=====7=====
Η ώρα 10 το πρωί αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ άλλο.
Στην άρχη ήθελα λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω που είμαι και γιατί το σπίτι τριγύρω θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Η εξήγηση απλή, η μάνα είναι 500 χλμ μακριά και αν εγω δεν κάνω κάτι σε λίγο καιρό θα προτιμώ να κοιμάμαι στο διαμέρισμα του αστέγου που γνώρισα χθες το βραδυ.
Αφού θα έβρισκα κάτι να φάω έπρεπε να βάλω ένα πρόγραμμα στην ζωη γιατι μεχρι τώρα τίποτα δεν είχε νόημα. Αν δεν ιεραρχούσα τις αναγκες μου θα κατεληγα καθε μέρα στην πλ
Μεταξουργειου να τρωω τα λεφτα του Πατέρα μου στην Ντόροθι, αν και τώρα που το ξανασκεφτομαι και να τις ιεραρχούσα τις ανάγκες στην παρούσα φαση πάλι εκεί θα κατέληγα.
Αρχικά έπρεπε να γραφτώ στην σχολή. Γιατί χωρίς εγγραφή δεν θα έβλεπα φράγγο. Επίσης σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γνωρίσω και κάποιον νορμάλ στην Αθήνα γιατι οι μόνοι που είχα ανταλλάξει 2 κουβέντες μεχρι στιγμής ήταν ένας Νταβατζής μια τσατσά, μια πουτάνα και ένας ζητιάνος. Καθόλου άσχημα για ένα χωριατόπαιδο σκέφτηκα. Η μάνα μου θα λιποθυμούσε και μόνο στην ιδέα ότι εχω μιλήσει στους μίσους απο αυτούς. Όπως και θα λιποθυμούσε στην ιδέα και μόνο να με έβλεπε να καβαλάω μηχανή. Και εκείνη την στιγμή αμέσως σκέφτηκα ότι αυτο θα είναι το επόμενο μου βήμα. Όσο και αν στην αρχή είχα πάρει το μέρος της μάνας, με το πέρασμα του καιρού και ειδικότερα κατα την εφηβεία τα πράγματα άλλαξαν και υποστήριζα τον Πατέρα παρόλο που ήταν απών και υποσυνείδητα κατηγόρησα την μητέρα μου που μας εγκατέλειψε. Έτσι κάθε φορά που προσπαθούσε να με καταπιέσει απο αντίδραση έκανα ακριβώς το αντίθετο.
Ντύθηκα βιάστηκα και αφού έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου άφησα γρήγορα το διαμέρισμα μου.
Κατέβηκα Τρέχοντας την Σκάλα και προσπέρασα επιδεικτικά την Θυρωρό. Όπως μου είχε πει ο Πατέρας μου κάθε καλή πολυκατοικία στο Κολονάκι όφειλε να έχει θυρωρό, έτσι και η δική μας. Όμως ευτυχώς σε μας ήταν γιατί στους πρώτους ορόφους στεγάζονταν γραφεία και μόνο τις πρωινές ώρες.
-Καλημέρα σας. Προσπάθησε να πεί η καημένη η θυρωρός μια κυρία γύρω στα 55 αλλά πριν ολοκλήρωση την φράση της είχα ήδη βρεθεί στο δρόμο.
Δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με την συγκεκριμένη Κυρία η οποία ήταν γνωστή του Πατέρα μου και μου έδινε την εντύπωση ότι με το παραμικρό που θα έβλεπε θα κελαηδούσε.
Αφού ολοκλήρωσα εγγραφή στο Πανεπιστήμιο και έφαγα κάτι περπάτησα μέχρι το Μοναστηράκι. Και ενώ καθόμουν στην Πλατεία αποφάσισα να πάρω τηλ τον Πατέρα μου.
-Εμπρός. Ακούστηκε απο μια γυναικεία φωνή.
-Μπορώ να μιλήσω με τον Πατέρα μου.
-ναι μισο!
-Γιάννη ο γιος σου είναι ο Μάρκος.Θα μπορέσεις να του μιλήσεις?
-Ναι δως τον.
-Γιάννη τι είπε αυτή? Σε ρωτάει εαν μπορείς για να μου μιλήσεις? Και σου σηκώνει και το τηλέφωνο.
Κόψε τα Γιάννη στον Πατέρα σου γιατί δεν θα δεις φράγκο.
Δεν πειράζει μπαμπά άρκει που ήσουν συνέχεια μαζί μου.Τι να τα κάνω τα λεφτά άλλωστε.
Και έκλεισα το τηλ.
Ένω όλα πηγαίναν καλά τι ήθελα και χάλασα την μέρα μου με την παλιοπουτάνα. Αμέσως σηκώθηκα απο το πεζούλι που καθόμουν και άρχισα να τρέμω απο τα νευρα μου.
Εκείμη τη στιγμή το μόνο που μου περασε απο το μυαλό ήταν η Ντόροθι. Βγήκα στην Αθηνάς και ξεκίνησα να πηγαίνω προς
Μεταξουργείο. Ήθελα να την δώ. Η ώρα είχε πάει 15:00 όταν έφτασα στο μπουρδέλο. Η πόρτα μισάνοιχτη όπως και το βράδυ. Μπαίνω μέσα, όλα ήταν πολυ διαφορετικά.
-Γεια σας Κα Μαριγώ.
-Βρε Βρε Καλώς τον. Ουτε 12 ώρες δεν περάσανε και παλι εδώ!!!!
-Θέλω να δω την Ντόροθι.
-Δεν δουλεύει Ακόμα. 8 το βράδυ πιάνει, αλλά έχω καλύτερα κορίτσια και πιο έμπειρα.Μισό.
-Θέλω μόνο την Ντόροθυ.
-Τότε έλα πάλι το βραδυ. Και αν την θες και ξεκούραστη να έρθεις απο τι 20 00. Γιατι έχει ζητηση το κοριτσι μας.
-Καλώς είπα και αμέσως έφυγα.
Αυτό το έχει ζήτηση με χτύπησε κατευθειαν στην Καρδιά. Στο μυαλό μου είχα την ψευδαίσθηση ότι ναι μεν δουλευει εκεί, αλλά ότι είναι εκεί μόνο για μένα. Και στο μυαλό μου άρχισαν να περνάνε διάφορες σκέψεις.
Όλη αυτή την ώρα ο Πατερας μου με καλούσε αλλά δεν το σήκωνα. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανεναν.
Σκέφτηκα ότι για να κάνω καινούριους φίλους και για να φτιάξω λίγο ακόμα το σώμα μου καλά θα ήταν να γραφτώ σε γυμανστήριο. Και έτσι έγινε το ίδιο απόγευμα πήγα και γράφτηκα σε ένα κοντά στο σπίτι. Που απο ότι μπορεσα να δω μάζευε απίστευτα μουνιά, ενώ απο ότι μου είπε ο γυμναστής καλά είναι και το πρωί που μαζεύει μόνο μιλφάρες απο το Κολονακι που ψάχνουν πιτσιρικάδες. Εδω είμαστε σκέφτηκα. Και ένιωσα ότι η ζωη μου αρχίζει και παιρνει μια σειρά.
Γύρισα σπίτι έκανα ένα καλό μπάνιο φόρεσα τα καλά μου και 19:55 ήμουν ήδη στη δουλειά της Ντόροθι.
-Καλως τον Εγγλέζο είπε η Μαριγώ κοιτώντας το ρολόι της.
Και πριν προλάβω να πω κουβέντα.Φωνάζει την Ντόροθι.
-Γεια σου Ντόροθι.
-Γειά σου Μάρκο.
-Θυμάσαι πως με λένε?
-Δεν ξεχνιέσαι εύκολα!!!
Τι ήθελε και μου το είπε αυτό.!!!!
-Ορίστε λέω και δίνω πάλι 40 ευρώ.
-Πέρασε μου λέει η Μαριγώ και μου ανοίγει την Πόρτα.
-Μπαίνω μέσα και περιμένω την Ντόροθυ.
Μετά απο 2 λεπτά ήταν μέσα.
Μάρκο τι περιμένεις γιατί δεν έβγαλες τα ρούχα σου.
Ντόροθυ δε θέλω να κάνουμε τίποτα. Θέλω απλά να μιλήσουμε.
Να πούμε τι?
Και έμεινε όρθια στην πόρτα με κοιτάζει σαν να τις έλεγα ότι πιο περίεργο είχε ακούσει ποτέ......