Συνεχίζοντας, πριν από έναν περίπου χρόνο η Ελλάδα βρισκόταν ένα βήμα πριν την έξοδο της από την Ευρωζώνη. Εκείνη την εποχή ο πρωθυπουργός υποχώρησε άτακτα, μετατρέποντας το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ. Το σημαντικότερο επιχείρημα του ήταν πως η κατάσταση της χώρας θα μπορούσε να γίνει χειρότερη.
Εγώ βρήκα το επιχείρημα πολύ αδύναμο, αφού γνωρίζω πως οι οικονομικές κρίσεις δεν λύνονται ποτέ χωρίς διαγραφή χρεών και υποτίμηση του νομίσματος. Ακόμη περισσότερο, όσο πιο γρήγορα αποφασιστούν αυτές οι ενέργειες, τόσο το καλύτερο για τη χώρα και για εκείνους τους δανειστές της που δεν επιδιώκουν την υποδούλωση και την κατοχή της.
Αντί όμως η Ελλάδα να αποδεχτεί το αναπόφευκτο, τη χρεοκοπία της χωρίς να φοβηθεί τυχόν έξοδο της από την Ευρωζώνη, επέλεξε τη μαζική έξοδο των μορφωμένων κυρίως νέων της, άρα τον αργό θάνατο της μέσω της μετανάστευσης τους. Ταυτόχρονα αποδέχτηκε την καταδίκη των υπολοίπων νέων της και όχι μόνο στην ανεργία, για να μην υποχρεωθεί στην οδύνη της χρεοκοπίας!
Έτσι έδιωξε σχεδόν 500.000 παιδιά της στο εξωτερικό, αυτή τη φορά τα μορφωμένα σε αντίθεση με τος δύο προηγούμενες (δεκαετίες του 1920 και του 1960), οδηγώντας στην κατάθλιψη έναν τουλάχιστον ίδιο αριθμό στο εσωτερικό της, «για να μην γίνουν όλα χειρότερα».
Τι θα μπορούσε όμως αλήθεια να γίνει χειρότερο, από αυτό που ζούμε σήμερα; Γιατί είναι καλύτερη η επιλογή του θανάτου της χώρας μέσω της μετανάστευσης και της ανεργίας των νέων, από τη χρεοκοπία; Γιατί να μην πάρουμε το ρίσκο και ότι προκύψει, αντί να αργοπεθαίνουμε; Γιατί να δεχόμαστε τους εξευτελισμούς των ξένων; Για να μην απειληθεί το βιοτικό μας επίπεδο που έτσι και αλλιώς καταρρέει;
Δεν οφείλουμε να αντιδράσουμε για να προστατεύσουμε τα παιδιά μας και στην πατρίδα μας; Δεν γνωρίζουμε όλοι και όλες πού οδηγεί η δειλία; Αξίζει να θυσιάζουμε την εθνική μας κυριαρχία, τις σημερινές και τις επόμενες γενιές των Ελλήνων στο βωμό της γερμανικής Ευρώπης; Εάν ναι, με ποιά λογική και με ποιά προοπτκή; Αν μη τι άλλο, δεν πρέπει να δώσουμε σε αυτό κάποια συγκεκριμένη απάντηση;