Τα κλειδιά και το κινητό τηλέφωνο δεν είναι τίποτα μπροστά σε άλλα, σημαντικότερα κι ανυπολόγιστης αξίας πράγματα που μπορεί να απωλέσει κανείς μέσα σ' έναν οίκο ανοχής.
Ορισμένοι ξεχνούν κατ' εξακολούθηση το μυαλό τους, χάνουν τα λογικά τους δηλαδή σε τακτική βάση, όσο κι αν ακούγεται παράξενο αυτό, τουτέστιν αποκτούν μια νέα φυσική κλίση τους που δεν είχαν παρουσιάσει στο παρελθόν.
Κάποιοι άλλοι ξεχνούν ολόκληρο τον εαυτό τους, το ποιοι ακριβώς είναι δηλαδή, από πού έρχονται και προς τα πού τραβάνε, με ποιους ανθρώπους σχετίζονται και ποιους αγαπάνε, ώστε να μεταμορφώνονται κυριολεκτικά σ' άλλον άνθρωπο και να μην τους αναγνωρίζει ούτε καν αυτή η ιερόδουλη με την οποία τυχαίνει να ανευρίσκονται τακτικά.
Άλλοι πάλι ξεχνούν τη ζωή τους. Αυτό πια κι αν είναι! Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ηθελημένη και σκόπιμη πράξη: ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με φρονήματα και συμβάντα, εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινους χαρακτήρες πράξεις, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για δράμα.
Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού κι απολαμβάνει την οδό της απωλείας έχοντας πλήρη συνείδηση της μίας και μοναδικής πράξης του, που αναλύεται σε πλήθος συνευρέσεων κι ερωτικών περιπτύξεων κι εναγκαλισμών, στο βαθμό που μπερδεύεται κι η ίδια η θεά του έρωτα, η αφρογέννητη Αφριδίτη, και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ο θεράπων της ανάμεσα στην ιερόδουλη και τον πελάτη της και ποιος όχι.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά μ' όλα αυτά, αλλά καλύτερα να τ' αφήσουμε, τουλάχιστον για την ώρα.