Η ιστορία του μανικετόκουμπου ξεκινάει περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Λέγεται πως ο πρώτος που σύστησε τη χρήση και τη σημασία του μανικετόκουμπου ήταν ο βασιλιάς Κάρολος ο 2ος της Αγγλίας, γνωστός για το πάθος του με τον καλλωπισμό και την πολυτέλεια.
Αποζητώντας, λοιπόν, ένα πιο κομψό σύνδεσμο για τις μανσέτες των πουκαμίσων του, άρχισε να χρησιμοποιεί μικρές, χρυσές ή ασημένιες, αλυσίδες, που τις κούμπωνε με ένα αντίστοιχου μετάλλου κουμπί.
Η μόδα αυτή διαδόθηκε και, με το χρόνο, το μανικετόκουμπο έγινε το πιο σοφιστικέ αξεσουάρ της ανδρικής γκαρνταρόμπας. Όλοι οι αριστοκράτες των υψηλών κοινωνικών τάξεων όφειλαν να διακοσμούν τα πουκάμισά τους με πολύτιμα μανικετόκουμπα και όσο πιο εντυπωσιακά ήταν αυτά τόσο περισσότερο θαυμασμό προκαλούσαν.
Κατά το 19ο αιώνα τα μανικετόκουμπα άρχισαν να φοριούνται και σε λιγότερο επίσημες εκδηλώσεις, από άτομα όλων σχεδόν των κοινωνικών τάξεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία λιτότερων μανικετόκουμπων με χαμηλότερη τιμή. Έτσι, πέρα από τις πανάκριβες πολύτιμες πέτρες και τα μέταλλα, δημιουργήθηκαν λιγότερο ακριβά μεταλλικά ή υφασμάτινα μανικετόκουμπα, προσιτά σε όλους, και έφτασαν να γίνουν το βασικό σήμα κατατεθέν της ανδρικής κομψότητας.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, η μαζική παραγωγή πουκαμίσων με κουμπιά έριξε κατά πολύ τη ζήτηση των μανικετόκουμπων. Οι μεγάλοι οίκοι και σχεδιαστές κοσμημάτων όμως (Gucci, Cartier) δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν να δημιουργούν μοναδικά κομμάτια. Η επάνοδος της κλασσικής αυτής μόδας τα τελευταία χρόνια απέδειξε περίτρανα πως τα μανικετόκουμπα είχαν έρθει για να μείνουν.
Αναμφισβήτητα σύμβολο περιττής πολυτέλειας, το μανικετόκουμπο εκφράζει την προσωπικότητα του καθενός καθώς και το κοινωνικό του status. Γι’αυτό το λόγο άλλωστε μπορεί κανείς πλέον να επιλέξει μανικετόκουμπα με τα αρχικά του ονόματός του, το λογότυπο της εταιρίας του, το σύμβολο της ομάδας του ή κάποιο προσωπικό έμβλημα!