Δε μου την έσπαγε που την έβλεπα συγκεκριμένες ώρες, ότι προκαλούσε σε δημόσιους χώρους μαζί μου, με δήθεν ατυχήματα, ότι είχα μείνει 4 συνεχόμενες μέρες άγρυπνος και παραλίγο να πάω στα θυμαράκια γιατι αποκοιμήθηκα 3 φορές ενώ οδηγούσα στην εθνική, ότι πήδαγα τα συρματοπλέγματα στον Αυλώνα πιωμένος και πήγαινα να τη δω έστω και 3 ώρες, ότι όταν έφυγα από την Αθήνα αναγκαστικά σχεδόν χάσαμε επαφή, ότι ήθελε να την ακολουθώ σε όποιο στριπ πήγαινε, ότι την έβλεπα να παίρνει χορούς με άλλους, όχι δε μου την έσπασαν όλα αυτά. Αυτό που μου την έσπασε ήταν ότι δεν ήμουν ποτέ αρκετά βλάκας για να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια και ενώ την αγαπούσα ποτέ δεν μπόρεσα να το εκφράσω όπως ήθελα. Γιατί ποτέ δεν δάκρυσα για αυτή, ποτέ δεν της έκανα ένα δώρο, ποτέ δεν της είπα σ΄αγαπώ, ενώ την αγαπούσα. Η αγάπη μου ήταν παγιδευμένη στην ώμή πραγματικότητα που δεν μπόρεσα ποτέ ν΄αγνοήσω, ενώ τόσο το ήθελα, επειδή αυτή δε μ΄άφησε. Και έτσι έμεινε ν΄ανασαίνει πίσω από το ψυχρό γυαλί του συμφέροντος και του υπολογισμού και όσο λιγόστευε το οξυγόνο τόσο θόλωνε το γυαλί και ή μορφή της διαλυόταν σε λευκά και γαλάζια σύννεφα, αδιάφορα και όμορφα και μακρινά. Μου την έσπασε ακόμα περισσότερο, που ακόμα και όταν το μόνο που είχε απομείνει ήταν οι αναμνήσεις ενός ιδρωμένου και σπασμωδικού έρωτα και ένα χλωμό ρίγος ακόμα και τότε δεν μπόρεσα να την αγαπήσω όπως θα ήθελα. Πόσο θλιβερό είναι ν΄αγαπάς όπως σε αναγκάζουν τα ελλείμματα των άλλων. Συγγνώμη για το ύφος αλλά είναι αφιερωμένο.Όχι σε αυτή, γιατί δεν της αξίζει. Ξέρει αυτός...