις. Φυσικά, όταν πρόκειται για ενήλικα, η εκούσια συγκατάθεση μπορεί να ακυρώσει την απόδοση ευθυνών στον εραστή. Και πράγματι, άνδρες που δίνουν την συγκατάθεσή τους σε τέτοιες πράξεις χαρακτηρίζονται ως υβρισταί του εαυτού τους λόγω της υποταγής τους, γεγονός που δεν αφήνει χώρο για δίωξη του εραστή.
Αλλά, όταν πρόκειται για ένα αγόρι, η συγκατάθεση αυτή κρίνεται άνευ σημασίας και αποδίδονται ευθύνες στον άνδρα που ατιμάζει το αγόρι, είτε με βιασμό είτε με αποπλάνηση. Όπως και στο σύγχρονο νόμο, για την αποπλάνηση των ανηλίκων, η συγκατάθεση ενός αγοριού κάτω από μια συγκεκριμένη ηλικία δεν αναιρούσε την κατηγορία για ύβριν.
Η περιγραφή αυτή της σεξουαλικής πλευράς της ύβρεως, ενισχύεται και από την περιγραφή από τον Αριστοτέλη των επαίσχυντων πράξεων που ατιμάζουν όποιον τις υποστεί. Ως παράδειγμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς αναφέρει το να παρέχει κανείς σεξουαλικές υπηρεσίες με το σώμα του και ρητά αναφέρει ότι μια τέτοια επαίσχυντη πράξη αποτελεί υποταγή στην ύβριν -όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στα Ηθικά Νικομάχεια 1148b 29) Όπως είδαμε, ο Δημοσθένης και ο Λυσίας χαρακτηρίζουν τόσο την αποπλάνηση όσο και τον βιασμό των ελεύθερων γυναικών ύβριν, ενώ ο Αριστοτέλης εφαρμόζει αναμφισβήτητα το ίδιο κριτήριο στα αγόρια, όταν λέει ότι ορισμένους άνδρες τους ευχαριστεί η ομοφυλοφιλική συνουσία, γιατί είχαν υποστεί ύβριν όταν ήταν μικροί. Προφανώς δεν εννοεί ότι απέκτησαν την συνήθεια του παθητικού ρόλου μόνον επειδή έπεσαν θύματα βιασμού. Αντίθετα, εννοεί ότι υπέστησαν ύβριν, επειδή έδωσαν την συγκατάθεσή τους είτε με στόχο το χρηματικό κέρδος είτε από άλλα κίνητρα. Έτσι, αν και η ερωτική πράξη μπορεί να ήταν εκούσια, αυτό δεν την αποχαρακτηρίζει ως ύβριν. Παρόμοια, ο Δημοσθένης στο λόγο του Κατά Ανδροτίωνος (58), εφαρμόζει στους ενήλικες άνδρες τα ίδια ακριβώς κριτήρια με τον Αισχίνη, υποστηρίζοντας ότι ο εκπορνευόμενος άνδρας υφίσταται αναγκαστικά ύβριν. Τέλος ο Ξενοφών λέει στα Απομνημονεύματά του (2.1.30) ότι η χρήση ανδρών στο ρόλο των γυναικών συνιστά ύβριν.
Εν ολίγοις, ο ισχυρισμός του Αισχίνη ότι ο νόμος περί ύβρεως προβλέπει δυνητικά κυρώσεις και για ορισμένες ομοφυλοφιλικές σχέσεις, συμφωνεί με πλήθος άλλες μαρτυρίες. Από την στιγμή που ο νόμος περί ύβρεως, όπως και άλλες αθηναϊκές ποινικές διατάξεις, δεν παρείχαν ένα σαφή ορισμό του αδικήματος, ύβρις ήταν ότι ήταν διατεθειμένη να θεωρήσει ως τέτοια, χωρίς μάλιστα να έχει την βοήθεια της συζήτησης ή της νομικής συμβουλής, η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων δικαστών.
Τελειώνοντας υπενθυμίζω:
Στο γυμνάσιο τα αγόρια δεν έχαιραν της προστασίας της οικογένειάς τους, γι' αυτό και ο νόμος τα προστάτευε στο περιβάλλον αυτό, επιβάλλοντας την θανατική ποινή σε όσους επιχειρούσαν να επωφεληθούν της ευκαιρίας. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας τέτοιος νόμος, αν η αθηναϊκή κοινωνία δεν θεωρούσε την παιδεραστική ερωτοτροπία και κατάκτηση προβληματική; Υπήρχε, ολοφάνερα, η αίσθηση ότι οι υιοί των πολιτών έπρεπε να προστατευτούν από το νόμο για να διασφαλιστεί η σεξουαλική τους ακεραιότητα.
Πριν προχωρήσουμε παρά κάτω, στην κοινωνική κριτική, αξίζει τον κόπο να δούμε και τον νόμο περί μοιχείας. Στον λόγο του Λυσία «Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου», μαθαίνουμε την νομική αντιμετώπιση της αρχαίας Αθήνας ως προς την μοιχεία.
Ο σύζυγος λοιπόν είχε το δικαίωμα -εφ΄ όσον παρευρίσκονταν και μάρτυρες- να σκοτώσει τον μοιχό που παραβίασε την οικογενειακή του εστία. Όμως δεν είχε κανένα δικαίωμα να πειράξει την γυναίκα του. Θα έπρεπε βέβαια, να την απομάκρυνε από το σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να χειροδικήσει εναντίον της. Η δε γυναίκα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής της στις τελετές της πόλεως.
Από αυτόν εδώ τον νόμο, καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα την μεγάλη σημασία που έδιναν οι Έλληνες στην ενασχόληση στα δημόσια πράγματα καθώς επίσης και το πόσο ιερό θεωρούσαν το οικογενειακό άσυλο, το σπίτι δηλαδή. Με αυτήν την έννοια, είναι εύκολο να συνειδητοποιήσουμε το γιατί τιμωρούσαν τόσο αυστηρά την συμβίωση δύο ενήλικων ανδρών. Όχι μόνο εξευτέλιζαν την εικόνα της πόλεως αλλά διέπρατταν ύβριν εις το ιερό χώρο της οικίας, της Εστίας.
Φυσικά, το ίδιο ίσχυε και στην Σπάρτη Ο Ξενοφών αποδίδει στον Λυκούργο σχετικό νόμο, που απαγόρευε αυστηρά την παιδεραστία: «Ει δε τις παιδός σώματος ορεγόμενος φανείη, αίσχιστον τούτο θείς εποίησεν (δηλ ο Λυκούργος) εν Λακεδαίμονι μηδέν ήττον εραστάς παιδικών απέχθεσθαι ή γονείς παίδων απέχονται» (Ξεν. Λακεδαιμόνιων Πολιτεία 11, 13)
Ο Πλούταρχος διασαφηνίζει ότι ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμμιά σχέση με σωματικές επαφές και ότι εστερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα δυνάμει νόμου όποιος επιχειρούσε να ασελγήσει σε βάρος άλλου:
Ανάλογη μαρτυρία σχετικά με το πόσο παρεξηγημένο θέμα ήταν ο ψυχικός δωρικός έρωτας και ότι αυτός δεν περιείχε καμμία σωματική σχέση καταθέτει και ο Μάξιμος Τύριος λέγοντας: «ερά Σπαρτιάτης ανήρ μειρακίου Λακωνικού, αλλ΄ ερά μόνον ως αγάλματος καλού, και ενός πολλοί, και εις πολλών. Η μεν γαρ εξ ύβρεως ηδονή ακοινώνητος προς αλλήλους.»
Τέλος και ο Αιλιανός αναφέρει: «Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες. Εάν ποτέ κάποιος έφηβος τόλμησε να ανεχθεί ασέλγεια σε βάρος του είτε εάν κάποιος έφηβος επιχειρήσει να ασελγήσει σε βάρος άλλου, δεν συνέφερε κανέναν από τους δύο να καταντροπιάσουν τη Σπάρτη. Και σε τέτοια περίπτωση, κρούσματος δηλαδή, ή εξορίστηκαν ή κάτι χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους» (Ποικιλ. Ιστορ. 111, 12)
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Πώς αντιμετώπιζε η Ελληνική Κοινωνία την ομοφυλοφιλία; Ας ξεκινήσουμε με έναν άγνωστο μύθο του Αισώπου.
Ο Δίας και η Ντροπή
Ο Δίας πλάθοντας τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες ψυχικές αρετές και μόνο την ντροπή λησμόνησε να βάλει. Γι' αυτό μην έχοντας άλλο δρόμο να την τοποθετήσει, την πρόσταξενα μπεί από τον πισινό των ανθρώπων. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή. Επειδή, όμως, ο Δίας τη ζόρισε πολύ, είπε: "Ας είναι, θα μπώ, με τον όρο ότι από εκεί δε θα μπεί ο έρωτας. Γιατί, αν τύχει και μπεί, εγώ θα βγώ αμέσως"! Από τότε συμβαίνει όλοι οι ανώμαλοι να είναι αδιάντροποι.
έκδοσις του συνόλου των Μύθων του Αισώπου
του Εμίλ Σαμπρύ, σειρά "Γκιγιώμ Μπιντέ", Παρίσι 1967 , Μετάφρασις, Εγκυκλοπαίδεια "ΓΙΟΒΑΝΗ".
Ο Πλάτων στους «Νόμους», καταδικάζοντας απερίφραστα ως αφύσικο τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρρένων, αναφέρει έναν παλαιό νόμο που απαγόρευε τον σωματικό έρωτα μεταξύ αρρένων, τον οποίο νόμο, πρώτος παραβίασε ο Λάιος με αποτέλεσμα τα γνωστά δεινά του οίκου του. Ο μύθος λοιπόν του Οιδίποδα και η κατάρα που το συνοδεύει, δεν ξεκίνησε ούτε από τον φόνο του Λάιου από τον υιό του αλλά και ούτε από τον ανίερο γάμο του Οιδίποδα με την Ιοκάστη. Αλλά η κατάρα έχει την ρίζα της στην αισχρή πράξη του Λάιου.
Βέβαια, πώς είναι δυνατόν να μην αναφερθούμε και στον μύθο του Γανυμήδη. Και σε αυτήν την περίπτωση όσοι ερμηνεύουν τον μύθο κατά τρόπο διαστροφικό αγνοούν ή δεν μπορούν να κατανοήσουν ή πάλι δεν επιθυμούν να καταλάβουν ότι όπως όλοι οι μύθοι έτσι και αυτός είναι συμβολικός. Θα πρέπει οπωσδήποτε, να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι ο μύθος πήρε την τωρινή του μορφή κατά τα παρακμιακά χρόνια δηλαδή περί το 400 προ της απαρχής της χριστιανικής χρονολογήσεως. Όπως μας αναφέρει ο Πλάτων στους «Νόμους», την αρπαγή του Γανυμήδους την γνώριζε ο Όμηρος αλλά πρώτα οι Δωριείς έδωσαν εις αυτόν παιδεραστικόν νόημα. Τι συμβολίζει όμως ο μύθος;
«Γανυμήδα, Γανυμήδης. Ελληνικές χαριτήσιες θεότητες (εκ του γάνυμαι, δηλαδή χαίρω, τέρπομαι και το ρήμα μέδω, δηλαδή άρχω ή προστατεύω), έφοροι της κάθε φυσικής ωραιότητος που μπορεί να στρέφει τους θνητούς στην ενατένιση και συνείδηση της ομορφιάς που έσπειραν στον Κόσμο οι Θεοί. Η πρώτη ετιμάτο στη Σικυώνα και τον Φλιούντα ως Δία ή Γανυμήδα ή Ήβη, με λαμπρό Ναό της στην είσοδο της Ακροπόλεως, ως Θεά "χρυσοστέφανος" προστάτις των δούλων και των ικετών. Προς τιμήν της εωρτάζονταν οι λεγόμενοι "Κισσοτόμοι". Ο δεύτερος, θεότης του λάμπους και της χάρης, μυθολογείται ως ο οινοχόος των Ολυμπίων, και συμβολίζει τον "αθανατισμό" του ανώτερου ανθρώπου μέσω της θεάσεως των Αθανάτων (επί του προκειμένου, του κάλλους του Κόσμου).
Αργό