Νέα

Βραδιές ποίησης

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα thessalos
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 2K
  • Εμφανίσεις 77K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

σας αρεσει η ποιηση;

  • ναι

    Ψήφοι: 97 49,2%
  • οχι ...μπουρδες ειναι

    Ψήφοι: 14 7,1%
  • στα παπαρια μου

    Ψήφοι: 59 29,9%
  • δεν ξερω απο ποιηση

    Ψήφοι: 27 13,7%

  • Μέλη που ψήφισαν συνολικά
    197

kosnik26

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
10 Σεπ 2009
Μηνύματα
49.260
Like
20
Πόντοι
366
εκει που βλεπεις τα νιατα σου να σκουριαζουν

και την ζωη σου να πνιγεται σε μια ανασα

σαν μια αγκυρα που στεκει στο λιμανι σου και θελεις να ζησεις το τωρα και το παντα

εκει σε βρισκει η ποιηση

Τιτος Πατρικιος

είπαμε η ποίηση είναι οίηση :uglystupid:
 

Roumanolagnos1313

Μέλος
Εγγρ.
14 Ιουλ 2013
Μηνύματα
6.341
Κριτικές
78
Like
128
Πόντοι
146
Ζήτω ο στρατός
Γαμάει και ο τοτος
Παίζω στοίχημα την κώλο κώλο
Και τον χώνω στης τσατσάς το κώλο
Βλέπω τον γλου και με πιάνει αψου
Βλέπω και την προβατίνα την Κωνσταντίνα
Τρώω τα τσιπς και πίνω  την μαύρη μπύρα
Το  μόνο που μου έμεινε είναι η Ελπίδα. :grin:

ΩΡΑΙΟΣ
 

gl

Μέγας
Εγγρ.
6 Ιουλ 2009
Μηνύματα
129.571
Κριτικές
475
Like
502
Πόντοι
4.906
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ ο μπος

Ο σκύλος μου είναι πολύ πρωτότυπο σκυλί,
μα η πρωτοτυπία του βεβαίως είναι τόση,
που μερικοί τον αγαπούν, και τον μισούν πολλοί,
αλλά και τον σιχαίνονται ειλικρινώς καμπόσοι!
όμως αυτός τους φίλους του απ' τους εχθρούς γνωρίζει,
και διά τούτο και τους μεν, ως και τους δε... γαβγίζει!

Εγώ λοιπόν και αδελφούς και φίλους παραιτώ,
και τον πιστό μου σύντροφο σκοπεύω να υμνήσω...
αλλά προ τούτου, Κύριοι, μια χάρη σας ζητώ,
συντόμως, όσο δύναμαι, να τον βιογραφήσω.
Αν σκύλο κι όχι άνθρωπο τον έπλασε η φύση,
έχει το βίο του μεστό μ' ελπίδες κι αναμνήσεις.


Εν τούτοις έφερα κι εγώ στο σπίτι το σκυλί,
και μόνο γάλα του 'δινα να τρώει κάθε μέρα,
κι εκείνο τόσο έξυπνο, μα και μωρό πολύ,
ποιος ξέρει αν δεν μ' έπαιρνε ακόμη για μητέρα!
Εγώ, δεν ημπορώ να πω, πως το υιοθετούσα,
μα όσο εμεγάλωνε και τόσο τ' αγαπούσα.

Κι όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε κι αυτό,
και πάντοτε ομόρφαινε στο σχήμα και στο χρώμα,
ως που μια μέρα έγινε σκυλάκι ζηλευτό,
και μια χαψια με εκανε εμε τον καψερο
 

kosnik26

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
10 Σεπ 2009
Μηνύματα
49.260
Like
20
Πόντοι
366
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ ο μπος

Ο σκύλος μου είναι πολύ πρωτότυπο σκυλί,
μα η πρωτοτυπία του βεβαίως είναι τόση,
που μερικοί τον αγαπούν, και τον μισούν πολλοί,
αλλά και τον σιχαίνονται ειλικρινώς καμπόσοι!
όμως αυτός τους φίλους του απ' τους εχθρούς γνωρίζει,
και διά τούτο και τους μεν, ως και τους δε... γαβγίζει!

Εγώ λοιπόν και αδελφούς και φίλους παραιτώ,
και τον πιστό μου σύντροφο σκοπεύω να υμνήσω...
αλλά προ τούτου, Κύριοι, μια χάρη σας ζητώ,
συντόμως, όσο δύναμαι, να τον βιογραφήσω.
Αν σκύλο κι όχι άνθρωπο τον έπλασε η φύση,
έχει το βίο του μεστό μ' ελπίδες κι αναμνήσεις.


Εν τούτοις έφερα κι εγώ στο σπίτι το σκυλί,
και μόνο γάλα του 'δινα να τρώει κάθε μέρα,
κι εκείνο τόσο έξυπνο, μα και μωρό πολύ,
ποιος ξέρει αν δεν μ' έπαιρνε ακόμη για μητέρα!
Εγώ, δεν ημπορώ να πω, πως το υιοθετούσα,
μα όσο εμεγάλωνε και τόσο τ' αγαπούσα.

Κι όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε κι αυτό,
και πάντοτε ομόρφαινε στο σχήμα και στο χρώμα,
ως που μια μέρα έγινε σκυλάκι ζηλευτό,
και μια χαψια με εκανε εμε τον καψερο

μ'ένα τέτοιο έμαθα από έγκυρες πηγές ότι ο ντίνο βέλβετ κατάφερε να γαμήσει την βέλβυ την συγκίνησε και μετά την γάμησε ;)
 

rigormortis

Γλομπεο-Μύστης
Εγγρ.
23 Απρ 2008
Μηνύματα
10.644
Κριτικές
429
Like
5.094
Πόντοι
20.605
σύντομη ηδονιστική απορία

      πως γίνεται ρε φίλε
  οι πόθοι να γίνονται αηδία
        σε μερικά λεπτά
    και οι έλξεις οι σφιχτές
            ξάφνου
      φριχτές αποφυγές;


                              rigormortis
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ : ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1989



Ανήμερα της αγίας ξεφωνημένης

που τα κουτάβια της βυζαίνουνε ταχύτητα

που ακόμα κι αν γαβγίζουνε

της έβδομης κερκίδας σεισμολάγνοι

δεν γίνεσαι αμπελουργός

ούτε πρωτοσπαθάριος εντός του παλατίου *

πάρεξ μεταπτυχιακός ευνούχος

ειδικευμένος στην αιδοιολειχία

στοχάσου που όψιμοι Βενετοπράσινοι

στις ρούγες πάλι στον Ιππόδρομο

μεταξεσχίζονται σε νοθευμένα Σατουρνάλια

για υπολείματα θεοφαγίας .

Στοχάσου

ποτέ δεν  ύπαρξες πορτόφυλλο πιο κυανόλευκο

απ' τον ψευδοβικάριο Διονύση Τυανέα

κατά τι Ιαμβιστή στο πένταθλο

και στρουθοβάμονα

που κατά παραχώρηση βέβαια

ονομάσανε Ισθμιονίκη .


* παλάτιον : από το Παλατίνο λόφο της Ρώμης όπου τα ανάκτορα του

Αυγούστου και κατόπιν στο Βυζάντιο το μέγα Παλάτιον .


ΑΚΑΡΕΙ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0



ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ


Σε ωρισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-
κεραύνια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-
σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-
τούν τον Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί .
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι , οι
χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές , πετούν επάνω
από την πόλι , όπως επάνω
από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί .
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακρυές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-
μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.

Είναι η ώρα κάτασπρη· η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα ,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.


Γλυφάδα , 9. 7. 1960
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΠΟΥ  ΠΑΜΕ ...

Γιατί τάχα μας εφέρανε ;
Μες στον κόσμο τι ζητάμε ;
τι ποθούμε και τι θέλουμε ;
Που μας σπρώχνουν , και που πάμε ;

Τη μια νύχτα , εμείς , χορεύουμε ,
κι  αύριο , τάχα , ποιος το ξέρει ;
δύστυχοι , αν ξενυχτήσουμε ,
πλάι σε κάνα νεκροκέρι ;

Ποιος το ξέρει τι μας μέλλεται
να μας εύρη , σε μιαν ώρα ,
- με τι δάκρυα θα πληρώσουμε ,
όσα , εμείς , γελάμε τώρα ;

Πότε είν 'η καρδιά μας μάρμαρο ,
στη χαρά , χαρά και λύπη ,
πότε στους λυγμούς πνιγόμαστε ,
και στο μαύρο καρδιοχτύπι !

Κι ούτε ξέρουμε τι γίνεται
γύρω μας , και τι ζητάμε ,
τι ποθούμε και τι θέλουμε ,
που μας σπρώχνουν , και που πάμε ...

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0

Charles Bukowski

Riots

I’ve watched this city burn twice 


in my lifetime


and the most notable thing


was the arrival of the


politicians in the


aftermath


proclaiming the wrongs of


the system


and demanding new


policies toward and for the


poor.

Εnothing was corrected last 


time.


nothing will be corrected this 


time.

the poor will remain poor.


the unemployed will remain


so.


the homeless will remain


homeless

and the politicians,


fat upon the land, will live


very well.






Εξεγέρσεις


είδα τούτη την πόλη

να καίγεται δυο φορές στη ζωή μου

και το πιο αξιοσημείωτο

γεγονός ήταν η αντίδραση

των πολιτικών κατόπιν

εορτής καθώς διακήρυτταν

την αδικία του συστήματος

και απαιτούσαν

καλύτερες συνθήκες

ζωής για τους φτωχούς

και τους αναξιοπαθούντες .

τίποτα δεν διορθώθηκε

την τελευταία

φορά . ούτε τώρα

θ' αλλάξει τίποτα . οι φτωχοί

θα παραμείνουν φτωχοί .

οι άνεργοι , άνεργοι .

οι άστεγοι , άστεγοι .

και οι πολιτικοί ,

αραχτοί και τραφαντοί

θα πλουτίζουν αιωνίως .

Μετάφραση : Σώτη Τριανταφύλλου

 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0

ALLEN GINSBERG


ΕΥΡΩΠΗ ! ΕΥΡΩΠΗ !



Κόσμε κόσμε κόσμε

κάθομαι στο δωματιό μου

φαντάζομαι το μέλλον

το Παρίσι λιάζεται

είμαι μόνος δεν υπάρχει

κανείς μ’ αγάπη τέλεια

ο άνθρωπος είναι τρελός

η αγάπη του δεν είναι τέλεια

δεν έκλαψα αρκετά

το στήθος μου θα ‘ ναι βαρύ

έως θανάτου οι πόλεις

φάσματα των στροφάλων

του πολέμου οι πόλεις είναι

δουλειά & τούβλο & σίδερο &

καπνός απ ‘ το καμίνι

της ατομικότητας κάνει τ’ αδάκρυτα

μάτια κόκκινα στο Λονδίνο αλλά

κανένα μάτι δε συναντάει τον ήλιο

Αστραποβολημένος απ’ τον ουρανό

χτυπάει του Λόρδου Μπήβερμπρουκ

τ’ άστρο μοντέρνο μονοκόμματο

κτίριο Τύπου που ακουμπάει

στο Λονδρέζικο δρόμο για να κρατήσει

τις τελευταίες κίτρινες ακτίνες

γριές στυλώνουν τα μάτια αφηρημένα

μες απ’ την ομίχλη προς τα ουράνια

γλάστρες καχεκτικές σε περβάζια παραθύρων

απλώνουν πλοκάμια λουλουδιών στο δρόμο

τα συντριβάνια της Τραφάλγκαρ πιτσιλάνε

τα ζεσταμένα από το μεσημέρι περιστέρια

Εγώ ακτινοβολώ σε εκστατική ερημιά

στο θόλο του Αγίου Παύλου

βλέποντας το φως στο Λονδίνο

ή εδώ σ’ ένα κρεβάτι στο Παρίσι

το φέγγος μες απ’ το ψηλό παράθυρο

πάνω στους γύψινους τοίχους

Κοσμάκης στις υπόγειες διαβάσεις

άγιοι φθίνουν άθλια υποκείμενα

γυναίκες του δρόμου συναντούν

την έλλειψη αγάπης κάτω από το

φανάρι του γκαζιού και του νέον

καμμιά γυναίκα στο σπιτικό της

δεν ζει μονιασμένα με τον άντρα της

ούτε τ’ αγόρι αγαπάει τ’ αγόρι

τρυφερή φωτιά στην τακτική της καρδιάς

ηλεκτρισμός τρομάζει την πόλη

το ραδιόφωνο στριγγλίζει για λεφτά

το αστυνομικό φως στις οθόνες της TV

κοροιδεύει τ’ αμυδρό φως της λάμπας

σ’ άδεια δωμάτια τάνκς συγκρούονται

σε καταιγισμό βομβών δε γίνεται

κανένα όνειρο χαράς ανθρώπου

οι εγκέφαλοι των κινηματογραφικών στούντιο

πλασάρουν ναρκωτικά αυτοκίνητα

τενεκεδένια όνειρα του ΄Ερωτα

το μυαλό τρώει καννιβαλικά τις σάρκες του

και το γαμίσι του ανθρώπου δεν είναι άγιο

γιατί δουλειά του ανθρώπου

το πιο πολύ είναι ο πόλεμος

Η κοκκαλιάρα Κίνα λιμάζει πλύση

εγκεφάλου πάνω απ’ τα υδροηλεκτρικά

φράγματα Η Αμερική κρύβει

το λυσσασμένο κρέας στο ψυγείο

Η Βρεττανία μαγειρεύει την Ιερουσαλήμ

κρατάει πολύ η Γαλλία

τρώει πετρέλαιο και ψόφια

σαλάτα μπράτσα και πόδια στην Αφρική

φωνακλάδικο στόμα καταβροχθίζει την

Αραβία νέγροι και λευκοί πολεμούν

ενάντια στους χρυσούς γάμους

η Ρωσική βιομηχανία τρέφει

εκατομμύρια αλλά κανένας μεθυσμένος

δεν μπορεί να ονειρευτεί

του Μαγιακόβσκυ την αυτοκτονία

ουράνιο τόξο πάνω από τις μηχανές

κι αντιμιλιά στον ήλιο

Είμαι στο κρεβάτι στην Ευρώπη

μόνος με παλιά κόκκινα εσώ-

ρουχα συμβολικά του πόθου

για γάμο με την αθανασία

μα η αγάπη του ανθρώπου τέλεια

δεν είναι το Φλεβάρη βρέχει

όπως κάποτε για το Μπωντλαίρ

εδώ κι εκατό χρόνια

αεροπλάνα μουγκρίζουν στον αέρα

αυτοκίνητα φουλάρουν στους δρόμους

ξέρω για που τραβάνε στο θάνατο

σύμφωνοι είναι που ο θάνατος έρχεται

πριν απ’ τη ζωή που άνθρωπος κανείς

τέλεια κανένα δεν αγάπησε κανείς

δε νοιώθει ευτυχία στον καιρό του

το νέο γένος δεν γεννήθηκε είναι

που κλαίω γι’ αυτή την αρχαιότητα

και καταγγέλω τη μέλλουσα χιλιετία

γιατί τον ήλιο είδα του Ατλαντικού

ν’ ακτινοβολείται από σύννεφο θεώρατο

στο Ντόβερ πάνω στους βράχους της ακτής

τάνκερ σε μέγεθος μερμηγκιού που βιράρει

πάνω στον ωκεανό κάτω από σύννεφο

αστραποβόλο και γλάρους που πετούν

μες απ’ του ήλιου τις ατέλειωτες

κλίμακες τρέχοντας στην Αιωνιότητα

για τα μερμήγκια στα μυριάδες λειβάδια

της Αγγλίας για τα ηλιοτρόπια

τα στραμμένα για να καταπιούν του απείρου

τα μικρά χρυσά δελφίνια που πηδούν

μες απ’ το μεσογειακό ουράνιο τόξο

Λευκός καπνός κι αχνός στις ΄Ανδεις

τα ποτάμια της Ασίας λαμπυρίζουν

τυφλοί ποιητές βυθισμένοι σε μοναχικό

απολλώνειο φως στις πλαγιές των λόφων

με τους σκορπισμένους άδειους τάφους

Παρίσι 1958
                                                                                       

 

Μετάφραση : Aρης Μπερλής


 

brabus67

Σπουδαίος
Εγγρ.
9 Οκτ 2010
Μηνύματα
33.607
Like
14.473
Πόντοι
2.606
ο γκινσμπεργκ βεβαια ειναι γνωστος περισσοτερο για το ουρλιαχτο που σηματοδοτει την γενια των μπιτ και την ιερη του τριαδα...
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
Α Κ Τ Ο Π Λ Ο 'Ι' Κ Ο

Ο παπάς ( κ' η παπαδιά
με τα τέσσερα παιδιά
κι'άλλο κάτου απ'την ποδιά )
ο παπάς ο ροδαλός ,
γύρα γύρα στρογγυλός
κι αν του λάχει , αμαρτωλός .

Νοματάρχης ο χοντρός
με μουστάκια ασίκη αντρός
πλάγια γλέπει κι όχι ομπρός
είναι αφτός που συγκρατεί
των άλλων την αρετή ,
πάντα ξέρει κατιτί .

Των νησιών ο βουλεφτής ,
της πατρίδας δουλεφτής ,
της κοιλιάς ο βολεφτής ,
των ναζήδων συνεργός ,
των Ελλήνων κυνηγός
και στον πόλεμο λαγός .

Ξεσταθήκανε κ'οι τρεις
( πίστις , νόμος και πατρίς ! )
μπρος στα κρέατα της μικρής ,
( κοντοβράκι με γυμνά
τ'αναμένα της ψαχνά )
κ'έλεαν μέσα τους . << ΄Αχ ! να ! ... >>

Κοιλαράς με τον παρά ,
τον παρά με την ουρά ,
γλέπει και κατηγορά
κι ό, τι λάχει κι όποιον τύχει !
Μα τον ξέρουνε κ'οι τοίχοι ,
πό χει κέρατα μιαν πήχη !

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
'' ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ''
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
ο γκινσμπεργκ βεβαια ειναι γνωστος περισσοτερο για το ουρλιαχτο που σηματοδοτει την γενια των μπιτ και την ιερη του τριαδα...

   
   
 

   


Howl

By Allen Ginsberg

For Carl Solomon
I

I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
incomparable blind streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson, illuminating all the motionless world of Time between,
Peyote solidities of halls, backyard green tree cemetery dawns, wine drunkenness over the rooftops, storefront boroughs of teahead joyride neon blinking traffic light, sun and moon and tree vibrations in the roaring winter dusks of Brooklyn, ashcan rantings and kind king light of mind,
who chained themselves to subways for the endless ride from Battery to holy Bronx on benzedrine until the noise of wheels and children brought them down shuddering mouth-wracked and battered bleak of brain all drained of brilliance in the drear light of Zoo,
who sank all night in submarine light of Bickford’s floated out and sat through the stale beer afternoon in desolate Fugazzi’s, listening to the crack of doom on the hydrogen jukebox,
who talked continuously seventy hours from park to pad to bar to Bellevue to museum to the Brooklyn Bridge,
a lost battalion of platonic conversationalists jumping down the stoops off fire escapes off windowsills off Empire State out of the moon,
yacketayakking screaming vomiting whispering facts and memories and anecdotes and eyeball kicks and shocks of hospitals and jails and wars,
whole intellects disgorged in total recall for seven days and nights with brilliant eyes, meat for the Synagogue cast on the pavement,
who vanished into nowhere Zen New Jersey leaving a trail of ambiguous picture postcards of Atlantic City Hall,
suffering Eastern sweats and Tangerian bone-grindings and migraines of China under junk-withdrawal in Newark’s bleak furnished room,  
who wandered around and around at midnight in the railroad yard wondering where to go, and went, leaving no broken hearts,
who lit cigarettes in boxcars boxcars boxcars racketing through snow toward lonesome farms in grandfather night,
who studied Plotinus Poe St. John of the Cross telepathy and bop kabbalah because the cosmos instinctively vibrated at their feet in Kansas,  
who loned it through the streets of Idaho seeking visionary indian angels who were visionary indian angels,
who thought they were only mad when Baltimore gleamed in supernatural ecstasy,
who jumped in limousines with the Chinaman of Oklahoma on the impulse of winter midnight streetlight smalltown rain,
who lounged hungry and lonesome through Houston seeking jazz or sex or soup, and followed the brilliant Spaniard to converse about America and Eternity, a hopeless task, and so took ship to Africa,
who disappeared into the volcanoes of Mexico leaving behind nothing but the shadow of dungarees and the lava and ash of poetry scattered in fireplace Chicago,
who reappeared on the West Coast investigating the FBI in beards and shorts with big pacifist eyes sexy in their dark skin passing out incomprehensible leaflets,
who burned cigarette holes in their arms protesting the narcotic tobacco haze of Capitalism,
who distributed Supercommunist pamphlets in Union Square weeping and undressing while the sirens of Los Alamos wailed them down, and wailed down Wall, and the Staten Island ferry also wailed,
who broke down crying in white gymnasiums naked and trembling before the machinery of other skeletons,
who bit detectives in the neck and shrieked with delight in policecars for committing no crime but their own wild cooking pederasty and intoxication,
who howled on their knees in the subway and were dragged off the roof waving genitals and manuscripts,
who let themselves be fucked in the ass by saintly motorcyclists, and screamed with joy,
who blew and were blown by those human seraphim, the sailors, caresses of Atlantic and Caribbean love,
who balled in the morning in the evenings in rosegardens and the grass of public parks and cemeteries scattering their semen freely to whomever come who may,
who hiccuped endlessly trying to giggle but wound up with a sob behind a partition in a Turkish Bath when the blond & naked angel came to pierce them with a sword,
who lost their loveboys to the three old shrews of fate the one eyed shrew of the heterosexual dollar the one eyed shrew that winks out of the womb and the one eyed shrew that does nothing but sit on her ass and snip the intellectual golden threads of the craftsman’s loom,
who copulated ecstatic and insatiate with a bottle of beer a sweetheart a package of cigarettes a candle and fell off the bed, and continued along the floor and down the hall and ended fainting on the wall with a vision of ultimate cunt and come eluding the last gyzym of consciousness,
who sweetened the snatches of a million girls trembling in the sunset, and were red eyed in the morning but prepared to sweeten the snatch of the sunrise, flashing buttocks under barns and naked in the lake,
who went out whoring through Colorado in myriad stolen night-cars, N.C., secret hero of these poems, cocksman and Adonis of Denver—joy to the memory of his innumerable lays of girls in empty lots & diner backyards, moviehouses’ rickety rows, on mountaintops in caves or with gaunt waitresses in familiar roadside lonely petticoat upliftings & especially secret gas-station solipsisms of johns, & hometown alleys too,
who faded out in vast sordid movies, were shifted in dreams, woke on a sudden Manhattan, and picked themselves up out of basements hung-over with heartless Tokay and horrors of Third Avenue iron dreams & stumbled to unemployment offices,
who walked all night with their shoes full of blood on the snowbank docks waiting for a door in the East River to open to a room full of steam-heat and opium,
who created great suicidal dramas on the apartment cliff-banks of the Hudson under the wartime blur floodlight of the moon & their heads shall be crowned with laurel in oblivion,
who ate the lamb stew of the imagination or digested the crab at the muddy bottom of the rivers of Bowery,
who wept at the romance of the streets with their pushcarts full of onions and bad music,
who sat in boxes breathing in the darkness under the bridge, and rose up to build harpsichords in their lofts,
who coughed on the sixth floor of Harlem crowned with flame under the tubercular sky surrounded by orange crates of theology,
who scribbled all night rocking and rolling over lofty incantations which in the yellow morning were stanzas of gibberish,
who cooked rotten animals lung heart feet tail borsht & tortillas dreaming of the pure vegetable kingdom,
who plunged themselves under meat trucks looking for an egg,
who threw their watches off the roof to cast their ballot for Eternity outside of Time, & alarm clocks fell on their heads every day for the next decade,
who cut their wrists three times successively unsuccessfully, gave up and were forced to open antique stores where they thought they were growing old and cried,
who were burned alive in their innocent flannel suits on Madison Avenue amid blasts of leaden verse & the tanked-up clatter of the iron regiments of fashion & the nitroglycerine shrieks of the fairies of advertising & the mustard gas of sinister intelligent editors, or were run down by the drunken taxicabs of Absolute Reality,
who jumped off the Brooklyn Bridge this actually happened and walked away unknown and forgotten into the ghostly daze of Chinatown soup alleyways & firetrucks, not even one free beer,
who sang out of their windows in despair, fell out of the subway window, jumped in the filthy Passaic, leaped on negroes, cried all over the street, danced on broken wineglasses barefoot smashed phonograph records of nostalgic European 1930s German jazz finished the whiskey and threw up groaning into the bloody toilet, moans in their ears and the blast of colossal steamwhistles,
who barreled down the highways of the past journeying to each other’s hotrod-Golgotha jail-solitude watch or Birmingham jazz incarnation,
who drove crosscountry seventytwo hours to find out if I had a vision or you had a vision or he had a vision to find out Eternity,
who journeyed to Denver, who died in Denver, who came back to Denver & waited in vain, who watched over Denver & brooded & loned in Denver and finally went away to find out the Time, & now Denver is lonesome for her heroes,
who fell on their knees in hopeless cathedrals praying for each other’s salvation and light and breasts, until the soul illuminated its hair for a second,
who crashed through their minds in jail waiting for impossible criminals with golden heads and the charm of reality in their hearts who sang sweet blues to Alcatraz,
who retired to Mexico to cultivate a habit, or Rocky Mount to tender Buddha or Tangiers to boys or Southern Pacific to the black locomotive or Harvard to Narcissus to Woodlawn to the daisychain or grave,
who demanded sanity trials accusing the radio of hypnotism & were left with their insanity & their hands & a hung jury,
who threw potato salad at CCNY lecturers on Dadaism and subsequently presented themselves on the granite steps of the madhouse with shaven heads and harlequin speech of suicide, demanding instantaneous lobotomy,
and who were given instead the concrete void of insulin Metrazol electricity hydrotherapy psychotherapy occupational therapy pingpong & amnesia,
who in humorless protest overturned only one symbolic pingpong table, resting briefly in catatonia,
returning years later truly bald except for a wig of blood, and tears and fingers, to the visible madman doom of the wards of the madtowns of the East,
Pilgrim State’s Rockland’s and Greystone’s foetid halls, bickering with the echoes of the soul, rocking and rolling in the midnight solitude-bench dolmen-realms of love, dream of life a nightmare, bodies turned to stone as heavy as the moon,
with mother finally ******, and the last fantastic book flung out of the tenement window, and the last door closed at 4 A.M. and the last telephone slammed at the wall in reply and the last furnished room emptied down to the last piece of mental furniture, a yellow paper rose twisted on a wire hanger in the closet, and even that imaginary, nothing but a hopeful little bit of hallucination—
ah, Carl, while you are not safe I am not safe, and now you’re really in the total animal soup of time—
and who therefore ran through the icy streets obsessed with a sudden flash of the alchemy of the use of the ellipsis catalogue a variable measure and the vibrating plane,
who dreamt and made incarnate gaps in Time & Space through images juxtaposed, and trapped the archangel of the soul between 2 visual images and joined the elemental verbs and set the noun and dash of consciousness together jumping with sensation of Pater Omnipotens Aeterna Deus
to recreate the syntax and measure of poor human prose and stand before you speechless and intelligent and shaking with shame, rejected yet confessing out the soul to conform to the rhythm of thought in his naked and endless head,
the madman bum and angel beat in Time, unknown, yet putting down here what might be left to say in time come after death,
and rose reincarnate in the ghostly clothes of jazz in the goldhorn shadow of the band and blew the suffering of America’s naked mind for love into an eli eli lamma lamma sabacthani saxophone cry that shivered the cities down to the last radio
with the absolute heart of the poem of life butchered out of their own bodies good to eat a thousand years.


II

What sphinx of cement and aluminum bashed open their skulls and ate up their brains and imagination?
Moloch! Solitude! Filth! Ugliness! Ashcans and unobtainable dollars! Children screaming under the stairways! Boys sobbing in armies! Old men weeping in the parks!
Moloch! Moloch! Nightmare of Moloch! Moloch the loveless! Mental Moloch! Moloch the heavy judger of men!
Moloch the incomprehensible prison! Moloch the crossbone soulless jailhouse and Congress of sorrows! Moloch whose buildings are judgment! Moloch the vast stone of war! Moloch the stunned governments!
Moloch whose mind is pure machinery! Moloch whose blood is running money! Moloch whose fingers are ten armies! Moloch whose breast is a cannibal dynamo! Moloch whose ear is a smoking tomb!
Moloch whose eyes are a thousand blind windows! Moloch whose skyscrapers stand in the long streets like endless Jehovahs! Moloch whose factories dream and croak in the fog! Moloch whose smoke-stacks and antennae crown the cities!
Moloch whose love is endless oil and stone! Moloch whose soul is electricity and banks! Moloch whose poverty is the specter of genius! Moloch whose fate is a cloud of sexless hydrogen! Moloch whose name is the Mind!
Moloch in whom I sit lonely! Moloch in whom I dream Angels! Crazy in Moloch! Cocksucker in Moloch! Lacklove and manless in Moloch!
Moloch who entered my soul early! Moloch in whom I am a consciousness without a body! Moloch who frightened me out of my natural ecstasy! Moloch whom I abandon! Wake up in Moloch! Light streaming out of the sky!
Moloch! Moloch! Robot apartments! invisible suburbs! skeleton treasuries! blind capitals! demonic industries! spectral nations! invincible madhouses! granite cocks! monstrous bombs!
They broke their backs lifting Moloch to Heaven! Pavements, trees, radios, tons! lifting the city to Heaven which exists and is everywhere about us!
Visions! omens! hallucinations! miracles! ecstasies! gone down the American river!
Dreams! adorations! illuminations! religions! the whole boatload of sensitive bullshit!
Breakthroughs! over the river! flips and crucifixions! gone down the flood! Highs! Epiphanies! Despairs! Ten years’ animal screams and suicides! Minds! New loves! Mad generation! down on the rocks of Time!
Real holy laughter in the river! They saw it all! the wild eyes! the holy yells! They bade farewell! They jumped off the roof! to solitude! waving! carrying flowers! Down to the river! into the street!


III

Carl Solomon! I’m with you in Rockland
  where you’re madder than I am
I’m with you in Rockland
  where you must feel very strange
I’m with you in Rockland
  where you imitate the shade of my mother
I’m with you in Rockland
  where you’ve murdered your twelve secretaries
I’m with you in Rockland
  where you laugh at this invisible humor
I’m with you in Rockland
  where we are great writers on the same dreadful typewriter
I’m with you in Rockland
  where your condition has become serious and is reported on the radio
I’m with you in Rockland
  where the faculties of the skull no longer admit the worms of the senses
I'm with you in Rockland
  where you drink the tea of the breasts of the spinsters of Utica
I’m with you in Rockland
  where you pun on the bodies of your nurses the harpies of the Bronx
I’m with you in Rockland
  where you scream in a straightjacket that you’re losing the game of the actual pingpong of the abyss
I’m with you in Rockland
  where you bang on the catatonic piano the soul is innocent and immortal it should never die ungodly in an armed madhouse
I’m with you in Rockland
  where fifty more shocks will never return your soul to its body again from its pilgrimage to a cross in the void
I’m with you in Rockland
  where you accuse your doctors of insanity and plot the Hebrew socialist revolution against the fascist national Golgotha
I’m with you in Rockland
  where you will split the heavens of Long Island and resurrect your living human Jesus from the superhuman tomb
I’m with you in Rockland
  where there are twentyfive thousand mad comrades all together singing the final stanzas of the Internationale
I’m with you in Rockland
  where we hug and kiss the United States under our bedsheets the United States that coughs all night and won’t let us sleep
I’m with you in Rockland
  where we wake up electrified out of the coma by our own souls’ airplanes roaring over the roof they’ve come to drop angelic bombs the hospital illuminates itself    imaginary walls collapse    O skinny legions run outside    O starry-spangled shock of mercy the eternal war is here    O victory forget your underwear we’re free
I’m with you in Rockland
  in my dreams you walk dripping from a sea-journey on the highway across America in tears to the door of my cottage in the Western night

San Francisco, 1955—1956
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
Lawrence Ferlinghetti

Αὐτοβιογραφία



Ζω μια ήσυχη ζωή
πάω στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
κοιτώντας τους πρωταθλητές
της Αίθουσας Μπιλιάρδου του Δάντη
και τους μανιακούς με τα Γαλλικά φλιμπεράκια .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στην κάτω ανατολική λεωφόρο του Μπρόντγουέη .
Είμαι ένας Αμερικάνος .
΄Ημουν ένα Αμερικανόπουλο .
Διάβαζα το Περιοδικό για Αμερικανόπουλα  
και έγινα πρόσκοπος
στα προάστεια .
Νόμιζα πως ήμουν ο Τομ Σώγερ
πιάνοντας καραβίδες στο ποτάμι του Μπρόνξ
και φανταζόμουνα πως ήταν ο Μισσισσίππι .
Είχα ένα γάντι του μπέηζ μπωλ  
και ένα ποδήλατο μάρκας Ιπτάμενος Αμερικάνος .
΄Εκανα διανομή τη Σπιτίσια Συντροφιά της Γυναίκας
στις πέντε το απόγευμα
ή την εφημερίδα Χέραλντ Τρίμπιουν  
στις πέντε το πρωί .
Ακόμα μπορώ ν'ακούσω τον ήχο της εφημερίδας
όταν πέφτει σε χαμένες βεράντες .
Είχα δυστυχισμένα χρόνια σαν παιδί .
Είδα τον Λίντμπεργκ να προσγειώνεται .
Κοίταξα προς τα παλιά
μα δεν είδα κανέναν άγγελο .
Μ'έπιασαν να κλέβω μολύβια
απ'το Ψιλικατζίδικο του Τάλιρου και του Δεκάρικου
τον ίδιο μήνα έγινα Αητόπουλο στους Προσκόπους .
΄Εκοψα δέντρα για το Παιδικό Αναμορφωτικό Συμβούλιο
και κάθισα πάνω τους .
Αποβιβαστηκα στη Νορμανδία
με μια λέμβο που ντεραπάρησε .
΄Εχω δει τους πιο μορφωμένους στρατούς
στου Ντόβερ την ακτή .
Διαβάζω τη Λόρνα Μόστ
που ήταν ο τρόμος των βιομηχάνων
και είχε πάντα μια μπόμπα πάνω στο γραφείο του .
΄Εχω δει τους σκουπιδιάρηδες να παρελαύνουν
στη γιορτή της Ημέρας του Κολόμβου
πίσω από τους πολύλαλους
τρομπετίστες που έκλαναν .
Δεν έχω πάει στο Κλόιστερ
για πολύ καιρό
ούτε στο Τηίλερι
αλλά σκέφτομαι ακόμα
να πάω .
΄Εχω δει τους σκουπιδιάρηδες να παρελαύνουν
όταν χιόνιζε .
΄Εχω φάει σάντουιτς με λουκάνικο στο γήπεδο .
Έχω ακούσει την Προσφώνηση για το Γκέττυσμπεργκ .  
Μου αρέσει εδώ
και δεν θέλω να γυρίσω
από κει που ήλθα .
Έχω κι εγώ καβαλήσει βαγόνια πλατφόρμες
πλατφόρμες πλατφόρμες .
΄Εχω βρεθεί στην Ασία
με το Νώε στην Κιβωτό .
΄Εχω βρεθεί στις Ινδίες
όταν χτιζόταν η Ρώμη .
΄Εχω βρεθεί στη Φάτνη
με έναν ΄Ονο .
΄Εχω δει τν Αιώνιο Διανομέα
από έναν ΄Ασπρο Λόφο
στο Νότιο Σαν Φρανσίσκο
και τη Γελαστή Γυναίκα στο Πάρκο της Τρέλας
΄εξω απ'το Σπίτι της Χαράς
σε μια γερή νεροποντή
ακόμα να γελά .
Ζω μια ήσυχη ζωή
έξω από το μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
βλέποντας τον κόσμο να περνά
με τα περίεργα παπούτσια του .
Μια φορά ξεκίνησα
να κάνω το γύρο του κόσμου με τα πόδια
αλλά σταμάτησα στο Μπρούκλιν .
Εκείνη η Γέφυρα πήγαινε πολύ για μένα .
΄Εχω μπλέξει με τη σιωπή
την εξορία και την πονηριά .
Πέταξα πολύ κοντά στον ήλιο
και μού 'φυγαν οι κέρινες φτερούγες .
Ψάχνω για το Χαμένο Αρχηγό
που πετάξαμε μαζί .
Οι νέοι θα 'πρεπε να γίνουν εξερευνητές .
Αλλά η Μητέρα ποτέ δεν μου είπε
ότι θα υπήρχαν σκηνές σαν κι αυτές .
Κουρασμένος απ'τη Μήτρα
ξεκουράζομαι .
΄Εχω ταξιδέψει
΄Εχω δει τη Λωλή πολιτεία .
΄Εχω ζήσει τη μαζική ανακατωσούρα .
΄Εχω ακούσει τον Κίντ ΄Ορυ να κλαίει .
΄Εχω ακούσει ένα τρομπόνι να κάνει κήρυγμα .  
Έχω ακούσει τον Ντεμπυσσύ
μέσα από ένα στυπόχαρτο .
΄Εχω κοιμηθεί σε εκατό νησιά
όπου τα βιβλία ήταν δέντρα .
΄Εχω ακούσει τα πουλιά
να ηχούν σαν καμπάνες .
΄Εχω κατοικήσει σε εκατό πόλεις
όπου τα δέντρα ήταν βιβλία .
Τι υπόγειοι σιδηρόδρομοι τι ταξί τι καφενεία !
Τι γυναίκες με τυφλά βυζιά
με τα μέλη χαμένα ανάμεσα στους ουρανοξύστες !
΄Εχω δει αγάλματα ηρώων
σε μικρές πλατείες .
Τον Δαντών να κλαίει σε μια είσοδο του μετρό
τον Κολόμβο στη Μπαρτσελόνα
να δείχνει δυτικά προς τις Ράμπλας
προς τα γραφεία της Αμέρικαν Εξπρές
τον Λίνκολν στην πέτρινη καρέκλα του
και ένα μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο
στη Βόρειο Ντακότα .
Ξέρω πως ο Κολόμβος
δεν εφεύρε την Αμερική .
΄Εχω ακούσει εκατό διαρηγμένους ΄Εζρα Πάουντ .
Θά 'πρεπε να τους λευτερώσουν όλους .
Είναι πολύς καιρός που ήμουνα βοσκός .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
διαβάζοντας τις μικρές αγγελίες .
΄Εχω διαβάσει το Ρήντερς Ντάιτζεστ
από εξώφυλλο σ'εξώφυλλο
Και πρόσεξα το πόσο μοιάζουν
οι Ενωμένες Πολιτείες με τη Γη της Επαγγελίας
όπου το κάθε κέρμα είναι σταμπαρισμένο
με το Στο Θεό βασιζόμαστε
αλλά τα χάρτινα δολλάρια δεν τό 'χουν
όντας Θεοί από μόνα τους .
Διαβάζω τις αγγελίες καθημερινά
ψάχνοντας για μια πέτρα για ένα φύλλο
για μια πόρτα που δεν έχει βρεθεί .
Ακούω την Αμερική να τραγουδά
στο Χρυσό Οδηγό .
Κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει
πως η ψυχή έχει φάσεις οργής .
Διαβάζω τις εφημερίδες κάθε μέρα
και ακούω την ανθρωπότητα να τα χάνει
μες τη θλιβερή πληθώρα του τυπογραφείου .
Βλέπω ότι η λιμνούλα του Βάλντεν έχει αποξηραθεί
για να γίνει ένα Λούνα Πάρκ .  
Βλέπω ότι κάνουν τον Μέλβιλ
να φάει τη φάλαινά του .
Βλέπω έναν άλλο πόλεμο νά 'ρχεται
μα δε θα βρεθώ εκεί να πολεμήσω .
΄Εχω δει τα γραψίματα
στον τοίχο του αποχωρητηρίου της αυλής .
Βοήθησα τον Κίρλου να τα γράψει .
Παρέλασα στην Πέμπτη Λεωφόρο
παίζοντας μια τρομπέτα
με ένα μεθυσμένο απόσπασμα
αλλά γύρισα πίσω γρήγορα στην Κάσμπα
ψάχνοντας το σκύλο μου .
Βλέπω μια ομοιότητα
ανάμεσα στα σκυλιά και σε μένα .
Τα σκυλιά είναι οι αληθινοί παρατηρητές
γυρνώντας πάνω κάτω στον κόσμο
μέσα από τη χώρα των Μολλόυ .
΄Εχω περάσει από σοκάκια
πολύ στενά για τις Κράυσλερ .
΄Εχω δει εκατό κάρα γαλατάδικα
δίχως άλογα
σε ένα οικόπεδο στην Αστόρια .
΄Εχω ακούσει το τραγούδι του παλιατζή .
΄Εχω ταξιδεψει σε σούπερ εθνικές οδούς
και έχω πιστεψει την υπόσχεση των διαφημίσεων .
΄Εχω διασχίσει την πεδιάδα του Τζέρσει
και έχω δει τις Πόλεις του Κάμπου
και κυλίστηκα στον άγριο βούρκο του Γουέστεστερ
με τις ομάδες των ντόπιων νομάδων του
μέσα σε φοτηγάκια .
Τους έχω δει .
Είμαι ο άνθρωπος εκείνος .
΄Η μουν εκεί .
Υπόφερα
κάπως .
Είμαι ένας Αμερικάνος .
΄Εχω διαβατήριο .
Δεν υπόφερα ποτέ δημόσια .
Είμαι αυτοδημιούργητος .
Και έχω σχέδια για το μέλλον .
΄Εχω σειρά για ένα
σπουδαίο πόστο .
Μπορεί να μετακομίσω
στο Ντητρόιτ .
Είμαι προσωπικά μόνο
πλασιέ σε γραβάτες .
Είμαι ένας καλός φιλαράκος .
Είμαι ένα ανοιχτό βιβλίο
για το αφεντικό μου .
Είμαι το τέλειο μυστήριο
για τους καλύτερούς  μου φίλους .
Ζω μια ήσυχη ζωή
σετο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
ανατενίζοντας τον αφαλό μου .
Είμαι ένα κομμάτι
της παλιάς τρέλας του κορμιού .
΄Εχω περιπλανηθεί σε διάφορα
δάση της νύχτας .
΄Εχω ακουμπήσει σε μεθυσμένες πόρτες .
΄Εχω γράψει άγριες ιστορίες
δίχως σημεία στίξης .
Είμαι ο άνθρωπος εκείνος .
΄Ημουν εκεί .
Υπόφερα .
Κάθησα σε μια άβολη καρέκλα .
Είμαι ένα δάκρυ του ήλιου .
Είμαι ένας λόφος
όπου τρέχουν οι ποιητές .
Εφεύρα το αλφάβητο
αφού είδα τους γερανούς να πετούν
Και να φτιάχνουν γράμματα
με τα πόδια τους .
Είμαι μια λίμνη στο λειβάδι .
Είμαι μια λέξη
σ'ένα δέντρο .
Είμαι ένας λόφος ποίησης .
Είμαι μια επιδρομή
στο άναρθρο .
΄Εχω ονειρευτεί
ότι μου 'πεσαν όλα τα δόντια
αλλά έζησε η γλώσσα μου
για να πει το παραμύθι .
Γιατί είμαι ένας αποστακτήρας
της ποίησης .
Είμαι μια τράπεζα τραγουδιών .
Είμαι ένας πιανίστας
σ'ένα εγκαταλειμένο καζίνο
σε μια παραλιακή πλατεία
στην πυκνή ομίχλη
και παίζω ακόμη .
Βρίσκω μια ομοιότητα
ανάμεσα στη Γελαστή Γυναίκα
και σε μένα .
΄Εχω ακούσει τον ήχο του καλοκαιριού
στη βροχή .
΄Εχω δει κορίτσια σε εξέδρες
νά 'χου
ν μπλεγμένες αισθήσεις .
Καταλαβαίνω τους δισταγμούς τους.
Είμαι ένας φρουτοσυλλέκτης .
΄Εχω δει πως τα φιλιά
προκαλούν την ευφορία .
΄Εχω δει καμηλοπαρδάλεις
σε ζουγκλογυμναστήρια
οι λαιμοί τους όπως ο έρωτας
νά'ναι τυλιγμένοι στις σιδερένιες συνθήκες
του κόσμου .
΄Εχω δει την Αφροδίτη
δίχως χέρια
στο γιομάτο ρεύματα διάδρομό της .
΄Εχω ακούσει μια σειρήνα
να συρίζει
στο αριθμό ΄Ενα της Πέμπτης Λεωφόρου .
΄Εχω δει την Άσπρη Θεά
να χορεύει
στην οδό των Καλών Τεχνών
στις Δεκατέσσερις Ιουλίου
και την ΄Ομορφη Γυναίκα την Ανελέητη
να σκαλίζει τη μύτη της στου Τσάμλει .
Δεν μιλούσε Αγγλικά .
Είχε ξανθά μαλλιά
και μια βραχνή φωνή
και ούτε ένα πουλί τραγούδησε .
Ζω μια ήσυχη ζωή
στο μπαρ του Μάικ κάθε μέρα
να βλέπω τους παίχτες του μπιλιάρδου
να βρίσκονται σε φάση μινεστρόνε
να κατεβάζουν μακαρόνια
και έχω διαβάσει κάπου
το Νόημα της ΄Υπαρξης
αλλά έχω ξεχάσει
ακριβώς που .
΄Αλλα είμαι ο άνθρωπος εκείνος
και θα είμαι εκεί .
Και μπορεί να κάνω τα χείλια
αυτών που κοιμούνται
να μιλήσουν
Και μπορεί να κάνω τα τετράδιά μου  
να γίνουν δεμάτια γρασίδι .
Και μπορεί να γράψω τον ίδιο μου
τον επώνυμο επιτάφιο
που να οδηγεί τους καβαλάρηδες
να περάσουν .    
 
   
 

Autobiography



I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
watching the champs
of the Dante Billiard Parlor
and the French pinball addicts.
I am leading a quiet life
on lower East Broadway.
I am an American.
I was an American boy.
I read the American Boy Magazine
and became a boy scout
in the suburbs.
I thought I was Tom Sawyer
catching crayfish in the Bronx River
and imagining the Mississippi.
I had a baseball mit
and an American Flyer bike.
I delivered the Woman’s Home Companion
at five in the afternoon
or the Herald Trib
at five in the morning.
I still can hear the paper thump
on lost porches.
I had an unhappy childhood.
I saw Lindbergh land.
I looked homeward
and saw no angel.
I got caught stealing pencils
from the Five and Ten Cent Store
the same month I made Eagle Scout.
I chopped trees for the CCC
and sat on them.
I landed in Normandy
in a rowboat that turned over.
I have seen the educated armies
on the beach at Dover.
I have seen Egyptian pilots in purple clouds
shopkeepers rolling up their blinds
at midday
potato salad and dandelions
at anarchist picnics.
I am reading ‘Lorna Doone’
and a life of John Most
terror of the industrialist
a bomb on his desk at all times.
I have seen the garbagemen parade
in the Columbus Day Parade
behind the glib
farting trumpeters.
I have not been out to the Cloisters
in a long time
nor to the Tuileries
but I still keep thinking
of going.
I have seen the garbagemen parade
when it was snowing.
I have eaten hotdogs in ballparks.
I have heard the Gettysburg Address
and the Ginsberg Address.
I like it here
and I won’t go back
where I came from.
I too have ridden boxcars boxcars boxcars.
I have travelled among unknown men.
I have been in Asia
with Noah in the Ark.
I was in India
when Rome was built.
I have been in the Manger
with an Ass.
I have seen the Eternal Distributor
from a White Hill
in South San Francisco
and the Laughing Woman at Loona Park
outside the Fun House
in a great rainstorm
still laughing.
I have heard the sound of revelry
by night.
I have wandered lonely
as a crowd.
I am leading a quiet life
outside of Mike’s Place every day
watching the world walk by
in its curious shoes.
I once started out
to walk around the world
but ended up in Brooklyn.
That Bridge was too much for me.
I have engaged in silence
exile and cunning.
I flew too near the sun
and my wax wings fell off.
I am looking for my Old Man
whom I never knew.
I am looking for the Lost Leader
with whom I flew.
Young men should be explorers.
Home is where one starts from.
But Mother never told me
there’d be scenes like this.
Womb-weary
I rest
I have travelled.
I have seen goof city.
I have seen the mass mess.
I have heard Kid Ory cry.
I have heard a trombone preach.
I have heard Debussy
strained thru a sheet.
I have slept in a hundred islands
where books were trees.
I have heard the birds
that sound like bells.
I have worn grey flannel trousers
and walked upon the beach of hell.
I have dwelt in a hundred cities
where trees were books.
What subways what taxis what cafes!
What women with blind breasts
limbs lost among skyscrapers!
I have seen the statues of heroes
at carrefours.
Danton weeping at a metro entrance
Columbus in Barcelona
pointing Westward up the Ramblas
toward the American Express
Lincoln in his stony chair
And a great Stone Face
in North Dakota.
I know that Columbus
did not invent America.
I have heard a hundred housebroken Ezra Pounds.
They should all be freed.
It is long since I was a herdsman.
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
reading the Classified columns.
I have read the Reader’s Digest
from cover to cover
and noted the close identification
of the United States and the Promised Land
where every coin is marked
In God We Trust
but the dollar bills do not have it
being gods unto themselves.
I read the Want Ads daily
looking for a stone a leaf
an unfound door.
I hear America singing
in the Yellow Pages.
One could never tell
the soul has its rages.
I read the papers every day
and hear humanity amiss
in the sad plethora of print.
I see where Walden Pond has been drained
to make an amusement park.
I see they’re making Melville
eat his whale.
I see another war is coming
but I won’t be there to fight it.
I have read the writing
on the outhouse wall.
I helped Kilroy write it.
I marched up Fifth Avenue
blowing on a bugle in a tight platoon
but hurried back to the Casbah
looking for my dog.
I see a similarity
between dogs and me.
Dogs are the true observers
walking up and down the world
thru the Molloy country.
I have walked down alleys
too narrow for Chryslers.
I have seen a hundred horseless milkwagons
in a vacant lot in Astoria.
Ben Shahn never painted them
but they’re there
askew in Astoria.
I have heard the junkman’s obbligato.
I have ridden superhighways
and believed the billboard’s promises
Crossed the Jersey Flats
and seen the Cities of the Plain
And wallowed in the wilds of Westchester
with its roving bands of natives
in stationwagons.
I have seen them.
I am the man.
I was there.
I suffered
somewhat.
I am an American.
I have a passport.
I did not suffer in public.
And I’m too young to die.
I am a selfmade man.
And I have plans for the future.
I am in line
for a top job.
I may be moving on
to Detroit.
I am only temporarily
a tie salesman.
I am a good Joe.
I am an open book
to my boss.
I am a complete mystery
to my closest friends.
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
contemplating my navel.
I am a part
of the body’s long madness.
I have wandered in various nightwoods.
I have leaned in drunken doorways.
I have written wild stories
without punctuation.
I am the man.
I was there.
I suffered
somewhat.
I have sat in an uneasy chair.
I am a tear of the sun.
I am a hill
where poets run.
I invented the alphabet
after watching the flight of cranes
who made letters with their legs.
I am a lake upon a plain.
I am a word
in a tree.
I am a hill of poetry.
I am a raid
on the inarticulate.
I have dreamt
that all my teeth fell out
but my tongue lived
to tell the tale.
For I am a still
of poetry.
I am a bank of song.
I am a playerpiano
in an abandoned casino
on a seaside esplanade
in a dense fog
still playing.
I see a similarity
between the Laughing Woman
and myself.
I have heard the sound of summer
in the rain.
I have seen girls on boardwalks
have complicated sensations.
I understand their hesitations.
I am a gatherer of fruit.
I have seen how kisses
cause euphoria.
I have risked enchantment.
I have seen the Virgin
in an appletree at Chartres
And Saint Joan burn
at the Bella Union.
I have seen giraffes in junglejims
their necks like love
wound around the iron circumstances
of the world.
I have seen the Venus Aphrodite
armless in her drafty corridor.
I have heard a siren sing
at One Fifth Avenue.
I have seen the White Goddess dancing
in the Rue des Beaux Arts
on the Fourteenth of July
and the Beautiful Dame Without Mercy
picking her nose in Chumley’s.
She did not speak English.
She had yellow hair
and a hoarse voice
I am leading a quiet life
in Mike’s Place every day
watching the pocket pool players
making the minestrone scene
wolfing the macaronis
and I have read somewhere
the Meaning of Existence
yet have forgotten
just exactly where.
But I am the man
And I’ll be there.
And I may cause the lips
of those who are asleep
to speak.
And I may make my notebooks
into sheaves of grass.
And I may write my own
eponymous epitaph
instructing the horsemen
to pass.

Mετάφραση :Κώστας Γιαννουλόπουλος και Φώτης Αθέρας  [/i][/center][/i]
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ



Τ' απογεύματα της Κυριακής

ανοίγω το ραδιόφωνο

σηκώνω το καπάκι της σιωπής .

Ποδόσφαιρο . Χρωματιστές φανέλες .

<< ΄Εχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό

του πρώτου ημιχρόνου ... >>

Κατεβάζω το καπάκι .

Πόσο μπορούμε , αλήθεια , να κοιτάζουμε

στη ψυχή μας μέσα ολομόναχοι ;

Απολαμβάνω για λίγο

συντριπτική γαλήνη

και ξανανοίγω .

<< Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης

και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση

προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι

μαρκάρεται όμως απ' τον Πονεμένο...>> -

κλείνω .

Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα .

Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων .

Ανοίγω .

Την άρνηση πνίγω .

<<...ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως .

Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας ...>> -

αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος .

Φοβερό καπάκι .

Πυκνότερη σιωπή .

Ανάβω ένα κεράκι

και χαίριμαι την εξουσία μου .

Ο θάνατος εργάζεται και εδώ και εκεί .

Ξανανοίγω

<< Κοντρολάρει έξω απ' τη μεγάλη περιοχή... >>

΄Ολο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή .

<<...τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης

και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του... >>

΄Ετσι , στοχάζομαι , προβάλει η ψυχή

στη ματαιότητα λάμπει .

Τώρα μπερδεύτηκα πια μεσ' στις φωνές

ουρλιάζουν τα πάντα .

Ν ' ανοίξω το παράθυρο

το παράθυρο , το παράθυρο .

Αυτή η ζωή... Αυτή η δύναμη...

Να' χει στην ίδια δυνατότητα

την ησυχία και το σάλο...





ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ [ 1969 ]
 

kaboul

Μέλος
Εγγρ.
22 Οκτ 2013
Μηνύματα
3.298
Κριτικές
1
Like
19
Πόντοι
16
Δώσε πόνο δικέ μου ! :rockon:
 

kosnik26

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
10 Σεπ 2009
Μηνύματα
49.260
Like
20
Πόντοι
366

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ



Τ' απογεύματα της Κυριακής

ανοίγω το ραδιόφωνο

σηκώνω το καπάκι της σιωπής .

Ποδόσφαιρο . Χρωματιστές φανέλες .

<< ΄Εχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό

του πρώτου ημιχρόνου ... >>

Κατεβάζω το καπάκι .

Πόσο μπορούμε , αλήθεια , να κοιτάζουμε

στη ψυχή μας μέσα ολομόναχοι ;

Απολαμβάνω για λίγο

συντριπτική γαλήνη

και ξανανοίγω .

<< Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης

και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση

προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι

μαρκάρεται όμως απ' τον Πονεμένο...>> -

κλείνω .

Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα .

Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων .

Ανοίγω .

Την άρνηση πνίγω .

<<...ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως .

Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας ...>> -

αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος .

Φοβερό καπάκι .

Πυκνότερη σιωπή .

Ανάβω ένα κεράκι

και χαίριμαι την εξουσία μου .

Ο θάνατος εργάζεται και εδώ και εκεί .

Ξανανοίγω

<< Κοντρολάρει έξω απ' τη μεγάλη περιοχή... >>

΄Ολο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή .

<<...τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης

και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του... >>

΄Ετσι , στοχάζομαι , προβάλει η ψυχή

στη ματαιότητα λάμπει .

Τώρα μπερδεύτηκα πια μεσ' στις φωνές

ουρλιάζουν τα πάντα .

Ν ' ανοίξω το παράθυρο

το παράθυρο , το παράθυρο .

Αυτή η ζωή... Αυτή η δύναμη...

Να' χει στην ίδια δυνατότητα

την ησυχία και το σάλο...





ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ [ 1969 ]

αυτό το ποίημα είναι για τα μπάζα, μόνο εκεί στο τέλος που αναφέρει το "παράθυρο" έχει κάτι να πει ;)
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
HAROLD PINTER : Political Poems


Αμερικάνικο Ποδόσφαιρο

Σκέψεις πάνω στον πόλεμο του Κόλπου


Αλληλούια !
Τα καταφέραμε .
Τους ξεσκίσαμε .
Τους γαμήσαμε και τα σκατ' απ' τον κώλο
Τους βγήκαν από τα γαμημένα τους αυτιά .
Τα καταφέραμε .
Τους ξεσκίσαμε .
΄Εσκασαν μέσα στα σκατά τους !
Αλληλούια .
Αινείτε τον Κύριον πάντα τα έργα Αυτού .
Τους ξεσκίσαμε , τους κάναμε γαμόσκατα .
Τα τρώνε .
Αινείτε τον Κύριον πάντα τα έργα Αυτού .
Τους ξεσκίσαμε , τους κάναμε τ' αρχίδια σκόνη ,
Γαμημένη σκόνη .
Τα καταφέραμε .
Τώρα θέλω να 'ρθεις εδώ και να με φιλήσεις στο στόμα .

Αύγουστος 1991
 

Avenida

Μέλος
Εγγρ.
16 Ιουν 2014
Μηνύματα
31
Like
0
Πόντοι
0
αυτό το ποίημα είναι για τα μπάζα, μόνο εκεί στο τέλος που αναφέρει το "παράθυρο" έχει κάτι να πει ;)
Δεν έγραψε κάποιος ότι είναι μεγάλο ποίημα , απλώς εκφράζει το συναίσθημα της στιγμής ο Καρούζος , το λέει και ο τίτλος ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom