Aπό το αμαξάκι στο τριαξονικό
Tης Μαριαννας Τζιαντζη
Η ταινία «Το αμαξάκι» (1957) ήρθε στον νου μου με αφορμή τα όσα λέγονται αυτές τις μέρες στα δελτία γύρω από την απεργία και, στη συνέχεια, την επιστράτευση των ιδιοκτητών φορτηγών. Εδώ ο Ορέστης Μακρής υποδύεται τον κυρ Ανέστη, τον αμαξά που δεν θέλει να αλλάξει επάγγελμα, αν και η άμαξά του είναι πια ένας τεχνολογικός δεινόσαυρος. Ο κυρ Ανέστης χάνει το αγαπημένο γέρικο άλογό του και αναγκάζεται να ξεπουλήσει την άμαξά του. Βγαίνει στους δρόμους με ένα κασελάκι και πουλάει τσιγάρα, πνίγει τον πόνο του στο κρασί και σύντομα πεθαίνει από τον καημό του. Ενα αθάνατο, αλλά διόλου ευτελές μελόδραμα.
Τελευταία μίλησαν στην τηλεόραση αρκετοί ιδιοκτήτες φορτηγών. Ανθρωποι μεσόκοποι, ψημένοι, περπατημένοι και, μέχρι χθες, πετυχημένοι. Οικογενειάρχες, νοικοκύρηδες, με την αυτοπεποίθηση του αυτοδημιούργητου οι περισσότεροι. Καμία σχέση με τον γραφικό κυρ Ανέστη. Επιπλέον, το εργαλείο της δουλειάς τους δεν είναι το γοητευτικό αναχρονιστικό αμαξάκι και το πράο άλογο, αλλά σύγχρονα και πανάκριβα φορτηγά, ενώ ακόμα πιο πανάκριβη ήταν η άδεια με την οποία τα απέκτησαν. Το κοινό σημείο τους με τον κεντρικό ήρωα της ταινίας είναι το «τέλος», ένα τέλος που δεν έχει σχέση με την πρόοδο της τεχνολογίας αλλά με την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων και με μια διαφορετική μορφή οργάνωσης των οδικών εμπορευματικών μεταφορών.
Ανεξάρτητα από το αν η αλλαγή αυτή θα ωφελήσει ή θα ζημιώσει το κοινωνικό σύνολο, βλέπει κανείς ότι σήμερα συντρίβεται όχι απλώς ένας κλάδος (προνομιούχος ή όχι, συμπαθής ή όχι, δεν έχει σημασία), αλλά ένα όνειρο που πολλοί κυνήγησαν, το όνειρο της «δικής σου δουλειάς». Να πάψεις να είσαι μισθοσυντήρητος, να αποκτήσεις το δικό σου μαγαζί, το δικό σου φροντιστήριο, το δικό σου φορτηγό, το δικό σου ταξί – ας είναι και μισό. Αρκετά χρόνια δούλευε στα καράβια ένας φορτηγατζής, τρίτη γενιά αυτοκινητιστών, που εμφανίστηκε χθες στην «Πρωινή ενημέρωση» (ΝΕΤ) και είπε ότι με τις οικονομίες του αγόρασε το πρώτο του φορτηγό. Ακολούθησαν άλλα δύο. Σήμερα το μετανιώνει. «Αντί να παίρνω φορτηγά, θα μπορούσα να ’χα φτιάξει τρία - τέσσερα σπίτια με 16 κολόνες το καθένα». Οι φορτηγατζήδες πρόκοψαν με τον νόμιμο τρόπο, δεν είναι τα συνήθη «άτακτα παιδιά» της κοινωνίας, αλλά συγκαταλέγονταν στους στυλοβάτες της, σ’ αυτούς που διαμαρτύρονταν όταν απεργούσαν οι λιμενεργάτες ή οι αγρότες έστηναν μπλόκα στους δρόμους.
Απότομα, άδοξα διαψεύδεται το όνειρο της «δικής σου δουλειάς», όπως εδώ και χρόνια (αλλά όχι τόσο απότομα) έχει διαψευστεί η προτροπή «μάθε, παιδί μου, γράμματα».
Ούτε μια γρατσουνιά δεν έχουν τα μεταλλικά θηρία της ασφάλτου, όλο σφρίγος καλπάζουν τα μηχανικά άλογα, όμως συντρίβεται ο κυρ Ανέστης. Σβήνει η μικρή ιδιοκτησία, τελειώνει το μικρό και το μεσαίο μαγαζί, εκτοπίζεται πανηγυρικά από το πολύ μεγάλο.