Μ Α Σ Ο Ν Ι Α
Προέλευση
Oι ιδέες τών ποικίλων τάσεων, που μπήκαν στο στόχαστρο τής Ιεράς Εξέτασης πέρασαν σέ άλλες μυστικές οργανώσεις, όπως είναι η μασονία. Εξάλλου η μασονία βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε φορά που γίνεται λόγος γιά «παγκόσμιες συνωμοσίες».
Η κίνηση αυτή έχει τήν αρχή της στίς συντεχνίες τών οικοδόμων καθεδρικών ναών κατά τον Μεσαίωνα, που ζούσαν ομαδικά στίς «καλύβες οικοδομής» (στοές). Χρησιμοποιούσαν σύμβολα καί συνθήματα, προκειμένου νά διαφυλάξουν τά μυστικά τού επαγγέλματός τους από ανεπιθύμητο ανταγωνισμό.
Το έτος 1717, τέσσερες στοές ενώθηκαν στο Λονδίνο καί μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε η «Μεγάλη Στοά». Ετσι οί «καλύβες οικοδόμων» τών Καθεδρικών Ναών μεταβλήθηκαν σέ κοινωνικές λέσχες.
Κατά τον μεσαίωνα οί συντεχνίες αυτές προστατεύονταν επίσημα από τούς Βασιλείς. Ηταν επομένως ελεύθερος χώρος, όπου μπορούσαν ανενόχλητα νά διαφυλαχθούν καί νά καλλιεργηθούν ιδέες καί τάσεις που βρίσκοντο υπό διωγμό. Υποστηρίζεται οτι στίς συντεχνίες κατόρθωσαν νά παρεισφρύσουν αποκρυφιστικές οργανώσεις, όπως οί Ναίτες καί οί Ροδόσταυροι. Ετσι οί συντεχνίες τών πρακτικών οικοδόμων έγιναν στοές πνευματικών οικοδόμων, μέ σκοπό τήν μεταβολή τών «ακατεργάστων λίθων σέ κατεργασμένους», μέ πνευματική έννοια.
Η προετοιμασία γι’ αυτό το πνευματικό οικοδόμημα συμπληρώθηκε το έτος 1723 μέ τήν έκδοση του βασικού Συντάγματος των μασόνων, τών «Αρχαίων Καθηκόντων». Συγγραφέας του είναι ο πρεσβυτεριανός κήρυκας στό Λονδίνο James Anderson.
Σκοπός
Βασικός σκοπός τής μασονίας ήταν η μεταβολή «ενός ακατέργαστου λίθου σέ κατεργασμένο». Αυτό διατυπώθηκε στίς «Βασικές Αρχές» τών Γερμανών μασόνων, πού συντάχθηκαν στήν Φρανκφούρτη κατά τήν μεταπολεμική περίοδο:
«Η μασονία ενώνει άνδρες σέ αδελφικές μορφές, μέσω σεβαστών τελετουργικών πράξεων, επιδιώκει πνευματική εμβάθυνση καί εξευγενισμό... Η ελευθερία πίστης, συνείδησης καί σκέψης αποτελεί γιά τούς μασόνους ανώτατο αγαθό. Γι’ αυτό προσλαμβάνουν χωρίς προκατάληψη άνδρες καλής φήμης ώς αδελφούς, χωρίς νά παρατηρούν τή θρησκευτική ομολογία, τή φυλή, τήν εθνικότητα, τίς πολιτικές πεποιθήσεις καί τήν κοινωνική τάξη του καθενός. Ο μασόνος αναγνωρίζει στήν οικοδομή τών κόσμων, σέ όλα τά ζώντα όντα καί στήν ηθική συνείδηση τών ανθρώπων ένα θεϊκό δημιουργικό πνεύμα πλήρες σοφίας, ισχύος καί ωραιότητος καί το τιμά μέ το σύμβολο τού Παντοδύναμου Αρχιτέκτονος όλων τών κόσμων» (F.W. Haack, Freimaurer, 1988, σ. 6-7). Η «καλύβη οικοδόμων» ήταν ο χώρος παραμονής τών οικοδόμων τού μεσαίωνα. Τώρα αντικαταστάθηκε από το πνευματικό κέντρο τής στοάς, δημιουργήθηκε το «πνευματικό σπίτι» τών μασόνων οί οποίοι πλέον δέν έχουν ώς αποστολή τήν οικοδομή καί τή συντήρηση ενός καθεδρικού ναού, αλλά τήν ανάπτυξη τού «πνευματικού οικοδομήματος».
Τά όργανα τών οικοδόμων διατηρήθηκαν, αλλά άλλαξαν σημασία καί σκοπό: το σφυρί, ο διαβήτης, ο γνώμονας, το νήμα τής στάθμης, πήραν πνευματικό νόημα. O γνώμονας είναι το σύμβολο της ακεραιότητας καί της τάξης, δέν έχει πλέον σχέση μέ το γνώμονα στά μαθηματικά. Ο διαβήτης συμβολίζει το σύνδεσμο μεταξύ των αν-θρώπων, το νήμα της στάθμης συμβολίζει τή βυθομέτρηση του ανθρώπου, τήν αυτογνωσία.
Οι δύο στύλοι στήν είσοδο συμβολίζουν όλα τά πράγματα μέ τά οποία πρέπει νά ζήσει ο άνθρωπος. Τά τρία κηροπήγια συμβολίζουν τήν ισχύ, τήν δύναμη καί το κάλλος. Το φέρετρο που χρησιμοποιείται σέ μυήσεις μασόνων συμβολίζει τή θνητότητα τού ανθρώπου καί ο «κατεργασμένος λίθος» το κύριο έργο τής μασονίας, τή μεταβολή του ανθρώπου σέ «κατεργασμένο λίθο».
Ποικίλες τάσεις
Στο μασονικό χώρο υπάρχουν πολλές τάσεις καί κατευθύνσεις, πολλά συστήματα. Τά συστήματα εκείνα που αναγνωρίζουν τήν «Μεγάλη Στοά» τού Λονδίνου ώς «μητέρα στοά», χαρακτηρίζονται κανονικά καί διατηρούν μεταξύ τους στενή επικοινωνία. Συστήματα που δέν αναγνωρίζουν το Σύνταγμα τής «Μεγάλης Στοάς», απορρίπτουν τήν πίστη σέ Θεό ή τή Γραφή, πού δέχονται γυναίκες, χαρακτηρίζονται ώς μή-κανονικά. Τά κανονικά συστήματα δέχονται τήν πίστη σέ Θεό καί σέ αίώνια ζωή, 3 μυητικούς βαθμούς, τή μυστικότητα, τή χρήση συμβόλων κ.α.
Oι, τρεις μυητικοί βαθμοί τού κανονικού μασονισμού είναι: μαθητής, εταίρος, δάσκαλος. Ομως σύντομα δημιουργήθησαν καί άλλοι βαθμοί, προκειμένου νά προω-θηθεί η μεγαλύτερη «ανύψωση» τών εκλεκτών. Ετσι υπάρχουν συστήματα μέ 7, μέ 9 καί μέ 33 βαθμούς (σκωτικό τελετουργικό). Σέ μή κανονικά συστήματα υπάρχουν καί μέχρι 90 μυητικοί βαθμοί (Μέμφις-Μισραϊμ τελετουργικό).
Κατά τον F. W. Haack κάθε «Μεγάλη Στοά» είναι ανεξάρτητη καί αυτόνομη. Δέν φαίνεται νά υπάρχει μιά διεθνής οργάνωση μασονίας (Freimaurer, σ. 20). Ομως σ’ αυτή τή θέση αντιτίθενται οί χριστιανοί φουνταμελιστές, οί οποίοι βλέπουν πίσω από κάθε τι το μασονικό δάκτυλο. Από τά στοιχεία που διαθέτουμε, δυστυχώς δέν μπορούμε νά αποδείξουμε ούτε τή μία, ούτε τήν άλλη άποψη.
Το τελετουργικό
Το τελετουργικό τής μασονίας αποτελεί είδος εμπειρίας της πνευματικής εμβάθυνσης καί του εξευγενισμού. Οί μυητικές τελετουργίες ανωτέρων βαθμών πλαισιώνονται μέ διακόσμηση που στά μή κανονικά μασονικά συστήματα μπορεί νά φθάσει μέχρι τή μαγεία. Ενα τελετουργικό γιά το βαθμό του Δάσκαλου αναφέρει:
Πρίν από τήν εργασία συναθροίζονται οί κάτοχοι του τρίτου βαθμοϋ (βαθμός τού Δασκάλου) καί αναγράφουν τά ονόματά τους στον κατάλογο παρόντων. Τότε συναθροίζονται οί υπηρέτες λίγο πρίν στο Ναό καί φωτίζουν το Ναό γιά τήν έναρξη τών εργασιών. Ανάπτονται κεριά. Τότε oι αδελφοί παρακαλούνται νά ενδυθούν τά τεκτονικά τους ενδύματα, νά βάλουν τήν ποδιά τους καί οδηγούνται στο Ναό, προκειμένου νά γίνει έναρξη τών εργασιών τής στοάς. Ερωτάται κατά πόσον όλοι οί παρόντες είναι αδελφοί τής στοάς στο βαθμό τού Δασκάλου. Ετσι ή στοά ασφαλίζεται έναντι τής εισόδου αναρμοδίων προσώπων, ανάπτονται τρία κεριά μέ τά λόγια: «ή σοφία οδηγεί το οίκοδόμημά μας! η ισχύς το ενδυναμώνει, το κάλλος το ολοκληρώνει!». Τότε αρχίζει η εργασία του 3ου βαθμού.
Τώρα ανοίγεται το «Βιβλίο τού Νόμου» (Κοράνι, Βίβλος κ.ο.κ.) τοποθετούνται επάνω του ο γνώμονας καί ο διαβήτης καί ο Δάσκαλος τής Εδρας απαγγέλλει ένα εισαγωγικό λόγο μέ νόημα. Τότε ακολουθεί η εισαγωγή καί η εξέταση τών εταίρων που πρόκειται νά ανυψωθούν στο βαθμό τού Δασκάλου. Oι εταίροι οδηγούνται μέσα, εξετάζονται, εξοικειώνονται μέ συνθηματικές λέξεις καί χειρονομίες καί οδηγούνται καί πάλι έξω. Τότε ο Ναός διακοσμείται γιά τήν κύρια τελετή μύησης. Μερικοί υπηρέτες φορούν ιδιαίτερες ενδυμασίες. Οί εταίροι οδηγούνται μέσα καί απαιτούνται από αυτούς οί συνθηματικές λέξεις καί οί χειρονομίες πού έχουν διδαχθεί. Πρίν ο Δάσκαλος τής Εδρας απευθύνει μιά προσφώνηση στούς εταίρους, τούς αφαιρείται η ποδιά του εταίρου. Μετά τήν προσφώνηση ακολουθούν «τά ταξίδια τού Δασκάλου» - ξενάγηση στο χώρο τού ναού, πού έχει ως σκοπό νά υπαινιχθεί το συμβολικό ταξίδι. Αφού δώσουν τήν υπόσχεση τού Δασκάλου («Ορκίζομαι στον μασονικό μου λόγο: Νά συνδεθώ μέ τήν αδελφότητα μέ ακατάλυτη κοινωνία, νά σιωπώ όπως ο θάνατος, νά θέσω στήν πρόσκαιρη ζωή μου το μέτρο τού αιωνίου»), απαγγέλεται ο «μύθος Χιράμ» ο οποίος θά εκπληρωθεί συμβολικά στον εταίρο.
Αυτός ο παλαιός θρύλος τής συντεχνίας τών μεσαιωνικών μαέστρων τών καθεδρικών ναών, αναφέρεται στον θάνατο καί στήν αναγέννηση τών δικαίων. Ο εταίρος ζεί τήν κατάσταση αυτή συμβολικά. Μέσω τού λόγου τού Δασκάλου αναγεννάται σέ νέα ζωή. Στήν διάρκεια αυτής τής διαδικασίας ο φωτισμός τού χώρου γίνεται ισχυρός καί ο εταίρος ανυψώνεται στο βαθμό τού Δασκάλου. Ενδύεται τή στολή τού Δασκάλου καί διδάσκεται τά σύμβολα τού βαθμού τού Δασκάλου (3ου βαθμού). Κατόπιν κλείνουν οί εργασίες τής μυήσεως. Ακολουθεί η πανηγυρική έξοδος, ενώ οί αδελφοί υπηρέτες εκτελούν μιά υπόλοιπη εργασία κατά τήν οποία τακτοποιείται ο χώρος του ναού καί κλειδώνονται ξανά τά όργανα που είναι απαραίτητα γιά το τελετουργικό (F.W. Haack, Freimaurer, σ. 17-18).
Η θέση τής Εκκλησίας
Η μασονία γνώρισε νωρίς διωγμούς. Ομως κατώρθωσε νά περιλάβει στούς κόλπους
της, ιδιαίτερα κατά τον ΙΘ΄΄ αιώνα, πρίγκηπες, βασιλείς, αυτοκράτορες, εκπαιδευτικούς, κληρικούς. Ας δούμε όμως πιό λεπτομερώς τή στάση τής Εκκλησίας απέναντι σ’ αύτή τήν κίνηση.
1. Η Δυτική Εκκλησία
Η μασονία θεωρήθηκε από τή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ώς ασυμβίβαστη προς τήν χριστιανική πίστη. O πάπας Κλήμης ΙΒ’ κατά το έτος 1738 αφόρισε τήν οργάνωση αυτή. Το 1754 ο αφορισμός ανανεώθηκε. Ακολούθησαν διωγμοί καί από μέρους τής Πολιτείας. Στή Γαλλία ο μασονισμός συνδέθηκε μέ τήν άρνηση τού Θεού. Από μέρους τής μασονίας κατεβλήθη προσπάθεια αποβολής τής Εκκλησίας από τήν δημόσια ζωή. Ο πάπας Leo IG΄΄ μέ τήν βούλα τού Humanum Genus (1884), χαρακτήρισε τή μασονία ώς αντιεκκλησία, που ιδρύθηκε από τή ζηλοφθονία τού Διαβόλου, μέ επίκεντρο τήν έχθρα εναντίον τής Εκκλησίας. Κατά τήν παπική βούλα οί μασόνοι θέλουν νά καταβιβάσουν το γάμο σέ συνήθη συμβόλαιο, νο χωρίσουν τήν Εκκλησία από τήν Πολιτεία καί νά απωθήσουν τή χριστιανική διδασκαλία από τή δημόσια ζωή. Ο Codex Juris Canonici, το Κανονικό Δίκαιο τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1917), προβλέπει γιά τούς μασόνους τον αφορισμό.
Μετά τήν Β’ Σύνοδο του Βατικανού, το 1974, η Kogregatio Πίστεως καθόρισε πως οί νόμοι γιά τούς μασόνους ισχύουν στήν περίπτωση που κάποιος προέβη πράγματι σέ αντιεκκλησιαστική ενέργεια. Ομως η Γερμανική Επισκοπική Σύνοδος καθόρισε το 1986 πως η ταυτόχρονη συμμετοχή στήν Καθολική Εκκλησία καί στή μασονία αποκλείεται. Ο νέος Codex Juris Canonici (1983) δέν αναφέρεται ονομαστικά στή μασονία, αλλά γενικά στή συμμετοχή σέ εταιρείες, που δρούν εναντίον τής Εκκλησίας.
2. Η Εκκλησία της Ελλάδος
Στο θέμα τής μασονίας η Εκκλησία τής Ελλάδος έλαβε επίσημη θέση καί μάλιστα δύο φορές. Κατ’ αρχήν η Σύνοδος τής Ιεραρχίας ασχολήθηκε μέ το θέμα αυτό κατά τήν συνεδρία τής 7ης ‘Οκτωβρίου 1933 καί εξέδωκε ειδική «Πράξη» (Εκκλησία 48/1933, σ. 37-39). Το κείμενο αυτό κάνει λόγο περί «διεθνούς μυητικού οργανισμού» καί «μυσταγωγικού συστήματος, όπερ υπομιμνήσκει τάς παλαιάς εθνικάς μυστηριακάς θρησκείας ή λατρείας, από τών οποίων κατάγεται καί τών οποίων συνέχειαν καί αναβίωσιν αποτελεί». Το κείμενο αναφέρεται σέ μαρτυρίες μασονικών κειμένων καί κατοχυρώνει τή θέση της «έκ τών έν ταίς μυήσεσιν δρωμένων καί τελουμένων».
Γιά τήν μύηση τού τρίτου βαθμού αναφέρεται πως αποτελεί «δραματικήν αφήγησιν τού θανάτου τού πάτρωνος τής μασονίας Χιράμ καί είδος τι μιμητικής επαναλήψεως του θανάτου τούτου. Ούτως η Μασονία αποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, όλως διάφορος, χωρισμένη καί ξένη τής Χριστιανικής Θρησκείας». Η Μασονία, λέγει στή συνέχεια το κείμενο, έχει θρησκευτικές τελετές, όπως το τεκτονικό βάπτισμα, ο τεκτονικός γάμος, το τεκτονικό μνημόσυνο, τά εγκαίνια τού τεκτονικού ναου κ.α. Εχει μυήσεις, τελετουργικά τυπικά, δική της ιεραρχική τάξη, εορτές ηλιοστασίων, θρησκευτικά συμπόσια καί μπορεί νά καταταχθεί στο χώρο τής θρησκευτικής φυσιολατρείας.
Η Ιερά Σύνοδος κατηγορεί τήν μασονία γιά συγκρητισμό, πράγμα που επιβεβαιώνει τήν καταγωγή της από τά αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια, τά οποία εδέχοντο στίς μυήσεις των κάθε λάτρη, οποιουδήποτε θεού. Μέ το νά ζητεi ή μασονία νά συμπεριλάβει στούς κόλπους της ολόκληρη τήν ανθρωπότητα, μέ τήν υπόσχεση πως θά τής προσφέρει «ηθικοποίησιν καί τελειοποίησιν καί γνώσιν τής αληθείας, ανυψοί ανεπαισθήτως εαυτήν είς είδος τι υπερθρησκείας, θεωρούσα πάσας τάς θρησκείας, μηδέ τής χριστιανικής τοιαύτης εξαιρουμένης ώς υποδεεστέρας αυτής. Υποτρέφει δέ ούτω είς τούς μύστας αυτής το φρόνημα, ότι μόνον έν τοίς μασονικοίς εργαστηρίοις γίνεται η κατεργασία καί λείανσις τού αξέστου καί ακατεργάστου λίθου».
Οί αξιώσεις τής μασονίας περί υπερθρησκείας αποδεικνύονται καί από το γεγονός ότι δημιουργεί μιά αδελφότητα, τήν οποία θεωρεί ότι εξυψώνεται πάνω από κάθε άλλη που βρίσκεται έξω, ακόμη κι αν πρόκειται γιά χριστιανική, ώς αδελφότητα που αποτελείται από βέβηλους. Μέ τή μασονική μύηση ο χριστιανός γίνεται αδελφός τού μυημένου οθωμανού ή βουδιστή ή οποιουδήποτε ορθολογιστή, ενώ ο χριστιανός που δέν έχει μυηθεί στή μασονία λογίζεται γι’ αυτόν βέβηλος.
Αντίθεση προς τή χριστιανική πίστη συνιστά επίσης καί η φυσική ηθική, που υιοθετείται από τή μασονία. H χριστιανική πίστη περιορίζει τον ανθρώπινο λόγο στά όρια τής θείας αποκαλύψεως και οδηγεί στον αγιασμό ώς αποτέλεσμα τής χάριτος τού Θεού. Αντίθετα η μασονία στηρίζει το ηθικό της οικοδόμημα «επί μόνων τών φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, προς φυσικούς όλως κατατείνουσα σκοπούς».
Η «Πράξις» της Ιεραρχίας αναφέρεται στήν καταδικαστική στάση τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καί τών Προτεσταντικών Εκκλησιών καί μνημονεύει τήν σχετική αναφορά τής «Διορθοδόξου Επιτροπής» που συνήλθε στο Αγιο Ορος καί χαρακτήρισε τή μασονία ως σύστημα αντιχριστιανικόν καί πεπλανημένον». Κατά τήν θεση που πήρε ο τότε Αρχιεπίσκοπος τής Ελλάδος Χρυσόστομος, καί η οποία υπογραμμίζεται στήν «Πράξιν», κληρικοί που μετέχουν τής μασονίας είναι άξιοι καθαιρέσεως.
Η απόφαση αυτή τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος ανανεώθηκε μέ μία νέα, που ελήφθη κατά τήν 28ην Νοεμβρίου 1972 καί χαρακτηρίσθηκε «αυθεντικό κείμενο αυτής». Γι’ αυτό καί η Ιεραρχία «εμμένει απολύτως εις τά έν τή Πράξει οριζόμενα περί Μασονίας. Διακηρύσσει καί αύθις ότι η Μασονία είναι αποδεδειγμένως θρησκεία μυστηριακή, προέκτασις των παλαιών ειδωλολατρικών θρησκειών, όλως ξένη καί αντίθετος προς τήν εξ αποκαλύψεως σωτηριώδη αλήθειαν της Αγίας ημών Εκκλησίας. Διαδηλοί κατηγορηματικώς ότι η ιδιότης τού Μασόνου υπό οιανδήποτε μορφήν είναι ασυμβίβαστος προς τήν ιδιότητα του χριστιανού μέλους τού Σώματος τού Χριστού».
Η νέα αυτή απόφαση μνημονεύει καί επαινεί τήν υπ’ αριθ. 260/1.12.1969 απόφαση τού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέ τήν οποία η μασονία κατεδικάσθη «ώς θρησκεία μυστική, μή γνωστή», καθώς καί τήν ανακοίνωση τής Ιερας Συνόδου, που δημοσιεύθηκε στή «Φωνή τού Κυρίου» (13.5.1970), όπου η μασονία στηλιτεύεται ώς θρησκεία.
Κλείνοντες το θέμα περί μασονίας, παρατηρούμε πως κατά τον ισχυρισμόν τών μασόνων, τουλάχιστον τού «κανονικού συστήματος», η μασονία δέν είναι θρησκευτική κίνηση καί δέν διαθέτει διεθνείς ιεραρχικές δομές. Αλλά ακόμη κι’ αν αυτό ανταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, το μασονικό οικοδόμημα δέν συμβιβάζεται μέ τή χριστιανική πίστη.
Κατ’ αρχήν υπογραμμίζεται ότι το τελετουργικό αποτελεί είδος εμπειρίας πνευματικής εμβάθυνσης καί προσωπικού «εξευγενισμού», μετατροπής του «λίθου» από τήν κατάσταση του «ακατέργαστου» σέ «κατεργασμένου», δηλαδή τής «προσωπικής τελειώσεως». Αλλά αυτός ο δρόμος τής μασονίας είναι αντίθετος μέ τον χριστιανικό.
Η μασονική εμπειρία δέν οδηγεί τον άνθρωπο πέρα από τήν εμπειρία του εαυτού του ή τής κοινωνίας τών «αδελφών». Δέν ξεπερνάει τήν κτιστή πραγματικότητα καί εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο. Γιά τον χριστιανό δέν υπάρχει τελείωση έξω από τή συμμετοχή του στή ζωή του Θεού «εν Χριστώ Ιησού». Η αγιότητα ανήκει στον Χριστό («είς άγιος») καί κατ’ επέκταση καί σέ εκείνους που μετέχουν τής ζωής τού Χριστού. Είναι αγιότητα «κατά μετοχήν» καί όχι ανεξάρτητη από τή χριστιανική πίστη καί από το φρόνημα του Χριστού.
Κατά τήν χριστιανική πίστη δέν μπορεί νά υπάρχει αδελφικός σύνδεσμος χωρίς το «Πνεύμα τής υιοθεσίας», ούτε ηθική χωρίς δόγματα. Εξάλλου δέν υπάρχει «κοσμοθεωρία τών δέκα εντολών», χωρίς τή σύνδεση μέ τήν διδασκαλία τής Παλαιάς καί τής Καινής Διαθήκης καί προ παντός χωρίς αναφορά στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Ο χριστιανός δέν αποβλέπει στήν «πνευματική ζωή» ώς αποτέλεσμα ανθρωπίνων προσπαθειών, αλλά στήν αγιοπνευματική ζωή, που είναι δώρο τού Θεού.
Μέ το άγιο βάπτισμα προσλαμβάνεται ο πιστός στο Σώμα του Χριστού καί γίνεται «είς έν Χριστώ» μέ όλα τά άλλα μέλη τού ίδιου Σώματος, γίνεται «μέλος έκ μέρους». Δέν μπορεί νά δεχθεί τή μασονική μύηση καί τήν αντίληψη πως αυτή τον οδηγεi πέρα από το χώρο τού «βέβηλου» καί τον καθιστά πνευματικό αδελφό μέ τον πιστό του Ισλάμ ή όποιας θρησκείας.
Εμείς oι χριστιανοί πιστεύουμε πως γινόμαστε παιδιά του Θεού μόνο όταν λάβουμε το πνεύμα τής υιοθεσίας, διά του οποίου εντασσόμαστε στο Σώμα τού Χριστού μέ το άγιο βάπτισμα (Γαλ. γ’ 26). Μόνο τότε γινόμαστε «κατ
’ επαγγελίαν κληρονόμοι». Το Αγιο Πνεύμα, πού ονομάζεται καί «Πνεύμα Χριστού», «συμμαρτυρεί τώ πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Eί δέ τέκνα, καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεού, συγκληρονόμοι δέ Χριστού» (Ρωμ. η’ 17). Το νά αξιολογήσει κανείς τή μασονική μύηση πάνω από το χριστιανικό βάπτισμα, αποτελεί βλασφημία εναντίον τού Αγίου Πνεύματος. Η μασονία δέν συνδέει τίς ήθικές αξίες, τίς οποίες κηρύττει μέ μία συγκεκριμένη πίστη σέ Θεό. Η περί Θεού εικόνα («Μέγας Αρχιτέκτων τών Κόσμων») προσδιορίζεται εντελώς υποκειμενικά, από τον καθένα μασόνο, ανάλογα μέ τίς προσωπικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η κατανόηση τού ανθρώπου καί τής ζωής, όπως άλλωστε καί ή περί Θεού αντίληψη, ξεπερνούν τά όρια μιάς συγκεκριμένης πίστης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η χριστιανική πίστη σχετικοποιείται καί εξισώνεται αξιολογικά μέ τήν πίστη του Ισλάμ, μέ το βουδδισμό κ.ο.κ. Οποιος ζεί «σωστά», λογίζεται καί «σωστός» απέναντι στο Θεό.
Η θέση αυτή δέν ταυτίζεται μέ τήν διδασκαλία τής χριστιανικής αγίας Γραφής καί μέ τήν πίστη στον Τριαδικό Θεό. Εδώ η χριστιανική Βίβλος δέν είναι πλέον η μοναδική Θεία αποκάλυψη. Εναλάσσεται μέ το Κοράνι, τίς Βέδες κ.ο.κ. Είναι «έναι» από τά πολλά «ιερά βιβλία»! Η χριστιανική πίστη δέν είναι η μόνη καί βεβαία οδός σωτηρίας, αλλά μία από τίς πολλές «ατραπούς». Ολες οί θρησκείες οδηγούν «στον ίδιο σκοπό». Μ’ αυτό τον τρόπο τά είδωλα γίνονται αντανάκλαση τής «μιάς θεότητας», τού «Μεγάλου Αρχιτέκτονα τών Κόσμων», ο οποίος είναι «ανοικτός» γιά όλες τίς Θεότητες. Εδώ πλέον δέν ισχύει η φράση, που αναφέρεται στον Ιησού Χριστό: «έν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής Θεότητος σωματικώς». Ο απόστολος το υπογράμμισε αυτό γιά νά προφυλάξει τούς πιστούς από τήν ψευδή σοφία. Γι’ αυτό καί αναφέρει προηγουμένως: «Προσέχετε μήπως σάς παρασύρει κανείς μέ τή φιλοσοφία καί μέ κούφια απατηλά πράγματα, κατά τήν παράδοση τών ανθρώπων, κατά τά στοιχεία τού κόσμου καί όχι κατά Χριστόν» (Κολ. β’ 8-9).
Απ’ όσα αναφέρωμε γίνεται σαφές ότι η Μασονία είναι ασυμβίβαστη μέ τή Χριστιανική πίστη καί τήν ιδιότητα τού Ορθοδόξου Χριστιανού. Ιδιαίτερα επιση-μαίνουμε τον κίνδυνο διαβρώσεως τού ποιμαντικού έργου καί ακυρώσεις τού μηνύματος τού Ευαγγελίου καί τής έν Χριστώ ελπίδος.
Οπως καί άλλες αποκρυφιστικές ομάδες εγκαταλείπουν τον άνθρωπο εντελώς μό