Φυλετική ή φιλελεύθερη αντίληψη για το έθνος;
Του Νικου Κ. Αλιβιζατου
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο για την ιθαγένεια και το εκλογικό δικαίωμα των μεταναστών προκάλεσε δύο ειδών αντιδράσεις: οι πρώτες στάθηκαν σε επιμέρους ρυθμίσεις του –όπως π. χ. στον ελάχιστο χρόνο νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα για την πολιτογράφηση αλλοδαπών– και ζήτησαν περισσότερες εγγυήσεις. Ο κ. Ραγκούσης τις αντιμετώπισε εισάγοντας αρκετές επιπλέον δικλίδες ασφαλείας στο αρχικό σχέδιό του.
Οι δεύτερες ήταν γενικότερες και εξέφραζαν μια ριζική διαφωνία προς την κεντρική ιδέα του νομοσχεδίου: η χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας θα έπρεπε να παραμείνει στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης. Διότι η υπαγωγή της σε σταθερούς κανόνες θα ενθαρρύνει τάχα την παράνομη μετανάστευση. Οσο για τη συμμετοχή των μεταναστών στην πολιτική ζωή της χώρας, δεν βοηθάει απαραιτήτως την κοινωνική ένταξή τους. Αντίθετα, θα αλλοιώσει ανεπίτρεπτα τη σύνθεση του εκλογικού σώματος.
Ο κ. Αντ. Σαμαράς, με το να δεσμευθεί στη Βουλή ότι θα καταργήσει τον νέο νόμο όταν η Νέα Δημοκρατία γίνει ξανά κυβέρνηση, φάνηκε να προσχωρεί σε αυτές τις απόψεις. Βρέθηκε έτσι να συμπλέει με τον κ. Γ. Καρατζαφέρη σε ένα θέμα για το οποίο θα περίμενε κανείς περισσότερη ψυχραιμία εκ μέρους του.
Δεν σκοπεύω να αναφερθώ στις επιμέρους ρυθμίσεις του κυβερνητικού νομοσχεδίου. Πιστεύω ότι ο υπουργός Εσωτερικών και οι συνεργάτες του έχουν δώσει επαρκείς απαντήσεις στις καλόπιστες κριτικές και είμαι βέβαιος ότι θα επιδείξουν την ίδια υπευθυνότητα όταν το νομοσχέδιο συζητηθεί στη Βουλή, σε λίγες μέρες. Θα με απασχολήσει, αντίθετα, το βαθύτερο νόημα της διαφωνίας των «συνολικών» αρνητών του νομοσχεδίου. Και τούτο γιατί οι αντιδράσεις τους –στον βαθμό, βέβαια, που είναι ειλικρινείς και όχι απλώς ψηφοθηρικές– δείχνουν ότι τριάντα και πλέον χρόνια από την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη, μια παλιά αντιπαράθεση εξακολουθεί να επιβιώνει: η αντιπαράθεση ανάμεσα σε μια «φυλετική» και μια «φιλελεύθερη» αντίληψη για το έθνος.
Πεμπτουσία της πρώτης, δηλαδή της φυλετικής αντίληψης για το έθνος, είναι η πεποίθηση ότι από την εποχή του Περικλή, αν όχι και του Ομήρου, το ίδιο αίμα ρέει στις φλέβες των κατοίκων της ευλογημένης αυτής περιοχής του κόσμου. Λαός περιούσιος, οι Ελληνες μπορεί να υπέστησαν κατακτήσεις και δηώσεις, μπορεί και να μετανάστευσαν κατά χιλιάδες ώς τα πέρατα της Υφηλίου, κράτησαν, ωστόσο, την ουσία της ελληνικότητάς τους άσπιλη.
Σε αυτό, πάντοτε σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, τους βοήθησε και η Ορθοδοξία, πραγματώνοντας μια μοναδική «σύνθεση»: τη σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, η οποία, μάλιστα, μετά τον Εμφύλιο του 1946 - 49 επιχειρήθηκε να κατοχυρωθεί και συνταγματικά, με τον διαβόητο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». Στον όρο αυτόν, προτού η χούντα τον απαξιώσει τελεσίδικα, πνευματικοί άνθρωποι του διαμετρήματος ενός Κων. Τσάτσου έβλεπαν το κυριότερο ανάχωμα προς τον ιδεολογικό κόσμο του «λεγόμενου ιστορικού υλισμού».
Από τον Θεόκλητο Α΄ του αντιβενιζελικού «αναθέματος» (1916) έως τον Χριστόδουλο των ταυτοτήτων (2000) και τους λαλίστατους σημερινούς επιγόνους τους στις Μητροπόλεις Καλαβρύτων και Θεσσαλονίκης, βρίσκει κανείς μεταξύ των υποστηρικτών αυτής της αντίληψης τους οπαδούς της εσωστρέφειας και της «μικράς και εντίμου Ελλάδος». Βρίσκει επίσης τους θιασώτες ενός πρωτόγονου αντισημιτισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν γραφικοί, αν δεν ήταν επικίνδυνοι. Διότι ψαρεύουν στα θολά νερά της ανασφάλειας, που οι ιλιγγιώδεις αλλαγές της εποχής μας γεννούν στα πλατιά λαϊκά στρώματα.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η φιλελεύθερη αντίληψη για το έθνος. Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στις αρχές του Διαφωτισμού και στην πεποίθηση ότι η ειρηνική συμβίωση μπορεί να επιτευχθεί με την αποδοχή του Συντάγματος ως δεσμευτικού συμβολαίου για την ατομική και τη συλλογική δράση, καθώς και για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του καθενός. Θεμέλιο του έθνους είναι, με άλλα λόγια, η ειλικρινής προσχώρηση του λαού κάθε χώρας στις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Η γλώσσα, οι κοινές παραδόσεις, η φυλετική καταγωγή και οι δεσμοί αίματος, όσο σημαντικοί παράγοντες και αν είναι, έπονται.
Από την εποχή του Κοραή, η αντίληψη αυτή για το έθνος προσέκρουσε στις οξύτατες επικρίσεις των οπαδών της παράδοσης, της άκριτης επιστροφής στις ρίζες και στις παλιές συνήθειες. Είτε πρόκειται για τους ρομαντικούς υποστηρικτές των κοινοτήτων της τουρκοκρατίας (πολέμιους του κοινοβουλευτισμού) είτε για τους γλωσσαμύντορες, οι πολέμιοι του ανοίγματος και της προόδου δεν μπόρεσαν παρά ταύτα να ανακόψουν την πορεία της χώρας προς τα μπρος: από το 1821, η Ελλάδα έγινε αυτή που είναι χάρη στην τόλμη των ηγετών της άλλης παράταξης, δηλαδή των υποστηρικτών της εξωστρέφειας και των πλατιών οριζόντων.
Ετσι, Αλ. Μαυροκορδάτος, Χαρ. Τρικούπης, Ελ. Βενιζέλος και Κων. Καραμανλής (για να περιοριστώ στους παλαιότερους) συνέδεσαν τις τύχες τους με μια πολιτική σοβαρής προετοιμασίας και συμμαχιών που βρίσκεται πίσω από εμβληματικά γεγονότα, όπως το Ναυαρίνο (1821), η προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1917-18) και η ένταξή μας στην ΕΟΚ (1979). Αντίθετα, οι αντίπαλοί τους ήταν πίσω από μια σειρά μαύρων στιγμών της νεότερης Ιστορίας μας, όπως το 1854, το 1897, το 1922 και το 1974. Διότι, από φανατισμό ή αφέλεια, θυσίασαν το ταλέντο τους σε χαμένες υποθέσεις.
Θα ήταν, βέβαια, λάθος να θεωρήσει κανείς ότι τα αμοιβαία όρια φυλετικής και φιλελεύθερης αντίληψης για το έθνος ήταν πάντοτε ξεκάθαρα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί της πρώτης –συμπεριλαμβανομένων του Ιω. Μεταξά και του Γ. Παπαδόπουλου– δεν αμφισβήτησαν ποτέ σοβαρά την πρόσδεση της Ελλάδας στη «άθεη» Δύση. Οσο για τους υποστηρικτές της δεύτερης, η αναφορά στην αρχαιότητα και στη γλωσσική συνέχεια του Ελληνισμού δίχως άλλο τους διευκόλυνε σε δύσκολες ώρες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το φιλελληνικό κίνημα πριν και μετά το 1821 και, πιο πρόσφατα, την εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο Γ. Σεφέρης είναι το καλύτερο παράδειγμα για το πώς οι περισσότεροι από εμάς κουβαλάμε μέσα μας έναν δυτικόστροφο ορθολογιστή κι έναν ρομαντικό Ανατολίτη.
Οταν πάντως διακυβεύονται ζητήματα αρχής, όπως το προκείμενο, δεν επιτρέπεται να πατάει κανείς σε δύο βάρκες: πρέπει να πάρει θέση. Και να αγνοήσει εν ανάγκη το κόστος. Για την Ελλάδα του ανοίγματος, που εμπιστεύεται τις δυνάμεις της και την ευφυΐα του λαού της, η ένταξη στον εθνικό κορμό όσων ξένων αποφάσισαν να συνδέσουν τις τύχες τους μαζί της είναι ζήτημα εθνικής προτεραιότητας.
Οι οπαδοί της μιζέριας, της εσωστρέφειας και του «περήφανου» επαρχιωτισμού θα δυσκολευθούν ασφαλώς να το καταλάβουν. Για όσους από αυτούς είναι καλόπιστοι, το μεγάλο στοίχημα για μας, τους υποστηρικτές του «φιλελεύθερου έθνους», είναι να τους πείσουμε ότι έχουν άδικο.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Παν/μιο Αθηνών.
καθημερινή 14.2.2010