Τσαγκαρο-Δευτέρα, προχθές και έπρεπε να ανέβω σε ένα μαγαζί στην Μεσογείων, για να αλλάξω ένα ρούχο. Αφού έκανα την αλλαγή και μία έξτρα παραγγελία, καβάλησα την μηχανή, για να συνεχίσω τις δουλειές της ημέρας. Στην στάση του μετρό Νομισματοκοπείο, αποφάσισα να σταματήσω για να τσεκάρω την περιοχή, καθώς είχα διαβάσει πληροφορίες για γυφτάκια που κάνουν ψωνιστήρι. Πάρκαρα το όχημα, έβαλα ένα 20ρικο στην τσέπη και ξεκίνησα την έρευνα πεζός. Πέρασα μπροστά από τον Βασιλόπουλο και ειδα τρεις γύφτισσες να μπαίνουν σε ένα μαγαζί με καλλυντικά, που βρίσκεται δίπλα. Πήγα προς το μέρος τους, περίμενα διακριτικά και μόλις βγήκαν, άρχισα να τις παρακολουθώ. Ήταν μία 40φευγα, μάλλον η μάνα και δύο πιτσιρίκες 16-17 ετών. Στην πορεία, η μάνα τις παράτησε και έφυγε. Εγώ συνέχισα να τις ακολουθώ και να τις παρατηρώ. Ήταν πατσαβούρες και στραβοκάνες και γενικά δεν έλεγαν τίποτα από εμφάνιση. Μπήκαν σε ένα πολυκατάστημα, μάλλον για να κλέψουν και κάπου εκεί σταμάτησα να ασχολούμαι μαζί τους. Συνέχισα να περπατάω, για αρκετά μέτρα, χωρίς να δω κάτι το αξιοσημείωτο. Γυρνώντας πίσω, ανέβηκα στην μηχανή και αποφάσισα να περάσω μέσα από τον καταυλισμό, που βρίσκεται εκεί κοντά. Μπαίνοντας μέσα, αντίκρισα στα αριστερά μου έναν γέρο, ο οποίος κοιμόταν σε ένα κρεβάτι, που είχε έξω από την παράγκα του. Τον θυμήθηκα, καθώς τον έβλεπα συχνά, πριν από χρόνια, όταν περνούσα με το όχημα της δουλειάς. Είναι πάντα ξαπλωμένος, στο ίδιο σημείο. Όσον αφορά τον καταυλισμό, πρόκειται για έναν άλλο κόσμο. Μία παραγκούπολη, με δική της αρχιτεκτονική και δικούς της κανόνες. Μέχρι και μία μικρή αυτοσχέδια εκκλησία είδα, γεμάτη με εικόνες. Τρία μικρά γυφτάκια ήταν στην μέση του δρόμου. Ένας μικρούλης μου ζήτησε να κάνουμε hi five και εγώ δεν του χάλασα το χατήρι. Γενικά, δεν ασχολήθηκε κάνεις μαζί μου, ούτε ένιωσα κάποιο κίνδυνο. Βγαίνοντας από εκεί και επιστρέφοντας στην Μεσογείων, είδα τις δύο πιτσιρίκες. Η μία πήγε να τσακιστεί, κατεβαίνοντας το κράσπεδο, κάτι το οποίο σχολίασα. Αυτή μου απάντησε, με αποτέλεσμα να στρίψω μέσα στο πάρκινγκ του MacDonald και να πάω προς το μέρος τους. Τις πλησίασα και τις ρώτησα τι κάνουν. Αυτές πήραν θέσεις άμυνας και με κοιτούσαν φοβισμένες. Τους είπα να μην φοβούνται και τις ρώτησα την ηλικία τους. Η μία μου απάντησε, ότι θα πάει να το πει. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Συνέχισα να τους μιλάω και αυτή φώναξε σε ένα ζευγάρι ανηλίκων, που έτρωγε έξω. Αυτοί δεν πήραν χαμπάρι τίποτα. Και να έπαιρναν, ο νεαρός δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Εγώ επέμενα και τότε αυτή που φώναζε, σκαρφάλωσε πάνω στην σιδερένια μάνδρα, από το φόβο της και μου είπε ότι θα πάει να τα πει όλα. Τότε κατάλαβα, τι εννοούσε. Θα έμπαινε μέσα στο εστιατόριο και θα έλεγε στους υπαλλήλους, ότι τις ενοχλώ. Τώρα, τι ακριβώς θα τους έλεγε και τι θα μου έκαναν τα χάπατα που δούλευαν εκεί, ένας θεός ξέρει. Αφού τις περιεργάστηκα και είδα ότι δεν άξιζαν τίποτα, τους είπα να προσέχουν, όταν διασχίζουν την λεωφόρο και έφυγα. Αργότερα, περνώντας από την γέφυρα της Πέτρου Ράλλη, με έπιασε το φανάρι. Εκεί βρισκόταν μία πολύ μικρή γύφτισσα, η οποία καθάριζε τζάμια. Μάλιστα, δεν πρέπει να έστεκε καλά, γιατί περπατούσε και μιλούσε μόνη της. Καθώς την κοιτούσα, με ρώτησε τι ώρα είναι. Εγώ της απάντησα και μόλις άνοιξε το φανάρι καβάτζωσα την μηχανή και επέστρεψα πίσω πεζός. Την πλησίασα και αυτή μου ζήτησε μισό ευρώ. Εγώ την ρώτησα, εάν θέλει να της δώσω 20€ και να έρθει μαζί μου, αλλά δεν δέχτηκε. Έφυγα και επέστρεψα στο σημείο που άφησα το όχημα και γύρισα σπίτι γκρινιάζοντας, γιατί έχασα το μπάνιο μου στην θάλασσα, από τις δουλειές και τις αγγαρείες που έκανα. Πραγματικά, ήταν μία γύφτισσα μέρα!