Λίγη Ιστορία...
[size=10pt][size=10pt][size=10pt][size=10pt][size=10pt][size=10pt][size=10pt]
ΙΖΟΛΑ: Ενα ελληνικό παραμύθι χωρίς happy end[/size][/size][/size][/size][/size][/size][/size]
Του Τάκη Κατσιμάρδου
Πριν από μισό αιώνα στο Ζάππειο άνοιγε μια θαυμαστή για την εποχή έκθεση αφιερωμένη στο «σύγχρονο ελληνικό σπίτι». Ανάμεσα στα άλλα δέσποζε «εις τας λαμπράς εκδηλώσεις πολιτισμού» το ελληνικό «Σπίτι των Ιδεών». Των ονείρων ή το ιδανικό ελληνικό σπίτι, όπως θα το αποκαλούσε μια πιο εύστοχη διαφήμιση. Διαβάζουμε στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ των ημερών ότι «έχει λίβινγκ ρουμ, γραφείο, τραπεζαρία, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα και λουτρό». Όλα εκεί είναι κατασκευασμένα από ελληνικά χέρια. Έπιπλα του Βαράγκη, καναπέδες του Καρατζά, υφάσματα - σεντόνια - λευκά είδη της Πειραϊκής-Πατραϊκής, καρέκλες-τραπέζια κι άλλα κουζινικά από τη «Θερμίδα», αλουμινένια παράθυρα και πόρτες του Παπάζογλου, συσκευές ψυχαγωγίας του Ράδιο-Καραγιάννης, φαρμακείο σπιτιού του Βαγενά, στρώματα αμερικανικού τύπου της «Νεοστρώμ», ηλεκτρικός εξοπλισμός (ψυγείο, κουζίνα, θερμάστρα, θερμοσίφωνας της ΙΖΟΛΑ...
Δεκάδες τα ονόματα των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, που «χαράσσονται» με αστραφτερά γράμματα στην έκθεση του Ζαππείου. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός, που σχεδιαζόταν και προβαλλόταν ως αίτημα προς την κυβέρνηση Καραμανλή και τον αρμόδιο υπουργό Ν. Μάρτη, να γίνει θεσμός η έκθεση. Ένα «μόνιμον όργανον εκφράσεως των επιτεύξεων διά την πλήρωσιν των αναγκών εις ένα σύγχρονο σπίτι.» Θα ήταν σπουδαίο, λέγανε, αυτό «διά τας Αθήνας, αι οποίαι έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού εις τον κόσμον»!
Ελπίδες...
Δεν τα υποστηρίζανε αυτά κι άλλα παρόμοια κάποιοι περιθωριακοί τύποι, αλλά παράγοντες της περιόδου. Φρούδες ελπίδες. Από το «Σπίτι των ιδεών» έμειναν μόνο τα έπιπλα «διά χειρός Βαράγκη». Ακόμη και η μυθική ΙΖΟΛΑ έγινε στάχτη.
Ο κύκλος μεταξύ των ελπίδων για την απογείωση της βιομηχανίας και της κατάρρευσης δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που σημάδευε την ελληνική οικονομία. Πάντα, όμως, καθώς ολοκληρωνόταν, άφηνε πίσω του μερικές νησίδες ανάπτυξης.
Μετά το τέλος των πολέμων και τον εξηλεκτρισμό της χώρας μία από αυτές φαινόταν ότι θα είναι η βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών και ειδικά η ΙΖΟΛΑ.
Η βιομηχανία, που έφερε «τον πολιτισμό στο σπίτι » (το βασικό σύνθημά της τη δεκαετία του 1950-1960) μερικούς μήνες πριν από την έκθεση είχε γιορτάσει τα πενήντα χρόνια της. Στη διαρκή έκθεσή της (οδός Αμερικής) το έργο και ο απολογισμός της αποτυπωνόταν με εντυπωσιακό τρόπο. Η συγγραφέας-δημοσιογράφος Γεωργία Ταρσούλη τη συγκρίνει με μια παρόμοια έκθεση, που είχε επισκεφθεί στις ΗΠΑ. Αν και ο χώρος, σημειώνει, είναι μικρότερος και οι όροι σύγκρισης είναι διαφορετικοί «χάρις σε μια σειρά από εντυπωσιακούς στατιστικούς πίνακες, συνοδευόμενους από χαρακτηριστικές φωτογραφίες, βλέπει κανείς πόσο συνετέλεσε μια ελληνική επιχείρηση-βιομηχανία στη δημιουργία μιας πιο άνετης ζωής για την ελληνική οικογένεια... Οι αριθμοί δεν σε κάνουν μονάχα να καμαρώνεις για το ξεπέταγμα μιας βιομηχανίας, που, μέσα σε τόσο λίγα χρόνια, εκατονταπλασίασε σχεδόν τη δυναμικότητά της. Αλλά σε κάνουν να σκέπτεσαι κάτι άλλο... Το 1960, που θα έχουν συμπληρωθή τα έργα εξηλεκτρισμού... και το πιο απόμερο χωριουδάκι θα έχη το ηλεκτρικό του ρεύμα για φως, μαγείρεμα, για κίνηση. Και θα είναι χαρά και περηφάνια για κάθε νοικοκυρά, να μπορή ν απολαμβάνη τις ανέσεις και τις ευκολίες, που θα τις έχουν προσφέρει οι Έλληνες εργάτες και οι Έλληνες τεχνικοί, που βρίσκονται στην υπηρεσία μιας ελληνικής βιομηχανίας, που είναι η ΙΖΟΛΑ».
Την ίδια εποχή, η τότε πρωινή οικονομική-εμπορική-ναυτική εφημερίς ΗΜΕΡΗΣΙΑ έγραφε για την έκθεση: «Σε αυτή είναι συγκεντρωμένο ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, γιατί ό,τι υπάρχει είναι εθνική κατάκτησις. Εδώ σβήνει το ΙΖΟΛΑ και μένει μόνον η λέξις ΕΛΛΑΣ»!
Το ρεπορτάζ της «Η»
Ποια ήταν τα θαυμαστά προϊόντα; Διαβάζουμε στο ίδιο ρεπορτάζ:
«Δύο τύποι ψυγείων, το ΜΙΝΩΑ νέον και το παλαιόν. Το νέον έχει εις το μέσα μέρος της πόρτας (καινοτομία των ημερών!) θέσι για αυγά και άλλα πολλά πράγματα... Μετά έρχονται οι κουζίνες για τις οποίες και επαίρεται όχι άδικα. Έχει οκτώ τύπους... Υπάρχουν και δυο επιτραπέζιοι μικροί και πολύ φθηνοί με 675 και 375 δραχμές -μια οκά ψωμί κόστιζε 4-5 δρχ.)
Ακολουθούν οι θερμοσίφωνες τριών μεγεθών 120, 80 και 50 λίτρων. Μετά είναι οι θερμάστρες που έχουν την ίδια φήμη και ποιοτική αξία των άλλων προϊόντων. Ακολουθούν τα λουτρά, τα καλοριφέρ, οι νιπτήρες, οι λεκάνες τουρκικού αποχωρητηρίου, όλα σιδηρά ή εμαγέ...
Τα προϊόντα φωνάζουν τι είναι η ΙΖΟΛΑ και ποίον πολύτιμον ρόλον διαδραματίζει εις την ελληνικήν οικονομίαν και πόσον ανεκτίμητος παράγων είναι».
Εθνική
Από τα πρώτα βήματά της, λοιπόν, η ΙΖΟΛΑ, όταν άρχισε ν ανδρώνεται ως βιομηχανία ηλεκτρικών συσκευών, με την έναρξη της δεκαετίας του 1950, παίρνει «εθνικά» χαρακτηριστικά. Θα τα διατηρεί επί τρεις περίπου δεκαετίες, όταν αρχίσει να φθίνει, αλλά και μετά τη διάλυσή της. Ακόμη και σήμερα επιβιώνει ο μύθος.
Συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα εκπληκτικής ελληνικής βιομηχανία του παρελθόντος, που δείχνει τι μπορεί να πετύχει η ελληνική επιχειρηματικότητα. Η περίπτωσή της συγκαταλέγεται στον πυρήνα του μύθου του αυτοδημιούργητου, που μεγαλουργεί, όχι τόσο για το κέρδος, όσο για το καλό της πατρίδας και των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς με τον τίτλο αυτό («Ο αυτοδημιούργητος») έχει γράψει για τον Παναγιώτη Γ. Δράκο, γενάρχη της επιχείρησης, ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης.
Ο μύθος της ΙΖΟΛΑ εξακολουθεί να εκπέμπει κι άλλα διδάγματα. Όπως για παράδειγμα της επιχείρησης που χάθηκε άδικα εξαιτίας των κρατικών πολιτικών της δεκαετίας 1975-1985, της ελληνικής τραπεζικής ακαμψίας και ειδικά της Εθνικής Τράπεζας. Αλλά και των ξένων, γενικώς και αορίστως, που δεν ήθελαν στα πόδια τους έναν Έλληνα ανταγωνιστή...
Αυτό, όμως, είναι η μία εκδοχή της ιστορίας της ΙΖΟΛΑ. Υπάρχουν κι άλλες, όπως θα δούμε, το άλλο Σάββατο.
Το βιογραφικό του γενάρχη της επιχείρησης
1876: Πριν από μισό αιώνα στο Ζάππειο άνοιγε μια θαυμαστή για την εποχή έκθεση αφιερωμένη στο «σύγχρονο ελληνικό σπίτι». Γέννηση του Παναγιώτη Γ. Δράκου στη Θήβα
1906: Εμπορικό κατάστημα υδραυλικών ειδών στο κέντρο της Αθήνας (οδός Πραξιτέλους)
1930: Ίδρυση από Μικρασιάτες πρόσφυγες της εταιρείας ΙΖΟΛΑ για την κατασκευή μονωτικών σωλήνων και σιδηροσωλήνων
1932-1934: Από μέτοχος (20%), ιδιοκτήτης της ΙΖΟΛΑ
1934: Κάλυψη της εγχώριας ζήτησης σε σωλήνες τύπου Μπέργκμαν και επέκταση των εγκαταστάσεων για άλλου τύπου, αλλά και ειδών υγιεινής εμαγιέ
1936: Λειτουργία της Α.Ε. Π.Γ. Δράκος
1937-39: Η σχετικά μικρή βιομηχανική μονάδα λειτουργεί σε ιδιόκτητο κτίριο στην Καλλιθέα (Τζιτζιφιές), με σύγχρονο εξοπλισμό. Με την επιχείρηση ασχολούνται και οι δύο γιοι του (Γεώργιος και Μίμης)
1940-41: Επίταξη της εταιρείας από την ελληνική κυβέρνηση για τις πολεμικές ανάγκες της αεροπορίας
1941-44: Οι Γερμανο-ιταλοί κατακτητές τη μετατρέπουν σε συνεργείο αυτοκινήτων
1945-46: Επίταξη από τους Άγγλους
1949: Η παραγωγή της εταιρείας (χυτήριο και σωληνουργείο) επανέρχεται στα προπολεμικά επίπεδα.
1951: Επέκταση στην παραγωγή «λευκών» ηλεκτρικών συσκευών. Η πρώτη ελληνική ηλεκτρική κουζίνα από το εργοστάσιο της ΙΖΟΛΑ
1952: Το πρώτο ελληνικό ηλεκτρικό ψυγείο. 1.500 ηλεκτρικές συσκευές ΙΖΟΛΑ στα αστικά ελληνικά νοικοκυριά
1956: Συγκρότηση της Λαυρεωτικής Α.Ε. (σωληνουργεία Ιζόλα, Βιοσώλ, Σιγάλας). Πανηγυρικές εκδηλώσεις για τα 50χρονα της ΙΖΟΛΑ
1963: Ο Π. Δράκος εγκαταλείπει τη θέση του προέδρου και ανακηρύσσεται επίτιμος (πρόεδρος ο γιος του Γεώργιος)
1965: Συγχώνευση των χυτηρίων Ιζόλα και Βιοσώλ σε Α.Ε.
1966: Θάνατος στην Αθήνα σε ηλικία 87 χρόνων
Ο αυτοδημιούργητος βιομήχανος
«Λουκούμι και νερό, μια πεντάρα και τα δυο». Ο στίχος αποδίδεται από τον αθηναιογράφο Κ. Καιροφύλα στον Παναγιώτη Δράκο. Έτσι, πουλούσε, όπως αναφέρει, την πραμάτεια του ο κατοπινός βιομήχανος έξω από το Παναθηναϊκό Στάδιο στους Ολυμπιακούς του 1896.
Η κλασική περιγραφή, όμως, του Δράκου ανήκει στον Μ. Καραγάτση. Στη σκιαγραφία του με τίτλο ο «Αυτοδημιούργητος» (1953, όταν ασχολούνταν με τη διαφήμιση) ) αναφέρει:
«Μπήκε βοηθός του μάστορη στο εργαστήρι του ζαχαροπλαστείου. Ήταν ένα ανήλιαγο κι όχι πολύ καθαρό υπόγειο. Εκεί, ο Παναγιώτης μάθαινε την τέχνη... Δεκατέσσερα χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία. Όλη τη μέρα φτιάχνει γλυκά. Το βράδυ δουλεύει γκαρσόνι στα καφενεία των θεάτρων για να κερδίζει κάτι παραπάνω...
Όπως έμαθε την τέχνη να φτιάχνει γλυκά, έτσι θα μάθαινε και την τέχνη να πουλάει είδη υδραυλικής. Εκείνο τον καιρό Κυριακή αργία δεν υπήρχε.. Τώρα πια είναι ο Παναγιώτης Δράκος, ο έμπορος υδραυλικών, που χρωστάει να στεριώσει γερά τη φίρμα του στην αγορά της Αθήνας. Δύσκολη υπόθεση. Είχε να παλέψει με θηριώδεις ανταγωνιστές... Σοφιζόταν χίλια τερτίπια πώς να κουβαλήσει τον αγοραστή στο μαγαζί του.. Μόλις, λοιπόν, έμπαινε υδραυλικός στο μαγαζί, ο Δράκος τον πλησίαζε με το χαμόγελο στα χείλη, τον κάθιζε σε καρέκλα φιλικώτατα, του μιλούσε τη γλυκιά γλώσσα, τον εξυπηρετούσε όσο μπορούσε, τον ικανοποιούσε τον γοήτευε. Κι όπως ήταν φυσικό οι πελάτες προτιμούσαν πια το μαγαζί του...
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν τον φυσιολογικό τους δρόμο. Το κατάστημα υδραυλικών ειδών εξελίχτηκε σε επιχείρηση σημαντική. Στα 1930, ο ικανός αυτός έμπορος βρίσκεται επικεφαλής του κλάδου υδραυλικών ειδών... Κάθε άλλος στη θέση του θα προσπαθούσε να συνεχίσει την ανάπτυξη της ξεκινημένης και καλοστερεωμένης επιχείρησης. Μα ο Π. Δράκος έχει μέσα του τον ανήσυχο δαίμονα της δημιουργίας. Με μάτι οξύ και διαίσθηση θαυμαστή, καταλαβαίνει πως το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στρέφεται σιγά μα σταθερά προς τη βιομηχανία. Όπως πάντα τολμηρός και ρηξικέλευθος ξεκινάει για τη «βιομηχανική περιπέτεια», που αποτελεί το δεύτερο και λαμπρότερο τμήμα της επιχειρηματικής σταδιοδρομίας του. Και μπαίνει στην «Ιζόλα». Από τούτη τη στιγμή κι ύστερα, η ιστορία του Παναγιώτη Δράκου περιπλέκεται σφιχτά με την ιστορία της «Ιζόλα», δηλαδή του βιομηχανικού οργανισμού, που είναι γέννημα του εμπορικού του δαίμονα...
Το μαγαζί
Ας μη νομιστεί, όμως, ότι από τη στιγμή που έγινε αρχηγός μιας μεγάλης βιομηχανικής επιχειρήσεως, παράτησε την παλιά του δουλειά -εκείνη που τον ανέδειξε- κι έκλεισε το μαγαζί υδραυλικών ειδών. Απεναντίας, το διετήρησε κι εξακολούθησε να το διευθύνει με μεγάλη φροντίδα... Όταν κατάλαβε πως η επιτυχία της «Ιζόλα» του επέτρεπε να περάση γερατειά ξεκούραστα και αμέριμνα, είπε στους γιους του: «Παιδιά μου, πάρτε την «Ιζόλα»! Εγώ κρατάω το μαγαζί... Αν, λοιπόν, έχετε ανάγκη από ένα λαβομάνο ή ένα ρουμπινέτο ή ένα νεροχύτη, σας συμβουλεύω να περάσετε από την οδό Πραξιτέλους, αριθμό 4. Μόλις μπήτε, ένας λεβεντόγερος, χαμογελαστός και γλυκομίλητος, θα προστρέξει να σας περιποιηθεί... Που να φαντασθείτε ότι πρόκειται για τον Παναγιώτη Δράκο, τον δημιουργό μιας από τις καλές βιομηχανίες της Ελλάδος!»
Πηγή: