Έξω απ’ το κελί του Σεχίδη τελειώνουν οι ανάσες
12 ΦΕΒ. 2019 12:21
Μια ώρα στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Ήταν ένα κάπως μακάβριο προνόμιο. Στην τελευταία μου επίσκεψη στις φυλακές Κορυδαλλού στο πλαίσιο των πολύωρων συζητήσεών μου με τον Αντώνη Αραβαντινό, ένας δεσμοφύλακας έλαβε την εντολή να με 'ξεναγήσει' στο Ψυχιατρείο. Ξεκινήσαμε από πάνω προς τα κάτω. Στον δεύτερο όροφο ζουν κρατούμενοι που έχουν σώας τα φρένας. Είναι αυτοί που κάνουν τις δουλειές για τους υπόλοιπους. Καθαρίζουν, μαγειρεύουν. Στον πρώτο όροφο είναι οι μέτριες περιπτώσεις και στο ισόγειο οι πολύ βαριές.
Παρότι, ο Αραβαντινός κι εγώ είχαμε μια σύντομη κουβέντα για τον Σεχίδη νωρίτερα, περπατώντας μόνος στον μεγάλο διάδρομο, το μυαλό μου ήταν άδειο. Δεν θυμόμουν τίποτα. Οι πόρτες των κελιών στα Ψυχιατρεία είναι αυτό, πόρτες. Δεν υπάρχουν κάγκελα και οι φυλακισμένοι δεν είναι όρθιοι. Οι πόρτες μου θύμισαν πόρτες τάξης φροντιστηρίου. Λίγο πάνω από τη μέση, υπήρχε ένα μεγάλο στρογγυλό τζάμι. Από αυτό το τζάμι, οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να δουν τι συμβαίνει μέσα. Ολομόναχος στον διάδρομο, δεν αντιστάθηκα και κοιτούσα μέσα από το τζάμι σε κάθε κελί. Οι φυλακισμένοι δεν ήταν πουθενά όρθιοι. Σε σειρές των τριών ή των τεσσάρων κρεβατιών, ήταν όλοι ξαπλωμένοι. Άλλοι ξύπνιοι, άλλοι σε καταστολή.
Στο τελευταίο κελί, υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σειρά και μια κουκέτα. Κοίταξα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ένα μονό κρεβάτι άδειο, ένα μονό κρεβάτι με έναν κρατούμενο που διάβαζε κάτι, το κάτω κρεβάτι της κουκέτας άδειο και στο πάνω ο Θεόφιλος Σεχίδης κοιμόταν ανάποδα. Τα πόδια στο προσκεφάλι, το κεφάλι εκεί που θα έπρεπε να είναι τα πόδια. Ίσως ήθελε να βλέπει έξω. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε ένα παράθυρο στο κελί που έβλεπε προς το προαύλιο. Ίσως θυμάμαι λάθος. Το κεφάλι του ήταν ελαφρώς γυρτό προς το πλάι, κι έτσι μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. Τα μούσια του ήταν πια λευκά. Ο ίδιος σίγουρα 20-30 κιλά περισσότερα από τότε που τον γνωρίσαμε. Φαινόταν πολύ βρώμικος. Έμοιαζε να κουβαλάει τα κρίματα μιας 20ετίας. Έμοιαζε καταραμένος.
Έχω το μακάβριο προνόμιο να έχω δει τον άνθρωπο που στοίχειωσε την παιδική μας ηλικία στο κελί του. Δεν είναι μια γοητευτική πραγματικότητα. Παραμένει το ίδιο μακάβριο και μετά την είδηση του θανάτου του. Εξάλλου, το καλοκαίρι του 2015 που σάστισα για λίγο έξω από το κελί του, δεν μου φάνηκε πιο ζωντανός.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη συνέντευξη του Αντώνη Αραβαντινού που δημοσιεύτηκε στο Oneman στις 20 Ιουλίου του 2015 και αναδημοσιεύεται με αφορμή το θάνατο του Θεόφιλου Σεχίδη στις 12 Φεβρουαρίου του 2019, σε ηλικία 46 ετών.
"Ο Σεχίδης είναι σαλεμένος, είναι η κατάντια της ελληνικής δικαιοσύνης. Τον δίκασαν σαν να είχε σώας τα φρένας. Είναι δυνατόν; Είναι στο Ψυχιατρείο, τον βλέπω κάθε μέρα. Είχαμε και φοβερό διάλογο τις προάλλες:
-Αφού εγώ είμαι ο μόνος κληρονόμος ρε Αντώνη, γιατί δεν μου έδωσαν την περιουσία;
-Αφού τους σκότωσες όλους ρε.
-Όλους; Όχι. Δεν τους σκότωσα όλους...