Δε θα σε αγαπήσουν ποτέ όλοι, Πρόεδρε
Η Πολιτική Ενηλικίωση του Στέφανου Κασσελάκη
leftspear.webnode.gr
Η Πολιτική Ενηλικίωση του Στέφανου Κασσελάκη
Το κείμενο αυτό είναι μια απόπειρα να σκιαγραφηθεί το αποτύπωμα που αφήνει το αποτέλεσμα των εκλογών της 9ης Ιουνίου στον Στέφανο Κασσελάκη, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό μέσα από την παρατήρηση των τοποθετήσεων του από το βράδυ των εκλογών ως σήμερα. Η ερμηνεία είναι προφανώς υποκειμενική και εστιάζει στο συναισθηματικό επίπεδο και ως εκ τούτου επιδιώκει να είναι εν τέλει βαθιά πολιτική.
Η εμπειρία του Στέφανου Κασσελάκη, από τη μέρα που έθεσε την υποψηφιότητα του για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και το βράδυ της Κυριακής των εκλογών, θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια πορεία προσωπικής επιβεβαίωσης και αποδοχής. Στην επιστροφή του στην πατρίδα, παρουσίασε την αλήθεια του, έδωσε τις πρώτες μάχες του και αν και όχι χωρίς αμυχές, τις κέρδισε σαρωτικά. Αυτός ο αναπάντεχος θρίαμβος μοιάζει να καθόρισε τη στάση του σε ότι ακολούθησε. Με την επικράτηση του στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη προέδρου, την ενθουσιώδη επαφή του με τον κόσμο στις πρώτες πολιτικές του εξορμήσεις, ακόμη και την ομόθυμη επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του από τους απλούς συνέδρους -αν και όχι από τα στελέχη-, κάθε ανατροφοδότηση που λάμβανε ήταν άκρως θετική. Είναι απολύτως δικαιολογημένο να ένιωσε ότι όσο πιο ανοιχτός, διάφανος και ειλικρινής είναι, τόσο περισσότερο ο κόσμος θα έρχεται κοντά του και θα τον στηρίζει.
Εν μέρει το συμπέρασμα ήταν σωστό. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ αγάπησε το Στέφανο Κασσελάκη. Εκτίμησε την ευθύτητά του και την πρόθεσή του να γίνονται όλα υπό το φως των προβολέων (ακόμη και των καμερών). Οι απλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, κουρασμένοι, απογοητευμένοι και προδομένοι από ένα στελεχιακό δυναμικό, το οποίο την ώρα της μάχης για την επιβίωση της παράταξης, προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις ασφαλείας και όταν ήρθε αναπόφευκτα η ήττα, έσπευσε να στήσει θρόνους στα αποκαΐδια, στήριξαν με όλη τους τη δύναμη το νέο που ήρθε να τους ξαναδώσει ελπίδα αναγέννησης. Πολίτες φύσει προοδευτικοί, εν δυνάμει ριζοσπαστικοί και σίγουρα συμπεριληπτικοί, ήταν το πιο πρόσφορο κοινό για να αγκαλιάσει κάθε σημείο της διαδρομής ενός ανθρώπου που είχε το θάρρος να εκτεθεί άνευ όρων μπροστά τους και να διεκδικήσει την αποδοχή τους, δεσμευόμενος μάλιστα απέναντί του ότι αυτή την στήριξη "δεν θα την προδώσει ποτέ".
Όμως αυτός ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Ποτέ δεν ήταν. Η μεγάλη μάζα των συμπολιτών μας έχει στερεοτυπικά σχηματισμένες αντιλήψεις που δεν της επιτρέπουν να στοιχηθεί με κάποιον που παραδέχεται με τόση παρρησία την ετερότητά του. Και δεν είναι μόνο το -κυρίαρχο δυστυχώς- θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού, όσο μεγάλη σημασία και αν αυτό αποκτά για κάποια κοινά. Είναι και η προβαλλόμενη οικονομική άνεση, που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο δε "συνάδει" με την Αριστερά. Είναι η φυσικότητα κι η αυθεντικότητα με την οποία μοιράζεται -σε βαθμό πρωτόγνωρο για την αποστειρωμένη και απολύτως προβλεπόμενη εικόνα του πολιτικού- όλες τις πτυχές της ζωής του. Είναι η σύγχυση που προκαλεί με την -ασύμβατη για ηγέτη- άνεσή του να εισβάλει σε ένα τηλεοπτικό στούντιο για να αστειευτεί με τον παρουσιαστή, σε αντιπαραβολή με την προσήλωσή του στο να γυρίσει κάθε σπιθαμή της χώρας για να μιλήσει με τους αγνοημένους πολίτες, ή το σθένος του να επισκεφτεί σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού την Παλαιστίνη.
Κάθε δράση του, ασχέτως αν αποτιμάται ως επωφελής ή επιζήμια για τους κομματικούς υπολογισμούς, εκπέμπει την εικόνα ενός ανθρώπου με αυτοπεποίθηση, με όρεξη για δουλειά που δε φοβάται να εκτεθεί ή να τσαλακωθεί και κυρίως δεν ακρωτηριάζει αυτά που λέει ή κάνει με βάσει τις προσδοκίες των άλλων από αυτόν. Σε μια κοινωνία όμως βαθιά υποκριτική, φοβική και μοιρολατρική, όπου η αποδοχή περνάει μέσα από το πόσα κουτάκια του προδιαγεγραμμένου ρόλου τσεκάρεις, η παρρησία συχνά εκλαμβάνεται ως αλαζονεία, η εργατικότητα ως υπερβολή, η ειλικρίνεια ως προσβολή και η επιτυχία ως πρόκληση.
Ο Στέφανος Κασσελάκης, την Κυριακή των εκλογών ήρθε ίσως για πρώτη φορά αντιμέτωπος με αυτήν την σκληρή πραγματικότητα. Ο προσανατολισμός της παρούσας προσέγγισης δεν ρίχνει το βάρος στις πολιτικές συνιστώσες του αποτελέσματος, άλλωστε δεν είναι καθόλου σαφές το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα που προτάχθηκε αυτή τη χρονική στιγμή. Η εστίαση μας αφορά περισσότερο το πως εκφράστηκε στην κάλπη η διάθεση των πολιτών απέναντι στις πολιτικές προσωπικότητες. Και για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώθηκε μεν η αγάπη του κόσμου που ως τώρα τον έχει στηρίξει, αλλά έγινε και σαφές ότι η πλατιά μάζα των ψηφοφόρων είναι σε αυτή τη φάση επιφυλακτική και δύσπιστη απέναντί του. Ή για να είμαστε ακριβείς, απέναντι στην εικόνα που προσλαμβάνουν μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των κυρίαρχων ΜΜΕ.
Αυτό είναι το πρώτο γερό ταρακούνημα στην δομή της σχέσης του με το κοινό. Αναλύοντας ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να διαπιστώνει ότι δεν έχει την ευρύτερη αποδοχή που τον οδήγησε η αδιαμεσολάβητη επαφή με το κομματικό ακροατήριο να πιστεύει πως έχει. Η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων παραμένει αγκυλωμένη σε πεποιθήσεις που, όσο δυσλειτουργικές κι αν αποδείχτηκαν, δεν τίθενται προς το παρόν υπό επανεξέταση. Ο ίδιος φάνηκε να χρειάζεται λίγο χρόνο για να απορροφήσει τους κραδασμούς και να επαναπροσδιορίσει τη στάση του.
Ο δρόμος από εδώ και πέρα είναι δύσκολος. Πέρα από την ήδη διατυπωμένη δημόσια αυτοκριτική του για τις όποιες υπερβολές ή αστοχίες υπέπεσε ως τώρα, ο Στέφανος Κασσελάκης καλείται πλέον να αξιολογήσει το κατά πόσο ταιριάζει στην ελληνική κοινωνία ο τρόπος που επικοινωνεί τις πολιτικές και τις απόψεις του. Καλείται να αποφασίσει αν και κατά πόσο είναι διατεθειμένος να λειάνει ή και να κάμψει το αξιακό του σύστημα και την πολιτική του στάση, προκειμένου να βρίσκεται εντός αποδεκτού πλαισίου. Η τοποθέτησή του στην πρόσφατη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε ακριβως με μια τέτοια αρχική απόπειρα να ισορροπήσει μεταξύ της ιδέας ότι η πολιτική είναι μια μάχη έντιμων συμβιβασμών και της ανόθευτης επιθυμίας του να ηγηθεί της προσπάθειας να αλλάξει δομικά η βαλτωμένη και παρακμάζουσα εικόνα της παράταξης.
Οι προκλήσεις που τον περιμένουν στη συνέχεια της πολιτικής του διαδρομής είναι πολύ πιο σύνθετες και απαιτούν βαθύτερο πολιτικό σχεδιασμό από όσα διαχειρίστηκε ως τώρα. Δεν έχει πλέον την ορμή του καινούργιου και τη δικαιολογία του άπειρου. Έχοντας αδιαμφισβήτητα καταστήσει (με την επιλογή των ψηφοφόρων φυσικά) τον εαυτό του ως υπολογίσιμο πολιτικό μέγεθος, θα αντιμετωπιστεί και θα κριθεί πλέον από φίλους και εχθρούς ακόμα πιο αυστηρά.
Μπορεί να προσαρμόσει τον τρόπο που επικοινωνεί χωρίς να αλλοιώσει το μήνυμα;
Μπορεί να συνεχίσει να πρεσβεύει το δικαίωμα στο διαφορετικό και ταυτόχρονα να εκφράσει ένα ευρύτερο κοινό;
Πόσο ρεαλισμό θα καταφέρει να χωρέσει στο όνειρο;
Πόσο περισσότερο κόσμο μπορεί να αγκαλιάσει «χωρίς να προδώσει ποτέ» αυτούς που τον αγκάλιασαν πρώτοι;
Η επόμενη κίνηση είναι δική του και περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τη δούμε.