Μόλις ξεκίνησα να διαβάζω το ακόλουθο συγκλονιστικό βιβλίο, και έχω ενθουσιαστεί από την αμεσότητα και τη διαύγεια των καταγραφών του.
Είναι ένα σημαντικότατο ιστορικό χρονικό (και σπάνιο σαν σύνολο), με θαυμάσια τεκμηρίωση. Συνιστάται ανεπιφύλακτα...
http://[URL unfurl="true"]www.kedros.gr/thumbnails/images/KARAGIANHS_H_ISTORIA_ENOS_STRATIOTH.jpg.thumb_203x294_255e9cd1faf623aacb48373450ef340e.jpg[/img[/URL]]
Χρήστος Καραγιάννης, [i]Η Ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922) Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τις ελληνικές εκστρατείες[/i],
(επιμέλεια-σχολιασμός: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής), εκδ. Κέδρος, 2013.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Χρήστος Καραγιάννης πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συμμετείχε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα εναντίον των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία (1919). Η εκστρατεία κατέληξε σε πανωλεθρία, γεγονός που δεν έχει φωτίσει η επίσημη Ιστορία μας. Μετά την επιστροφή στη γενέτειρά του, η πατρίδα κάλεσε τον Χρήστο Καραγιάννη και πάλι στα όπλα, για να φτάσει στη Σμύρνη, που τη διεκδικούσε η Μεγάλη Ιδέα. Λίγο αργότερα, ο λαός καταψήφισε τον Βενιζέλο και επανέφερε στο θρόνο τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η εκστρατεία της Μικρασίας το 1921, που ξεκίνησε ως θρίαμβος, κατέληξε σε ήττα στον ποταμό Σαγγάριο και στην καταστροφή της Σμύρνης.
Οι μαρτυρίες και τα χρονικά εκείνης της περιόδου δεν είναι λίγα. Κανένα όμως δεν έχει τη συνέχεια των γεγονότων από το 1918 ως το 1922. Το ημερολόγιο του Αρβανίτη Χρήστου Καραγιάννη αποτελεί μια σπάνια συνεισφορά στην Ιστορία.
Ο Φίλιππος Δρακονταειδής αντιμετώπισε με σεβασμό το κείμενο του Καραγιάννη, το ανέδειξε και το φώτισε με πλούσιες και αναγκαίες υποσημειώσεις.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Το συγκεκριμένο απόσπασμα αφορά λεπτομέρειες της πορείας προς τον Σαγγάριο):
[...] Επέστρεψα στην πλατεία του χωριού, διψασμένος για εκδίκηση. Έμπαινα σε κάθε σπίτι για να βρω οθωμανική ψυχή. Όλα έρημα. Βρήκα μια γριά εκατοχρονίτισσα, ξαπλωμένη στον οντά της, που με κοίταζε και δεν έβγαζε λέξη από τα ζαρωμένα χείλη της, ας την ρωτούσα ποιος είχε διαπράξει εκείνο το έγκλημα. Πρόσεξα πως καθόταν πάνω σε ένα σακί με αλεύρι, το τρύπησα και πήρα κάμποσο να έχω για να ζυμώσω.
Πιο πέρα κυνήγησα έναν κόκορα, αλλά έπεσα πάνω στον διοικητή μας που εξέταζε έναν Τούρκο αιχμάλωτο, που δεν μαρτυρούσε τίποτα. Έτσι, ο διοικητής τον παρέδωσε στη διάθεση των φαντάρων. Τον πήγαν σε εκείνα τα περιβόλια και τον κρέμασαν στα ίδια δέντρα με το ίδιο του το ζωνάρι. Πρώτα του είχαν κόψει το αυτί για να μιλήσει, εκείνος τίποτα. Λέω πως ήταν κωφάλαλος, επειδή έβγαζε κάτι φωνίτσες.
Πήραμε πάλι το δρόμο, περάσαμε εκείνη τη χαράδρα του θανάτου δίχως καμία εμπλοκή, βρήκαμε τους τραυματίες νεκρούς και τους θάψαμε, ενοχλητική είχε γίνει μια συνεχόμενη βροχή, η οποία μας ανάγκασε να σταματήσουμε σε ένα χωριό, που οι κάτοικοί του είχαν εγκαταλείψει.
Η ώρα είχε προχωρήσει και έπρεπε να στήσουμε αντίσκηνα. Το έδαφος όμως ήταν λασπώδες και πήραμε πόρτες και πορτοσάνιδα, που τα στρώσαμε για να πλαγιάσουμε. Δεν έμαθα το όνομα εκείνου του χωριού. Ποιον να ρωτούσα; Τα ντουβάρια, τους κήπους ή τις καπνοδόχους των σπιτιών; Όλα ήταν άψυχα. Χαλάσαμε πατώματα, φράχτες, ταβάνια και ανάψαμε μεγάλες φωτιές να στεγνώσουμε από τη μαγιάτικη βροχή. Ζύμωσα το αλεύρι της εκατοχρονίτισσας και με τα κουλουράκια που έφτιαξα, φάγαμε.
Την άλλη μέρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε με προορισμό την κωμόπολη Εμέτ, όπου είχε χαθεί η διμοιρία μας και είχαν σουβλίσει τον αξιωματικό, φάνηκε ένας μαύρος και πελώριος καπνός, που κάλυψε τον ουρανό. Συνάμα, από τη μιαν άκρη του Συντάγματος ως την άλλη, κυκλοφόρησε η πληροφορία πως η κωμόπολη είχε καταληφθεί από το Σύνταγμα Ιππικού, που την έκαιγε συθέμελα. Άρα, δεν επρόκειτο να πάμε εκεί.
Πράγματι, πήραμε άλλο δρόμο και φτάσαμε σε ένα μεγάλο ποτάμι. Το περάσαμε από μια στενή ξύλινη γέφυρα και πήραμε την ανηφόρα, ήμαστε στους πρόποδες του όρους Εγρίγκοζ Νταγ. Από το πρωί ως το βράδυ πορεία και πιάσαμε τα μισά του βουνού. Εκεί ήταν το καταφύγιο των χωρικών, που είχαν επαναστατήσει εναντίον μας και έβαφαν τα χέρια τους με αίμα ελληνικό. Γύρω μας, πεύκα και λεύκες, που ξεπερνούσαν τα εκατό μέτρα στο ύψος.
Το Εγρίγκοζ Νταγ έχει και άλλα στολίδια: γιδοπρόβατα και γελάδια, πηγές σε κάθε εκατό μέτρα. Μείναμε σε εκείνη την ομορφιά και περάσαμε τη νύχτας ψήνοντας αρνάκια και κατσίκια των πέντε ή έξι οκάδων το πολύ, που έχουν νοστιμότατο κρέας. Ωστόσο, οι φωνές και τα κλάματα των γυναικόπαιδων δεν σταματούσαν: όλο το δάσος και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη ήταν γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος ήταν στη διάθεση του κάθε Έλληνα στρατιώτη. Ευτυχώς, λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν κακούργα ένστικτα να σκοτώσουν γυναικόπαιδα.
Την άλλη μέρα, πέμπτη μέρα της πορείας μας, συνεχίσαμε προς την κορυφή του βουνού, δίχως να συναντήσουμε αντίσταση παρά άμαχο πληθυσμό μόνο. Τα μέτρα ασφαλείας που είχαμε λάβει ήταν καλά και οι αραιοί πυροβολισμοί ήταν από τους ανιχνευτές μας, που έσπρωχναν τους χωριάτες με τις οικογένειές τους να φεύγουν στα πυκνά δάση.
Συναντούσαμε τέτοιους ανθρώπους: άλλοι πετούσαν τα όπλα τους, άλλους σκοτώσαμε, άλλοι μας ξέφυγαν. Συναντούσαμε ολόκληρες οικογένειες με γυναίκες όμορφες και άσχημες. Άλλες έκλαιγαν, άλλες μοιρολογούσαν τον αφέντη τους, άλλες θρηνούσαν την απώλεια της τιμής τους. Τραβούσαμε τους φερετζέδες για να νιώθουν προσβολή. Και εκείνες μας άφηναν λάφυρα τα μεταξωτά τους, οι άντρες τα φέσια τους.
Φτάσαμε εντέλει στην κορυφή του Εριγκιόζ Νταγ, ένα χορταριασμένο οροπέδιο. Σταματήσαμε για λίγο και ύστερα πήραμε τον κατήφορο από την άλλη πλευρά. Μαζί μας λίγοι αιχμάλωτοι Τσέτες, μισόγυμνοι και ξυπόλητοι. Βραδιάσαμε σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό στους πρόποδες του όρους. Μπροστά του απλωνόταν ένας κάμπος που έμοιαζε εύφορος. Ξετρυπώναμε διάφορα είδη αξίας κρυμμένα, αλλά μας ήταν άχρηστα. Εκεί που τα βρίσκαμε, εκεί τα αφήναμε.
Το πρωί της άλλη μέρας, της έκτης μέρας της πορείας μας, επιστρέψαμε σε άλλο δρόμο προς άγνωστα δασωμένα μέρη, εφοδιασμένοι με τη διαταγή και το καθήκον να καταστρέψουμε το σύμπαν. Η διαταγή έλεγε: «Καταστρέψατε δια πυρός και τελείως όλα τα χωρία τα οποία θα συναντήσητε και τα κωμοπόλεις. Ποιμνιοστάσια, νερομύλους, ανεμομύλους, κάθε εξοχικήν και απομονωμένην οικίαν». Γυρίζαμε σε εκείνους τους δασωμένους τόπους επί έξι μέρες και πότε πότε βρίσκαμε άνθρωπο να περπατάει, οπότε πυροβολούσαμε. Μερικοί γλίτωναν. Τα κοπάδια όμως δεν γλίτωναν με τίποτα και η όρεξη δεν μας έλειπε.
Την έβδομη μέρα, ξεκινώντας στις έξι το πρωί, κατασκηνώσαμε στις επτά το βράδυ στην κωμόπολη Ταουσανλή. Έξω από την κωμόπολη, στο περιφραγμένο κτήμα ενός μπέη, είχαν στηθεί παράγκες σκεπασμένες με πισσόχαρτο, πολλά καθίσματα, παλκοσένικο, που από κάτω είχε ένα μικρό διαμέρισμα και άλλα απαραίτητα για παράσταση θεάτρου.
Η ομάδα των ηθοποιών ήταν επτά άτομα: τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες. Παράσταση δινόταν για κάθε τάγμα ξεχωριστά και γινόταν ξεφάντωμα, ξεχνούσαμε τα βάσανα και τις στενοχώριες μας. Κάθε μέρα είχαμε γέλια. Η πόλη, από την άλλη μεριά, ήταν ασφαλής: ήμαστε ελεύθεροι να κυκλοφορήσουμε και άλλοι πήγαιναν σε καφενέδες για ουζάκι, άλλοι αλλού για άλλα πράγματα. Πόλη φτηνή εξάλλου, οπότε η φανταρία αγόραζε αυγά, κότες, κρέας, γλυκά. Κάθε μέρα γινόταν παζάρι και υπήρχε αφθονία. Υπήρχαν και τρία πιεστήρια, που έβγαζαν αφιονόλαδο.
Οι δρόμοι ήταν στενοσόκακα με καλντερίμια. Στην καθαριότητα και στο ντύσιμο, σε σύγκριση με άλλα χωριά, οι γυναίκες δεν έμοιαζαν με χανούμισες, αλλά με Ελληνίδες ή Αρμένισσες. Κάθε Κυριακή, πηγαίναμε στην αρμένικη εκκλησία. Τριάντα Αρμένιοι ζούσαν εκεί, είχαν όμως εκκλησία και σχολείο.
Έπειτα από ένα μήνα, πήγαμε στα καμένα και καταστρεμμένα χωριά και βρήκαμε τους κατοίκους τους να έχουν ξαναγυρίσει και να φτιάχνουν τα σπίτια τους με σανίδες και άλλοι έστηναν καλύβες να βάλουν το κεφάλι τους από κάτω. Βγάζαμε τον τελάλη και φώναζε να παράδιναν τον οπλισμό τους.
Σε ένα χωριό, το Μαϊμουκιόλ, οι πονηροί χωριάτες έφερναν καριοφίλια και γκράδες αντί για όπλα. Κάτι παλιά δίκαννα, σκουριασμένα γιαταγάνια και χατζάρες. Οι διμοιρίες είχαν ψάξει παντού και δεν είχαν βρει ούτε βελόνα. Εκείνο όμως που μας έβαζε σε υποψία ήταν πως όπου μπαίναμε, τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν, λες και είχαμε καιρό να ανταμώσουμε με τους ντόπιους.
Αρχίσαμε λοιπόν πάλι τις έρευνες και αδειάζαμε μπαούλα με τα ασημικά της νοικοκυράς, μαστραπάδες, ποτήρια, φλιτζάνια, δίσκους και μεταξωτά. Και από κάτω ήταν τα μάουζερ, δίκοπα μαχαίρια, στρατιωτικά ξίφη. Οι κάτοχοί τους οδηγήθηκαν στο τάγμα για τα περαιτέρω. Δεν ξαναγύρισαν.
Μετά από εκείνο τον έλεγχο, εγκαταλείψαμε το Ταουσανλή και φτάσαμε στο Κιοπρούκιοϊ. Εκεί ήταν ένα μεγάλο εξοχικό κτίριο: το κτίριο των Λουτρών, με θερμοπηγές μέσα και ψυχρές πηγές απ’ έξω. Στα διαμερίσματα του κτιρίου κατοικούσαν πολλές χριστιανικές οικογένειες προσφύγων. Και όλοι έκλαιγαν και παραπονιόνταν πως τα ανήλικα παιδιά και τους άντρες τους είχε πάρει ο επαναστάτης Μουσταφά Κεμάλ Πασάς και τους κουβαλούσε στο εσωτερικό της χώρας. «Μας άφησαν μόνο τα παιδάκια που δεν έχουν συμπληρώσει τα δεκατρία», έλεγαν.
Το δεύτερο βράδυ φτάσαμε στην Κιουτάχεια, πόλη των τριάντα χιλιάδων ψυχών, Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι και άλλα φύλα. Την Κυριακή πήγαμε στην εκκλησία, αλλά τι να δούμε; Παπάς δίχως ψαλτάδες. Εκκλησίασμα από γυναίκες, παιδιά και γερόντια, όλοι μισόγυμνοι, πεινασμένοι, με παλιά μπαλωμένα ρούχα, κακομοιριασμένοι.
Οι γυναίκες παραδίνονταν στους φαντάρους έστω για μια γαλέτα. Και ξέραμε πως οι κάτοικοι έπασχαν από προφυματίωση, φυματίωση, τυφοειδή πυρετό και αφροδισιακά. Κόσμος εγκαταλελειμμένος, άνθρωποι καταδικασμένοι να υποφέρουν και να πεθάνουν δίχως καμία προστασία.
Από πού να ερχόταν η προστασία; Τούρκοι που παρίσταναν τους αντικεμαλικούς, είχαν εξαπατήσει τον συνταγματάρχη και φρούραρχο της πόλης Μπαϊράμη πως ήταν οργανωμένοι δήθεν και πως ήθελαν όπλα να πολεμήσουν τους Τσέτες. Εκείνος τους πίστεψε, τους εφοδίασε με ελληνικά όπλα, σφαίρες, χειροβομβίδες. Και οι ψεύτες, μόλις οπλίστηκαν, έφυγαν για τα βουνά και έστρεψαν τα όπλα τους κατά του Μπαϊράμη, δηλαδή των στρατιωτών μας.
Η κατάσταση έφερνε ψυχοπλάκωμα. [...]