Φωνάζει ο Διοικητής τους Λοκατζήδες κάπου στο βουνό και τους λέει:“Θα κάνουμε μια άσκηση. Θα καμουφλαριστείτε, θα κρυφτείτε και εάν δεν βρω κανέναν μέσα σε μια ώρα θα απολυθείτε όλοι 1 μήνα νωρίτερα.
Αλλά αν βρω έστω και έναν τότε θα απολυθείτε 2 μήνες αργότερα.”
Όλο αυτοπεποίθηση οι Λοκατζήδες, συμφωνούν. Κι αρχίζουν να καμουφλάρονται. Ο ένας θάμνος, ο άλλος δέντρο, ο παρά άλλος πέτρα, ο πιο δίπλα λίμνη και τα σχετικά.
Ξεκινά να μετράει ο χρόνος, ψάχνει ο Διοικητής, ένα τέταρτο, μίση ώρα, τρία τέταρτα, 50 λεπτά, 55 λεπτά, τίποτα. Ξαφνικά, ένα λεπτό πριν συμπληρωθεί η ώρα, βλέπει ένα δέντρο να τρέχει.
“Ωωωωπ, σε τσάκωσα” φωνάζει. Αγανακτισμένοι οι υπόλοιποι Λοκατζήδες, ρωτάνε τον μεταμφιεσμένο σε δέντρο, τι τον έπιασε τον μ@λάκα κι άρχισε να τρέχει και τους έκαψε όλους.
“Ε, να , εξηγεί. Ήρθε στην αρχή ένας σκύλος, με κατούρησε, δεν είπα τίποτα. Μετά ήρθε ένα ζευγάρι, πηδηχτήκε μπροστά μου, δεν είπα τίποτα. Μετά ήρθαν δυο πουλάκια, με κουτσούλισαν στα μούτρα, δεν είπα τίποτα. Πέρασα τα πάντα, αλλά άντεξα. Ώσπου ήρθαν αυτά τα δυο σκιουράκια.”
“Καλά, εδώ άντεξες τα πάντα, τα σκιουράκια φοβήθηκες?” Τον ρωτάνε οι υπόλοιποι.
“Ε, δεν υπήρχε πρόβλημα, μέχρι που είπε το ένα στο άλλο:
“Θα φάμε το ένα καρύδι εδώ και το άλλο θα το πάρουμε σπίτι …”