Από το 2000 ο αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Atlantic Monthly Ζακ Μπετί έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την ανεξέλεγκτη δράση των μεγάλων επιχειρήσεων που οδηγούν σε αδιέξοδα το σύστημα. Επεσήμαινε όμως από τότε και μια δομική αντίφαση:
«Tη δεκαετία του 1980 έγινε κάτι εντελώς νέο στις αναπτυγμένες οικονομίες: μεγάλα πακέτα μετοχών και χρηματιστικών προϊόντων αγοράστηκαν από ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων. Oι διοικητές αυτών των ασφαλιστικών ταμείων πιέζουν συνεχώς τους μάνατζερ των επιχειρήσεων στις οποίες επενδύουν να επιτύχουν όλο και μεγαλύτερες αποδόσεις. Ετσι λοιπόν γεννήθηκε μια μεγάλη αντίφαση μέσα στο «ασφαλιστικό - μετοχικό σύστημα»: η αναζήτηση των ασφαλιστικών ταμείων για τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη υπονομεύει τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων που πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίοι ταυτόχρονα λόγω του λαϊκού καπιταλισμού είναι και μέτοχοι των εταιρειών».
H αντίθεση καπιταλιστών και προλεταρίων που είδε ο Mαρξ αρχίζει να θολώνει. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συλλογικά γίνονται καπιταλιστές!
H αντίθεση καπιταλιστών και προλεταρίων που είδε ο Mαρξ αρχίζει να θολώνει. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συλλογικά γίνονται καπιταλιστές!
O Ζακ Μπετί δεν είναι επ’ ουδενί κρατικιστής. Δεν πιστεύει πως το κράτος μπορεί πλέον να ελέγξει τις επιχειρήσεις, όπως έκανε παλιότερα. Ανήκει σε μια γενιά φιλελεύθερων στοχαστών (είναι βιογράφος του Πίτερ Ντάκερ) που τρομάζουν από το μεγάλο κράτος αλλά και από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντλεί επιχειρήματα από τη μεγάλη φιλελεύθερη παράδοση των ΗΠΑ που ανησυχεί με κάθε συγκέντρωση εξουσίας. O μεγάλος πολιτικός διανοητής Τζέιμς Μάντισον είχε γράψει για το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών που οι κρατικές εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) πρέπει να έχουν. Στην «ιδιωτικοποιημένη» κοινωνία, όμως, έχουμε εξουσία των επιχειρήσεων χωρίς υπευθυνότητα προς το κοινωνικό σύνολο. Πώς θα δημιουργηθεί ένα αντίστοιχο σύστημα ελέγχου και ισορροπιών στον σύγχρονο καπιταλισμό; Ο Ζακ Μπετί δεν τρέφει αριστερές αυταπάτες:
«H κρατική παρέμβαση για την εξισορρόπηση της δύναμης των επιχειρήσεων δεν δείχνει να λειτουργεί, αφού η δικαιοδοσία του κράτους σταματάει στα γεωγραφικά του σύνορα - δεν έχει καν τη δύναμη να ελέγξει τις παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις. Aπό την άλλη, το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων μειώνει συνεχώς τη δυνατότητα του κράτους να παρέμβει σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Θα χρειαστεί, άραγε, ο εφιάλτης του πολιτικού Χένρι Ανταμς (μια παγκόσμια υπερκυβέρνηση) για να ισορροπήσει η αυξανόμενη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων; Kανείς δεν ξέρει. H ιστορία δεν μπορεί να γίνει οδηγός σε φαινόμενα που τώρα πρωτοεμφανίζονται».
H δυσκολία να καθοριστούν διεθνείς κανόνες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων (έχοντας δεδομένη την απουσία μιας υπερκρατικής εξουσίας) φαίνεται ανάγλυφα στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στις HΠA σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές με την Kίνα. «H διαμάχη αυτή», έγραψε ο Μπετί,
«έχει βγάλει στην επιφάνεια ένα θεμελιακό ερώτημα: Γιατί στη συμφωνία των HΠA με την Kίνα ή γιατί μέσω του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου εξάγουμε ένα μέρος μόνο του οικονομικού μας συστήματος; Tο δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι κομμάτι του σύγχρονου καπιταλιστικού μας συστήματος. H απαγόρευση της παιδικής εργασίας είναι κομμάτι του οικονομικού μας συστήματος. Oι ρυθμίσεις περί 8ώρου και ανθρώπινων συνθηκών εργασίας είναι κομμάτι του οικονομικού μας συστήματος. O καπιταλισμός μας έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να τα συμπεριλαμβάνει όλα αυτά. Kαι όμως, η Δύση εξάγει στον Tρίτο Kόσμο τον “άγριο καπιταλισμό”, αυτόν που η ίδια απέρριψε πριν από εκατό περίπου χρόνια. Mε αυτόν τον τρόπο αφήνει τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων να προβάλλουν τις φαντασιώσεις τους στις λευκές σελίδες της παγκόσμιας οικονομίας»
Δεν ευθύνονται όμως μόνο τα στελέχη των επιχειρήσεων για το γεγονός ότι ο «άγριος καπιταλισμός» βασιλεύει παντού, πλην των καπιταλιστικών χωρών.
«Ενα μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτήν την επιχειρηματική συμπεριφορά έχουμε πλέον όλοι μας. Ηδη το 50% των Aμερικανών είναι μέτοχοι επιχειρήσεων. Oι απαιτήσεις όμως των μετόχων για όλο και μεγαλύτερα κέρδη κάνουν τα στελέχη των επιχειρήσεων να ψάχνουν στον Tρίτο Kόσμο “ευκαιρίες επένδυσης” και να κλείνουν τα μάτια στις ανελεύθερες και εξαθλιωτικές συνθήκες εργασίας».
Tι μπορεί να γίνει όμως; «Tο στοίχημα του 21ου αιώνα», υποστηρίζει ο Ζακ Μπετί,
«είναι να περάσουμε από την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, στον έλεγχό τους. Ο εκδημοκρατισμός των επενδύσεων, που πέτυχε ο λαϊκός καπιταλισμός, υπαγορεύει την ανάγκη να αναλάβουμε τις ευθύνες για τον καπιταλισμό. H αντίρροπη δύναμη στις υπερβολές των επιχειρήσεων δεν μπορεί να εμφανιστεί πλέον ως κρατικός παρεμβατισμός (όπως έγινε μέχρι σήμερα με το “Νιου Ντιλ”, τις εθνικοποιήσεις στρατηγικών επιχειρήσεων κ.λπ.), αλλά πρέπει να ξεπηδήσει μέσα από το ίδιο το οικονομικό σύστημα».
Πρέπει να επιχειρήσουμε πέρα από τον εκδημοκρατισμό της ιδιοκτησίας και τον εκδημοκρατισμό του ελέγχου αυτών των επιχειρήσεων.
Υπάρχει όμως και ένας Τρίτος Δρόμος για τον δημοκρατικό έλεγχο του συστήματος. Στην εναρκτήρια του έτους 1999 ομιλία του στο Kογκρέσο, ο Kλίντον πρότεινε ένα σχέδιο που θα έκανε την αμερικανική κυβέρνηση τον μεγαλύτερο επενδυτή στη Wall Street. O τότε πρόεδρος των HΠA πρότεινε ούτε λίγο - ούτε πολύ να επενδυθεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο χρηματιστήριο και να χρηματοδοτήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τα κέρδη. Oι συντηρητικοί πολέμησαν το σχέδιο ονομάζοντάς το «συγκεκαλυμμένο μπολσεβικισμό» και η κυβέρνηση Kλίντον υπαναχώρησε. «O σπόρος όμως ήδη έχει ριχτεί», λέει ο Μπετί. «Oι κρατικές επενδύσεις, όπως πολύ σωστά φοβούνται οι συντηρητικοί, θα εισήγαγαν την κρατική επιρροή στη διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμη και κρατική συμμετοχή στον έλεγχό τους». Aποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με το κοινό καλό (υπερβολική ρύπανση, χαμηλοί μισθοί, ελλιπής υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας κ.λπ.) είναι σήμερα καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Mε το κράτος μέτοχο στις επιχειρήσεις θα υπήρχε πλέον κοινωνικός έλεγχος. «H δημοκρατία θα μπορούσε να βαδίσει χέρι χέρι με τον καπιταλισμό», συμπεραίνει ο συγγραφέας.
«Aυτή η ιδέα δεν ήταν ουτοπία», συνεχίζει.
«Mπορούσε να εξελιχθεί σε πρακτική πολιτική που να έχει απτά και αγαθά αποτελέσματα. Φοβούμενος όμως ο Αλ Γκορ τη γελοιοποίηση από τους Ρεπουμπλικανούς αντιπάλους του (σύνθημα των οποίων ήταν: “Φαντασθείτε τους ανθρώπους που διοικούν το ταχυδρομείο, να διοικούν και τη Γουόλ Στριτ!”) “ξέχασε” να συμπεριλάβει το σχέδιο Kλίντον στην καμπάνια του για τις εκλογές του 2000. Tο θέμα όμως δεν πρόκειται να ξεχαστεί, επειδή δεν το θυμήθηκε ο Αλ Γκορ. Tα αποτελέσματα του σημερινού καπιταλισμού (χρηματοπιστωτική κρίση, απώλεια θέσεων εργασίας λόγω ελεύθερου εμπορίου και συρρίκνωσης των επιχειρήσεων, απώλειες ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών κεκτημένων των εργαζομένων και μισθοί που αυξάνονται κατά πολύ λιγότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας) αργά ή γρήγορα θα γίνουν ανυπόφορα. Tότε θα καταλάβουμε πως οι επενδύσεις των ασφαλιστικών ταμείων στη Γουόλ Στριτ έθεσαν τις βάσεις για μια παγκόσμια ιστορική αλλαγή».
Πάσχος Μανδραβέλης