Η ΑΝΕΛΕΗΜΟΝΗ ΚΡΑΥΓΗ
Φυσάει ουρανού & γης & μέσα στην καρδιά μας & μέσα στην καρδιά του κάθε ζωντανού μια γιγάντια πνοή, που τη λέμε Θεό. Μια ΚΡΑΥΓΗ μεγάλη. Το φυτό ήθελε ασάλευτο να κοιμάται δίπλα στα λιμνασμένα νερά. Μα η Κραυγή τινάζονταν μέσα του, του ταρακουνούσε τις ρίζες: «Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα!» Αν το δέντρο μπορούσε να στοχαστεί & να κρίνει, θα φώναζε: «Δε θέλω, που με σπρώχνεις? Ζητάς τ' αδύνατα!» Μα η Κραυγή ταρακουνούσε τις ρίζες, ανήλεη, φώναζε: «Φεύγα, αμόλα τη γης, περπάτα»
Φώναζε χιλιάδες αιώνες & να, πεθυμώντας, αγωνιώντας, η ζωή ξέφυγε από το ασάλευτο δέντρο, λυτρώθηκε.
Πρόβαλε το ζώο, βολεύτηκε μέσα στο νερό, μέσα στη λάσπη, σκούληκας. «Καλά είμαι εδώ, ησυχία, ασφάλεια, δεν το κουνώ!»
Μα η φοβερή ΚΡΑΥΓΗ καρφώθηκε ανήλεη απάνω στα νεφρά του: «Φεύγα από τη λάσπη, σηκώσου ορθός, γέννησε ανώτερό σου! -Δε θέλω, δεν μπορώ! Εσύ δεν μπορείς, μα εγώ μπορώ. Σήκω απάνω»
Χιλιάδες αιώνες, & να, ξεπρόβαλε, τρεμάμενος απάνω στ' άπηχτα ακόμα πoδάρια του, ο άνθρωπος.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ