Όταν κάποιους τους ξερνάει
η θάλασσα της ζωής
σαν άδειο μπουκάλι σε κάποια έρημη όχθη, ψάχνουν να βρουν γη να πατήσουν
και να γίνουν αρεστοί.
Οι πλέον σακατεμένες προσωπικότητες λαχταρούν να τους τα λενε όλα ωραία πληρώνοντας.
Ετσι πορώνεται κάποιος πουτανάκιας.
Βρίσκει κάποιους ομοίους του και πάνε στις πουτάνες
όχι για να γαμήσουν
αλλά για να αποκτήσουν αξία ως εκλεκτοί αυτών. Δεν τους αναγνωρίζουν ούτε οι γκομενακηδες αλλά ούτε
κι οι υπόλοιποι πουτανάκηδες (κι όμως συμβαίνει) ως αξίες. Αρχικά αποκτούν άγχος επίδοσης που ψευτολύνουν με χάπια
και σάλια.
Έπειτα ερωτεύονται την εικόνα τους δίπλα στην πουτάνα ως δήθεν καλύτεροι γαμιαδες των υπολοίπων.
Στην συνέχεια κρατούν το φανάρι στους γαμιαδες που ξεσκιζουν
το "μωράκι" τους όσο αυτοί περιμένουν να σχολάσει.
Τελικά η πουτάνα τους γράφει ορθώς στο μουνί της και εκείνοι καταλήγουν
σε κάποιο καφενείο
να διηγούνται
τα κατορθώματα τους λουσμένα στην μυθοπλασία.
Τι; όχι;