======3=======
Αν και 21 Σεπτέμβρη είχε πολύ ζέστη, καμία σχέση με τα Γιάννενα, που για να κυκλοφορήσεις τέτοια ώρα αυτή την εποχή χρειαζόσουν οπωσδήποτε μπουφάν. Πως μπορούν και ζουν εδώ το καλοκαίρι αναρωτήθηκα... Λίγο η ζέστη, λίγο το άγχος, λίγο η καύλα είχα ήδη αρχίσει να ιδρώνω από την αρχή της διαδρομής. Όχι ρε πούστη μόλις έκανα μπάνιο και είμαι ήδη ιδρωμένος. Θα έχει εκεί να κάνω μπάνιο? Ή θα με πετάξουν έξω? Σίγα σκέφτηκα μετά. Εδώ πηγαίνουν στα μπουρδέλα άτομα που έχουν να κάνουν μπάνιο εβδομάδες, εγώ που έκανα πριν 5 λεπτά. Και άνοιξα λίγο πιο πολύ το ήδη γρήγορο βήμα μου. Στο μυαλό μου όσο πλησίαζα προς την ομόνοια έρχονταν κάποιες εικόνες από την παιδική μου ηλικία. Είχα περάσει ξανά από εδώ πολύ μικρός ή μάλλον όχι και πολύ μικρός. Είχαμε έρθει εδώ σαν οικογένεια, γιατί τότε ήμασταν οικογένεια. Ένα μήνα πριν ο πατέρας μου, ανακοινώσει, στην μάνα μου ότι χωρίζουν οριστικά. Είχα προταθεί να συμμετάσχω σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό σκάκι για παιδιά κάτω των 15 ετών και είχαμε έρθει όλοι μαζί. Παρόλο που βγήκα δεύτερος με κέρδισε ένα παιδί 14 ετών ενω εγώ ήμουν 10 και κάτι. Ο πατέρας μου πίστευε ότι εγω είμαι ο νικητής και όλη η οικογένεια ήταν πολυ χαρούμενη. Ισως και η τελευταία φορά που μας θυμάμαι έτσι. Μου είχε πει ότι δεν πρέπει να το αφήσω και ότι σε λίγα χρόνια θα κατεβαινα στο παγκόσμιο. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα δεν είχα καμία όρεξη να συνεχίσω και αντίθετα τόσο το σκάκι όσο και το ταξίδι μου στην Αθήνα το είχα θάψει σε ένα μέρος του μυαλού μου που ουτε ο ίδιος, αλλά ούτε κάνεις άλλος ήθελα να σκάψει και να το βρει.
Φτάνω στην ομόνοια ή ώρα 02:15 τα μεσάνυχτα. Δεν είχα νιώσει ποτέ πιο τρομαγμένος. Άνθρωποι ξαπλωμένοι εδω και εκεί. Φωνές και καβγάδες σε κάτι γωνίες. Ήθελα να φύγω και να γυρίσω τρέχοντας πίσω στο σπιτάκι μου. Αλλά ξαφνικά μπροστά απο το Hondos Center στο περίπτερο βλέπω ήταν 4 μηχανές της Αστυνομίας με ισάριθμους Αστυνομικούς και κάπως ησύχασα. Συνέχισα να περπατάω με κατευθυνση την Αγίου Κωνσταντίνου. Λίγο πριν φτάσω έξω απο το γνωστό τσοντοσινεμά της Ομόνοιας με πλησιάζει ένας περίεργος τυπάς και με βαρια φωνή μου λέει:
-Ει φιλαράκι, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι.
-Φυσικά του απαντώ και γυρνώντας προσς το μέρος του, τα χέρια μου έκαναν μια ασυναίσθητη κίνηση χτυπώντας τις τσέπες του παντελονιού μου να βεβαιωθώ ότι τα χρήματα και το κινητό μου ήταν στη θέση τους.
Φαντάρος είσαι?
Οχι του απαντάω.και αμέσως σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε και να ξυριστώ πριν πάω στο μπουρδέλο. Ενα μπάνιο αρκούσε.
-Επειδή σε κόβω καυλιάρη,αν θες μπορώ να σε πάω σε κορίτσια.
-Τι κορίτσια?
-Γυναικάρες να κάνεις παρέα, να πιείτε ένα ποτάκι και αν γνωριστείτε ότι θέλεις εσύ.
-Κοίτα φίλε,εγω να γαμήσω ψάχνω παρέα έχω.
-Έλα βρε να δεις και μη με αποπαίρνεις.
Και με ένα περίεργο τρόπο άρχισα να τον ακολουθώ.
-Έχουμε πολύ ακόμα?
-Εδω δίπλα, είσαι και ανυπόμονος.. μου λέει και χαμογελάει και τότε διέκρινα ότι λείπανε κάτι δόντια απο μπροστά, σημάδι ότι τις είχε φαει και μαλιστα για τα καλά.
-Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι περάσαμε δίπλα απο τους Αστυνομικούς που είχαν κάνει πηγαδάκι πλέον γύρω απο το περίπτερο και ο τυπάς τους χαιρέτισε:
-Γεια σας Παλικάρια.
-Γεια σου Μητσαρα.
Του είπε ο μεγαλύτερος σε ηλικία Αστυνομικός και του εκλεισε το μάτι.
Αυτό με καθησύχασε λίγο γιατί ότι και να μου συνεβαινε ήξερα ότι ο Αστυνομικός που βρισκόταν στο σημείο εκεί θα τον αναγνώριζε.
Ξεκίνησε να με ρωτάει απο που είμαι και που την έχω την κοπελιά αφού ένα τόσο όμορφο και ψηλό αγόρι ήταν αδύνατο να μην έχει: Απέφυγα να απαντήσω ρωτώντας τον ξανα:
που πηγαίνουμε?
Μέτρα μεχρι τπο 10 και θα έχουμε φτασει.
Αφου μέτρησα μέχρι το 100 φτασαμε σε ένα παρακμιακό μαγαζάκι με μια βιτρίνα της κακιάς ώρας. Μπροστά στην βιτρίνα καθόντουσαν δυο μιλφάρες μια ξανθιά και μια μελαχρινή και πίνανε τον ποτό τους. Η μιση βιτρίνα απο τη μέση και κάτω ήταν φιμέ και δεν μπορούσες να δεις τι φορούσαν. Ωστόσο το βλέμμα σου επικεντρωνόταν στα μεγάλα τους βυζιά.
-Έλα μέσα.
-Ευχαριστώ δεν θα πάρω
-Έλα μέσα να δεις και φεύγεις, τόσο δρόμο καναμε.
Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν παραταύτα τον ακολούθησα. Το μαγαζί έπαιζε Καρρά. Μέσα στο μπαρ ήταν μια τύπισσα γύρω στα 45. Με μαύρα μαλλιά και έντονα βαμμένα μάτια και χείλη.
Παντού υπήρχαν αντικριστοί καναπέδες με ψηλή πλάτη και πολύ χαμηλό φωτισμό.
Με μια γρήγορη ματιά προσπάθησα να σκανάρω όλο το χώρο και πριν προλάβω με πλησιάζει μια μουνάρα ηλικίας 30 και μου λέει:
Βρε,βρε καλώς τον ομορφούλή. Τι ωραίο παιδί είσαι εσυ?
-Γεια σας.
-Τι γεια σας βρε? Βλέπεις πολλές εδώ?
-Γεια σου...
-Τζένη
-Μάρκος.
-Ωραίο όνομα Μάρκο. Αλλά μην κάθεσαι όρθιος έλα κάτσε εδώ και μου δείχνει προς το μπαρ. Έλα να πιούμε ένα ποτακι.
Και Αμέσως με έπιασε απο το ήδη ιδρωμένο χέρι μου και με τράβηξε προς το μπαρ.