διάβαζα τις προάλλες τον ηρακλή του ευρυπίδη (
Ηρακλής μαινόμενος)
έναν ήρωα που κάνει τον άθλο να πάει στον κάτω κόσμο και να επιστρέψει, και μάλιστα προς χάριν ενός φίλου του, του θησέα, τον οποίο και ελευθερώνει από τον άδη
ο ηρακλής επιστρέφει και βρίσκει το σπιτικό του ξεριζωμένο και υπό διωγμό από τον νέο άρχοντα της θήβας, τον (σφετεριστή) λύκο
τα συναισθήματα του θεατή είναι το ίδιο ανάμικτα με του ηρακλή: από τη μια εξαίρεται ο πρωτόφαντος και πρωτάκουστος άθλος της επιστροφής του από τον κάτω κόσμο, από την άλλη τον πλημμυρίζει η απόγνωση καθώςπρέπει, γυρίζοντας στο φως της μέρας, να θεωρήσει ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα
το ότι βρίσκεται υποχρεωμένος να τα βάλει μόνος του με έναν τύραννο αμέσως μετά την επιστροφή του από τον κάτω κόσμο είναι σαν να απομειώνει το γεγονός της επιστροφής του : αποπερατώνει έναν άθλο για το τίποτα,
με σύγχρονα λόγια το σύμπαν του λέει "στ'αρχίδια μου" και η επιστροφή του στο φως γίνεται αφορμή για εμπαιγμό και επισώρευση νέων δεινών
στην τελική δεν μπορεί να διακρίνει (ο ηρακλής είτε ο θεατής) που τελειώνει ο κάτω κόσμος και που αρχίζει ο απάνω, οπότε τρελαίνεται.
παρουσιάζεται η λύσσα, προσωποποιημένη, και προειδοποιεί τις άλλες θεές πως η τρέλα που θα εμπνεύσει στον ήρωα θα επιφέρει ανήκεστες βλάβες. προχώρα, της λένε αυτές,
και ο ηρακλής κατασφάζει τα παιδιά του. όταν συνέρχεται φτάνει στο σημείο μηδέν : ο ήρωας που επέστρεψε από τον κάτω κόσμο πονάει τόσο πολύ, τόσο απάνθρωπα, που ο σπαραγμός του δεν έχει λόγια, κι αφού δεν έχει λόγια δεν έχει και τόπο μέσα στο δράμα : κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα δυο του χέρια για να μην τον φωτίσει το φως του ήλιου.
μία τόσο αποτρόπαιη πράξη, ένα τέτοιο απόλυτο μίασμα δεν έχει τρόπο να υπάρξει : αυτός που θα τον φέρει τελικά στα συγκαλά του είναι ο φίλος του, ο θησέας, ο οποίος καταφτάνει για να συντρέξει την ατυχία του φίλου του αφού πληροφορηθεί τα του λύκου.
ο φίλος του θα έρθει στη θέση του, θα αισθανθεί όπως εκείνος, θα φτάσουν και οι δύο στο μηδέν της ύπαρξης, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε λέξη ούτε τόπος,
και στο τέλος θα του πει φίλε έλα στην Αθήνα. έλα να την ευλογήσεις δείχνοντας ότι δεν έφυγες σαν δειλός, σκοτώνοντας τον εαυτό σου, αλλά συνέχισες να ζεις και να υπάρχεις υπομένοντας τις βουλές των θεών.
και έτσι γίνεται, διά της εκμηδένισης του ηρακλή και διαμοιρασμού του πάθους του –έλεος το είπε ο αριστοτέλης.