Α ρε ένδοξο ΠΝ!
Ιστορία πρώτη: Πως ΔΕΝ πήδηξα την ΜΠΥ:
Ναύτης Γ’ εγώ, ΜΠΥ αυτή. Μεγάλος εγώ (28) – εξ αναβολών λόγω σπουδών.
Μεγάλη όμως κι αυτή 28~32 αν θυμάμαι καλά. Petite στην εμφάνιση, ΠΟΛΥ καλή στη δουλειά της, σεμνή, νόστιμη, δεν είχα και γκόμενα τότε, μου γυάλισε...
Αλλά που να τολμήσω να κάνω κίνηση, η απειλή του ξεμπροστιάσματος και του ποινολογίου ήταν πολύ έντονη. Ά, να πω ότι είμαστε σε ένα εκ των τριών (που υπήρχαν τότε) ΝΝ- να μη πω σε ποιό, γιατί ο κόσμος είναι μικρός. ΝΝΑ, ΝΝΠ, ΝΝΣ.
Εκδήλωνε όμως κάποια συμπάθεια... Το καταλάβαινα αυτό.
Ξαφνικά, μετάθεση στην Κρήτη εγώ.
Χαιρετούρες, και με την εν λόγω (απελευθερωμένος κάπως λόγω επικείμενης αναχώρησης) κάπως πιο ζεστά. Λέω:
«Κοίτα ρε παιδί μου πως έρχονται τα πράματα καμιά φορά! Τώρα που μπορώ να σου πω αυτό που θέλω, τώρα ο λόγος που μπορώ είναι και που κάνει να μην έχει πια νόημα να στο πω».
(Δηλαδή τώρα που φεύγω και στ’ αρχίδια μου τι θα πουν εδώ αν στην πέσω, φεύγω όμως!).
Η γκόμενα το κράτησε.
Έφυγα, πήγα στην Κρήτη (πέρασα ΤΕΛΕΙΑ, διακοπές 1 χρόνο – αν τό ‘ξερα θα είχα πάει απ την αρχή), σε ένα χρόνο απολύθηκα. Καμία επαφή με την ΜΠΥ αυτό το διάστημα. Γύρισα στην Αθήνα πολίτης.
Ξαναπήγα στο ΝΝΤάδε και τη βρήκα. Τρομερή χαρά έκανε. Πολίτης πλέον, είπα «Να βγούμε». Προθυμότατη.
Ένα σινεμαδάκι, μια ταβερνίτσα την άλλη μέρα, την τρίτη μέρα ήρθε η ώρα: «Πάμε σπίτι μου?» (έμενα μόνος). Άμεση ανταπόκριση «Πάμε».
Άρχισε το μπαλαμούτι, κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να προχωρήσει ο Πέτρος προς τα μέσα. Ενώ το ήθελε, κοντοστεκότανε. «Ξέρεις, θέλω να σου πω ότι ίσως δεν είμαι καλή σ’ αυτό...» (το μόνιμο πρόβλημά τους).
«Γιατί?»
«Γιατί δεν το έχω ξανακάνει...» (Τριαντάρα, το επαναλαμβάνω).
Φλασιά μου ήρθε. ΚΙ ΑΛΛΗ ΠΑΡΘΕΝΑ ρε πούστη μου, σκέφτηκα.
Αν προχώραγα, θα ήταν η τέταρτη στη σειρά που «θα έχανε ότι πολυτιμότερον είχε» από μένα. Σταμάτησα ο,τιδήποτε, και άρχισα να σκέφτομαι.
Στο μυαλό μου ήρθαν όλες οι σκηνές που είχα ζήσει με τις δυο απ τις τρεις προηγούμενες παρθένες της ζωής μου (η μιά ήταν πολύ εν τάξει παιδί), και αποφάσισα ότι δε θα τα ξαναζούσα αυτά. Ιδίως με μια τριαντάρα (που θα ήθελε και αποκατάσταση κατά πάσα πιθανότητα).
Σηκώθηκα και είπα: «Σήκω και ντύσου».
Έγιναν διάφορα «Μα γιατί...» και τέτοια, αλλά ήμουν κάθετος.
Δε την ξαναείδα ποτέ.
Η άλλη ιστορία σε άλλο post.