Συγγνώμη αλλά δε θα αντέξω να μην πω κι άλλη κακία.
Όπως δεν αντέχω και τους πυξ-μπλιαξ :S
Συγγνώμη, λέω και πάλι, προσωπική άποψη... αλλά αυτοί... πυξ-λαξ έπρεπε να φύγουν από το χώρο!
Κι επειδή δεν αντέχω ούτε να τους σκέφτομαι, ας αλλάξω λίγο το κλίμα.
Τι συγνωμη?γΙΑ τυπους που τα μισα τους τραγουδια ειναι γραμμενα σε συνχωρδιες μι και λα και τα αλλα μισα σε λα και μι?Για ενα συγκροτημα ονομα και πραγμα, για μπουνιες και κλωτσιες
που εβγαλε εκατομυρια με κλοπη οπως η παρακατω
Λένε για μένα Πυξ Λαξ
Λένε για μένα οι όμορφες που ζήσαμε μαζί
πώς είμαι ένα αδιόρθωτο ρεμάλι τελειωμένο
Πως μια κατάρα έχω βαριά και μέσα μου θα ζει
να με κρατά στη μοναξιά σκληρά φυλακισμένο
Λένε για μένα, λένε για μένα
Λένε για μένα, λένε για μένα
Τα ρούχα μου μυρίζανε καπνούς και αλκοόλ
γυναίκες που χανόντουσαν μέσα σε ένα τσιγάρο
Στη σκέψη μου τις έπαιρνα και πλήρωνα για αυτό
Λένε για μένα οι όμορφες δεν ξέρω που τραβάω
Λένε για μένα...
Όλοι αναρωτιόντουσαν πως έφτασα ως εδώ
μας φαίνεται καλό παιδί τι να το κυριεύει
Οι θύελλες που πέρασε δεν τού βαλαν μυαλό
απ' το Θεό παιδεύεται και το Θεό παιδεύει
Λένε για μένα...
Και τωρα το πασιγνωστο ποιημα απο το οποιο βουτηξαν τους στοιχους
ΜΑΡΑΜΠΟΥ
--------
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ'ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ'αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιοι πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν'όμως ψέμματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε μέ πληγές θανατερές
κανείς δεν τό'μαθε, γιατί δεν τό΄πα σε κανένα.
Μ'απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα -σαν άνθος έμοιαζε αλπικό-
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της ¶βιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ'τα πελάη,
μπροστά της εξενάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ'το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ'αύτην που θα'φευγε, την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακα μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της ¶μμου.
Νομίζω πως θέ νά 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!...Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζίν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εικεί τους ναυτικούς,
κάποια μ'άρπαξ'απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ'τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβηση το φώς. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτηλα μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
" μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλα της ".
Όταν την είδα και στο φως τ'αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ'ένα δέος αλλόκοτο, σα νά'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ'απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξέχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτομάρο και πως τραβάω κοκό.
Μ'αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ'είχαν συγχωρέσει...
Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στην βλακεία του μοιάζω...
Νικος Καββαδιας
Οχι αλλα "ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ" στην Ελληνικη μουσικη.
Συγνωμη και εγω
αποψη μου
:-*