You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an alternative browser.
You should upgrade or use an alternative browser.
Περί Φαρμάκων...
- Μέλος που άνοιξε το νήμα Duracell
- Ημερομηνία ανοίγματος
- Απαντήσεις 4
- Εμφανίσεις 2K
- Tagged users Καμία
- Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
Τα φάρμακα είναι βιολογικά δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, τη θεραπεία και τη διάγνωση πολλών ασθενειών.
Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής τους: στα γαληνικά (από τον Γαληνό), τα οποία είναι εκχυλίσματα φαρμακευτικών φυτών, και στα χημικά σκευάσματα, τα οποία περιέχουν μόνο τη δραστική ουσία.
Χρήση φυτών ως φαρμάκων γινόταν από την αρχαιότητα, με βάση τη διαπίστωση ότι κάποιες ουσίες ήταν αποτελεσματικές στη θεραπεία ασθενών.
Η εμπειρική χρήση φαρμάκων αντικαταστάθηκε από το πείραμα και την επιστημονική μεθοδολογία της σύγχρονης φαρμακολογίας με τον γάλλο Φρανσουά Μαζεντί. Η πειραματική φαρμακολογία αναπτύχθηκε περισσότερο από τους Κλοντ Μπερνάρ, Όσβαλντ Σμίντεμπεργκ και Τζον Τζέικομπ Έιμπελ. Τα τελευταία χρόνια μεγάλη ώθηση στη φαρμακολογία έδωσε η συνθετική οργανική χημεία, με τη συνεχή παρασκευή νέων ενώσεων που χρησιμοποιούνται ως δραστικές ουσίες σε φάρμακα.
Οι κατηγορίες των σύγχρονων φαρμάκων είναι πάρα πολλές. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής:
Αγγειοδιασταλτικά. Πρόκειται για φάρμακα που προκαλούν διαστολή (αύξηση της διαμέτρου) των αγγείων (αρτηριών ή/και φλεβών). Τα περισσότερα από τα φάρμακα αυτά δρουν ως αντιυπερτασικά ή για τη βελτίωση της αιμάτωσης ορισμένων οργάνων, όπως της καρδιάς και του εγκεφάλου.
Τέτοια φάρμακα είναι:
α) β-αναστολείς. Παρεμποδίζουν την αγγειοσυσπαστική δράση της νοραδρεναλίνης, όπως η προπρανολόλη (Ιnderal) και η ισοξουπρίνη (αγγειοδιασταλτικό των εγκεφαλικών αγγείων, Cerebrονin).
β) αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου. Παρεμβαίνουν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης αναστέλλοντας τη δράση του μετατρεπτικού ενζύμου, που μετατρέπει την αγγειοτενσίνη Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ (από τις ισχυρότερες αγγειοσυσπαστικές ουσίες του ανθρώπινου οργανισμού). Τέτοια φάρμακα είναι η καπτοπρίλη (Caροten) και το νεότερο εναλαπρίλη (Renitec). Πολλές φορές οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με διουρητικά, π.χ. Cο-Renitec (συνδυασμός εναλαπρίλης με υδροχλωροθειαζίδη).
γ) ανταγωνιστές ιόντων ασβεστίου. Δρουν στους ειδικούς διαύλους βραδείας εισόδου των ιόντων ασβεστίου στην κυτταρική μεμβράνη των λείων μυϊκών ινών των αγγείων, προκαλώντας έτσι χαλάρωσή τους και κατά συνέπεια αγγειοδιαστολή. Τέτοια φάρμακα είναι η νιφεδιπίνη (Αdalat), που δρα και στα στεφανιαία αγγεία, η βεραπαμίλη (Ιsορtin) και νεότερα όπως η αμλοδιπίνη (Νοrνasc).
δ) διάφορα φάρμακα όπως η υδραλαζίνη (Νeρresοl), η μινοξιδίλη (Οxοtenil) και το νιτροπρωσσικό νάτριο, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση υπερτασικών κρίσεων.
Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα για τη βελτίωση της αιμάτωσης του εγκεφάλου είναι η νιμοδιπίνη (Νimοtορ) και η πιρακετάμη (Νοοtrορ), τα οποία χορηγούνται με σκοπό την καλύτερη αιμάτωση του εγκεφάλου στους ηλικιωμένους, στα άτομα με διαταραχές μνήμης και μετά από ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ως βελτιωτικά της μικροκυκλοφορίας στα άκρα για την αντιμετώπιση περιφερικών αγγειακών παθήσεων χορηγούνται πιο συχνά η βουφλομεδίλη (Dicasin-Lοftyl) και η τριμεταζιδίνη (Vastarel).
Για τη βελτίωση της αιμάτωσης της καρδιάς σε άτομα που πάσχουν από στηθάγχη χρησιμοποιούνται ορισμένα φάρμακα που δρουν κυρίως στα στεφανιαία αγγεία αυξάνοντας τη διάμετρό τους. Τέτοια φάρμακα είναι η νιτρογλυκερίνη (Νitrοlingual, Ρancοral-εμποτισμένα αυτοκόλλητα νιτρογλυκερίνης που τοποθετούνται στο πρόθιο θωρακικό τοίχωμα), η μονονιτρική ισοσορβίδη (Μοnοsοrdil) και η δινιτρική ισοσορβίδη (Ρensοrdil), που υπάρχουν και σε μορφή υπογλώσσιων δισκίων. Επίσης, ορισμένοι από τους ανταγωνιστές ιόντων ασβεστίου βελτιώνουν την αιμάτωση των στεφανιαίων αγγείων, όπως η νισολιδιπίνη (Suscοr).
Αναλγητικά. Είναι τα φάρμακα που ανακουφίζουν από τον πόνο και διακρίνονται σε ναρκωτικά και μη ναρκωτικά.
Η χρήση των ναρκωτικών αναλγητικών υπάγεται σε ειδικές διατάξεις και για τη συνταγογράφησή τους χρησιμοποιείται ειδικό συνταγολόγιο με μία ή δύο κόκκινες γραμμές. Το σημαντικότερο μειονέκτημά τους είναι η εξάρτηση που προκαλούν.
Τα ναρκωτικά αναλγητικά διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) φυσικά και ημισυνθετικά οπιούχα: μορφίνη (Μοngοl, Μοrficοntin), κωδεΐνη, ηρωΐνη κ.λπ...
β) μεπεριδίνη και συγγενείς φαινυλοπιπεριδίνες
γ) μεθαδόνη και συγγενή: μεθαδόνη, προπαξυφαίνη (Ζiderοm, Rοmidοn)
δ) βενζομορφάνες (αγωνιστές και κάποιοι ανταγωνιστές): φαιναζοκίνη, πενταζοκίνη (Fοrtal).
Το σπουδαιότερο ναρκωτικό αναλγητικό είναι η μορφίνη. Η αναλγητική δράση της μορφίνης οφείλεται στην αύξηση του ουδού του πόνου (του ασθενέστερου ερεθίσματος που προκαλεί πόνο) και σε μεταβολή της συναισθηματικής τοποθέτησης του ατόμου απέναντι στον πόνο. Η ανάπτυξη ανοχής στο φάρμακο είναι γεγονός, ενώ η δηλητηρίαση από μορφίνη προκαλεί τη χαρακτηριστική τριάδα συμπτωμάτων: κώμα-βραδυκαρδία-μύση.
Η κωδεΐνη (μεθυλομορφίνη) χρησιμοποιείται ως αναλγητικό (Lοnalgal με παρακεταμόλη, Lοnarid-Ν, με παρακεταμόλη και καφεΐνη) και ως αντιβηχικό (Cοdiρrοnt, Siνal Β). Στις δόσεις που συνήθως συνταγογραφείται έχει μικρότερη κατασταλτική και αναλγητική δράση σε σχέση με τη μορφίνη.
Η μεθαδόνη δεν μοιάζει χημικά με τα οπιούχα, παρουσιάζει όμως αναλγησία όμοια με αυτήν της μορφίνης, αλλά μεγαλύτερη σε διάρκεια. Αποτελεί χρήσιμο αναλγητικό φάρμακο, με ελαφρά καταπραϋντική και ευφορική ενέργεια, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται στην αποτοξίνωση των εξαρτημένων από μορφίνη ή ηρωίνη. Στην αρχή χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο των ουσιών αυτών και στη συνέχεια η λήψη της μειώνεται προοδευτικά προκαλώντας ηπιότερο σύνδρομο στέρησης.
Αναλγητική δράση σε πόνους μικρής ή μέτριας έντασης εμφανίζουν ακόμη τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (μη ναρκωτικά αναλγητικά).
Ανοσοτοξίνες. Είναι φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του καρκίνου. Πρόκειται για συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων με τοξίνες βακτηριακής προέλευσης. Σε αντίθεση με τα συνήθη χημειοθεραπευτικά φάρμακα που καταστρέφουν τους καρκινικούς όγκους, αλλά είναι τοξικά και για τα υγιή κύτταρα του οργανισμού, οι ανοσοτοξίνες στρέφονται μόνο εναντίον των υγιών κυττάρων. Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι εξειδικευμένα στην ανίχνευση και αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων. Έτσι, σε συνδυασμό με φάρμακα που έχουν ισχυρή τοξικότητα, επιτυγχάνεται η καταστροφή μόνο των καρκινικών κυττάρων. Ωστόσο, οι ανοσοτοξίνες δεν φτάνουν στα κεντρικά κύτταρα του όγκου λόγω του μεγάλου τους μεγέθους και της μεγάλης πυκνότητας του όγκου, ενώ δεν αναγνωρίζουν πάντα το στόχο τους. Ακόμη, οι φυσικές τοξίνες τροποποιούνται πριν ενωθούν με το αντίσωμα και μειώνεται έτσι η δραστικότητά τους. Για τους παραπάνω λόγους, η θεραπευτική αγωγή έχει τροποποιηθεί από άγγλους ερευνητές και πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο τα μονοκλωνικά αντισώματα ενώνονται με ένα ένζυμο και εισάγονται με ένεση στον οργανισμό. Το σύμπλοκο αντίσωμα-ένζυμο αναγνωρίζει τα καρκινικά κύτταρα και προσδένεται σ' αυτά. Στο δεύτερο στάδιο εισάγεται στον οργανισμό πάλι με ένεση μια αδρανής τοξική ουσία, που ενεργοποιείται μόνο από το ένζυμο του συμπλόκου και έτσι καταστρέφει μόνο τα κύτταρα του όγκου. Στα πειράματα που έγιναν σε καρκινοπαθή ποντίκια υπήρχε επιτυχής αντιμετώπιση της ασθένειας σε ποσοστό 80%. Η εφαρμογή της μεθόδου στον άνθρωπο καθυστερεί, επειδή δεν έχουν κατασκευαστεί μονοκλωνικά αντισώματα για κάθε τύπο όγκου και δεν υπάρχουν αρκετά τοξικά φάρμακα που είναι επαγώγιμα από ένζυμα.
Αντιαρρυθμικά. Φάρμακα που ρυθμίζουν τις διαταραχές της παραγωγής ή/και της διάδοσης της διέγερσης στο ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδιάς. Τέτοια φάρμακα είναι η λιδοκαΐνη, η κινιδίνη (Quinicardine), η προκαϊναμίδη, η δισοπυραμίδη και τα νεότερα χρησιμοποιούμενα αδενοσίνη (Αdenοcοr), αμιοδαρόνη (Αngοrοn) και μιλρινόνη (Cοrοtrορe). Πολλές φορές η αντιμετώπιση των αρρυθμιών απαιτεί την τοποθέτηση καρδιακού βηματοδότη.
Αντιβιοτικά.
Αντι-ιικά ή ιοστατικά. Είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση λοιμώξεων από ιούς. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι:
1) η αμανταδίνη (Symmetrel), που χορηγείται από το στόμα για χημειοπροφύλαξη από τον τύπο Α2 του ιού της γρίπης. Η χρήση της αμανταδίνης δεν καθιερώθηκε για την πρόληψη της γρίπης, γιατί το εμβόλιο θεωρείται αποτελεσματικότερο·
2) η ιδοξουριδίνη (ΙDU), που χορηγείται ενδοφλέβια για θεραπεία σε βαριά λοίμωξη από απλό έρπητα (εγκεφαλίτιδα, γενικευμένη νεογνική λοίμωξη)·
3) η ακυκλοβίρη (Ζονirax, Ηelροsοl), που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του απλού έρπητα, του υποτροπιάζοντα έρπητα των γεννητικών οργάνων, της οξείας λοίμωξης με έρπητα ζωστήρα και για τον έλεγχο ερπητικής λοίμωξης σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς·
4) οι επαγωγείς σύνθεσης ιντερφερόνης, που προκαλούν αύξηση του επιπέδου της ιντερφερόνης στο αίμα. Η ιντερφερόνη είναι πρωτεΐνη η οποία συντίθεται από τα κύτταρα του ανθρώπου ή των ζώων που έχουν προσβληθεί από ιό και εμποδίζει τον περαιτέρω πολλαπλασιασμό του ιού.
Αντιισταμινικά. Είναι τα φάρμακα που ανταγωνίζονται τη σύνδεση της ισταμίνης στους Η1 και Η2 υποδοχείς της στα διάφορα όργανα, γι' αυτό και ονομάζονται ανταγωνιστές των Η1 και Η2 υποδοχέων της ισταμίνης. Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) στους ανταγωνιστές των Η1 υποδοχέων της ισταμίνης, με κύριο εκπρόσωπο τη μεπυραμίνη, που αναστέλλουν τη δράση της ισταμίνης στις λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων και του εντέρου. Χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση των αλλεργικών καταστάσεων (Ηismanal, Fenistil, Ρhenergan), στην πρόληψη της ναυτίας των ταξιδιωτών (Βenadryl), ως βρογχοδιασταλτικά, ως ρινικά αποσυμφορητικά, ως αντιβηχικά και στην αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον. Μερικά από αυτά χρησιμοποιούνται, επίσης, ως ήπια ηρεμιστικά ή αγχολυτικά.
Οι ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων της ισταμίνης, όπως η ρανιτιδίνη (Ζantac), η σιμετιδίνη (Ζymονin) και η φαμοτιδίνη (Ρeptan), αναστέλλουν την επίδραση της ισταμίνης στην έκκριση γαστρικού υγρού και χρησιμοποιούνται με μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία του έλκους του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου.
Αντικαταθλιπτικά. Είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Τέτοια φάρμακα είναι:
α) αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ), τα οποία ήταν τα πρώτα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Από τα φάρμακα αυτά σήμερα χρησιμοποιούνται η φαινελζίνη, η τρανυλκυπρομίνη και η δεπρενύλη, που είναι λιγότερο τοξικά από την ιπρονιαζίδη και την ισοκαρβοξαζίδη που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά.
β) τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Είναι τα συχνότερο χρησιμοποιούμενα φάρμακα για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Τέτοια είναι η ιμιπραμίνη (Τοfranil), η αμιτριπτυλίνη (Sarοten), η χλωριμιπραμίνη (Αnafranil), η δοξεπίνη (Sinequan) και τα νεότερα νορτριπτυλίνη (Νοritren), προτριπτυλίνη (Τriρtil) και τριμιπραμίνη (Stangyl). Στις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών περιλαμβάνονται ξηροστομία, αμβλυωπία, δυσκοιλιότητα, δυσουρία, διανοητική σύγχυση, διαταραχές του προσανατολισμού, καταστολή, ταχυκαρδία, αρρυθμίες κ.λπ.
γ) αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, όπως η σιταλοπράμη, η παροξετίνη, η σερτραλίνη και η φλουβοξαμίνη.
δ) διάφορα άλλα φάρμακα, όπως η μιανσερίνη, η τρυπτοφάνη και το ανθρακικό λίθιο.
Αντινεοπλασματικά χημειοθεραπευτικά (κυτταροστατικά). Ομάδα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των κακοήθων όγκων, καταστρέφοντας ή εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Τα φάρμακα αυτά αποτελούν σημαντικό όπλο για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως λευχαιμίας και νόσου του Ηοdgkin. Τέτοια φάρμακα είναι η κυκλοφωσφαμίδη, η βινκριστίνη, η μεθοτρεξάτη, η προκαρβαζίνη, η σισπλατίνη, η στρεπτοζοκίνη και η χλωραμβουκίλη.
Τα φάρμακα αυτά εκτός από τη θεραπευτική δράση τους, παρουσιάζουν και πολλές παρενέργειες, όπως ναυτία, έμετο, αλωπεκία και καταστολή του μυελού των οστών.
Αντιπηκτικά. Φάρμακα που διακόπτουν ή προλαμβάνουν τη διεργασία της πήξης, η οποία ξεκινά με τη συγκόλληση αιμοπεταλίων και ολοκληρώνεται με το σχηματισμό ινώδους. Χρησιμοποιούνται για την πρόληψη και αντιμετώπιση της φλεβοθρόμβωσης, της πνευμονικής εμβολής και άλλων θρομβοεμβολικών επεισοδίων.
Η ηπαρίνη (Ηeρarin, Calciρarine, Ιnnοheρ) παρεμποδίζει το σχηματισμό ινώδους. Είναι ισχυρό οξύ που χορηγείται ενδοφλεβίως ή υποδορίως, χωρίς αξιόλογες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ενέργειά της in νiνο και in νitrο αναστέλλεται από τη θειική πρωταμίνη.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα κουμαρινικά παράγωγα, τα οποία δρουν αναστέλλοντας τη σύνθεση της προθρομβίνης και των παραγόντων VΙΙ, ΙΧ και Χ. Στα παράγωγα της κουμαρίνης ανήκουν η δικουμαρόλη, η ουαρφαρίνη (Ρanwarfin), η ασενοκουμαρόλη (Sintrοm), η καλιούχος κουμαδίνη και η φαινοπροκουμόνη. Η ενέργεια των κουμαρινικών αντιπηκτικών αναστέλλεται από τη βιταμίνη Κ.
Επίσης, αντιπηκτικές ιδιότητες παρουσιάζουν τα ινωδολυτικά φάρμακα, διασπώντας τον ήδη σχηματισμένο θρόμβο, με κυριότερους αντιπροσώπους τη στρεπτοκινάση (Κabikinase, Streρtase), την ουροκινάση (Ukidan, Αbbοkinase) και τον ανασυνδυασμένο ανθρώπινο ενεργοποιητή του πλασμινογόνου των αγγείων (RΤ-ΡΑ), του οποίου η κυριότερη ένδειξη είναι η αντιμετώπιση της οξείας θρόμβωσης των στεφανιαίων αγγείων.
Αντισυλληπτικά.
Αντιφλεγμονώδη. Ομάδα φαρμάκων που εμποδίζουν την εξέλιξη των φαινομένων της φλεγμονής. Διακρίνονται σε στεροειδή και μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Τα στεροειδή αντιφλεγμονώδη δρουν σταθεροποιώντας τη μεμβράνη των λυσοσωμάτων (κυτταρικά οργανίδια), εμποδίζοντας έτσι την έξοδο ουσιών που ευνοούν την εξέλιξη της φλεγμονής. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση νόσων του κολλαγόνου, σε δερματικές παθήσεις, σε αλλεργικές αντιδράσεις, στο βρογχικό άσθμα, ως αποιδηματικά του εγκεφάλου κ.ά. Τέτοια φάρμακα είναι η υδροκορτιζόνη (Sοlu-Cοrtef), η πρεδνιζολόνη (Deltacοrtril), η μεθυλπρεδνιζολόνη (Μedrοl) και η δεξαμεθαζόνη (Decadrοn).
Τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αναστέλλουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών, που συμμετέχουν στις διαδικασίες της φλεγμονής. Τα φάρμακα αυτά έχουν επίσης αντιπυρετικές και αναλγητικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στην αντιμετώπιση φλεγμονώδων παθήσεων του σκελετού (αρθρίτιδες) και των μυών. Τα κυριότερα φάρμακα της κατηγορίας αυτής είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ασπιρίνη), η ακεταμινοφαίνη ή παρακεταμόλη (Deροn, Ρanadοl), η ναπροξένη (Νaρrοsyn), ινδομεθακίνη (Ιndοcid), το νιφλουμικό οξύ (Νiflamοl), η πιροξικάμη (Οximezin) και το μεφαιναμικό οξύ (Ροnstan). Η χορήγηση των φαρμάκων αυτών σε άτομα με ιστορικό πεπτικού έλκους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Βρογχοδιασταλτικά. Είναι φάρμακα που προκαλούν διαστολή των βρόγχων και χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αποφρακτικών ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος, όπως το βρογχικό άσθμα και η απλή και χρόνια αποφρακτική βρογχίτιδα. Τα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα συμπαθητικομιμητικά φάρμακα (αδρεναλίνη, ισοπροτερενόλη, μεταπροτερενόλη, τερβουταλίνη, αλβουτερόλη) που είναι και τα πιο ισχυρά. Αρχικά χορηγούνταν με υποδόρια ένεση ή ψεκασμό από το στόμα και ο χρόνος δράσης τους κυμαινόταν από 60 έως 90 λεπτά. Σήμερα χορηγούνται και από το στόμα με τη μορφή χαπιών (χρόνος δράσης 4 ώρες), ωστόσο ο ψεκασμός εξακολουθεί να παραμένει ο πιο σωστός τρόπος χορήγησης των συγκεκριμένων φαρμάκων, επειδή τα μεν χάπια προκαλούν έντονο σπασμό των μυών, ενώ η υποδόρια ένεση μειώνει την αποδοτικότητα του φαρμάκου.
Η δεύτερη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών περιλαμβάνει τις ξανθίνες (θεοφυλλίνη, αμινοφυλλίνη), που η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τη δόση που χορηγείται στον ασθενή. Επειδή, όμως, έχουν πολύ σημαντικές τοξικές επιδράσεις στην καρδιά, τον γαστρεντερικό σωλήνα και το νευρικό σύστημα, χορηγούνται με μεγάλη προσοχή.
Στην τρίτη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων ανήκουν τα αντιχολινεργικά φάρμακα (ατροπίνη, βρωμιούχο ιπρατρόπιο). Είναι τα πρώτα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν από τους γιατρούς, η χρήση τους όμως περιορίστηκε τον τελευταίο καιρό λόγω των πολλών και σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που παρουσιάζουν. Πάντως, είναι πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά την αντιμετώπιση της χρόνιας απόφραξης των αεροφόρων οδών.
Τέλος, η τέταρτη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών περιλαμβάνει τα κορτικοστεροειδή (υδροκορτιζόνη, πρεδνιζόνη, βεκλομεθαζόνη). Τα φάρμακα αυτά θεωρούνται πολύ αποτελεσματικά, μολονότι δεν επιφέρουν άμεση άρση της απόφραξης. Η έγκαιρη και σε επαρκείς δόσεις χορήγησή τους στο οξύ άσθμα ή στις οξείες εξάρσεις της χρόνιας απόφραξης των αεροφόρων οδών αποδείχτηκε ότι έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του βαθμού της απόφραξης σε 12-24 ώρες, τη μείωση του συνολικού χρόνου παραμονής του ασθενούς στο νοσοκομείο, καθώς και τη μείωση των υποτροπών. Η χρησιμότητα των κορτικοστεροειδών περιορίζεται από τις επιπλοκές που συνοδεύουν τη χρόνια χορήγησή τους. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού έχουν συμβάλει ισχυρά σκευάσματα που χρησιμοποιούνται με ψεκασμό.
Ηρεμιστικά. Φάρμακα τα οποία ασκούν κατασταλτική-καταπραϋντική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, εξαντλώντας τα αποθέματα του νευρικού ιστού σε σεροτονίνη, νοραδρεναλίνη, αδρεναλίνη και ντοπαμίνη. Διακρίνονται στα αντιψυχωσικά και τα αγχολυτικά, που παλιότερα ονομάζονταν μείζονα και ελάσσονα ηρεμιστικά αντίστοιχα.
Τα αντιψυχωσικά βελτιώνουν τη συμπεριφορά των ψυχασθενών, χωρίς σημαντική καταστολή και χωρίς να προκαλούν φυσική εξάρτηση. Από χημικής άποψης τα αντιψυχωσικά αποτελούνται από τις φαινοθειαζίδες, τα θειοξανθένια και τις βουτυροφαινόνες. Τα φάρμακα αυτά χαρακτηρίζονται και ως νευροληπτικά. Η χλωροπρομαζίνη (Largactil, Ζuledin) θεωρείται πρότυπο φαινοθειαζινικό παράγωγο που χορηγείται σε διεγερτικούς ψυχωτικούς ασθενείς, ενώ χρησιμοποιείται και για την πρόληψη της ναυτίας και των εμέτων, όπως επίσης και για την ενίσχυση της δράσης των γενικών αναισθητικών. Το λίθιο (Μilithin) χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διπολικής ψύχωσης. Επειδή παρουσιάζει πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες (επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας, διαταραχές του θυρεοειδούς, ναυτία, κοιλιακά άλγη κ.ά.), απαιτείται έλεγχος των επιπέδων του φαρμάκου στο αίμα.
συνεχίζεται...
Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής τους: στα γαληνικά (από τον Γαληνό), τα οποία είναι εκχυλίσματα φαρμακευτικών φυτών, και στα χημικά σκευάσματα, τα οποία περιέχουν μόνο τη δραστική ουσία.
Χρήση φυτών ως φαρμάκων γινόταν από την αρχαιότητα, με βάση τη διαπίστωση ότι κάποιες ουσίες ήταν αποτελεσματικές στη θεραπεία ασθενών.
Η εμπειρική χρήση φαρμάκων αντικαταστάθηκε από το πείραμα και την επιστημονική μεθοδολογία της σύγχρονης φαρμακολογίας με τον γάλλο Φρανσουά Μαζεντί. Η πειραματική φαρμακολογία αναπτύχθηκε περισσότερο από τους Κλοντ Μπερνάρ, Όσβαλντ Σμίντεμπεργκ και Τζον Τζέικομπ Έιμπελ. Τα τελευταία χρόνια μεγάλη ώθηση στη φαρμακολογία έδωσε η συνθετική οργανική χημεία, με τη συνεχή παρασκευή νέων ενώσεων που χρησιμοποιούνται ως δραστικές ουσίες σε φάρμακα.
Οι κατηγορίες των σύγχρονων φαρμάκων είναι πάρα πολλές. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής:
Αγγειοδιασταλτικά. Πρόκειται για φάρμακα που προκαλούν διαστολή (αύξηση της διαμέτρου) των αγγείων (αρτηριών ή/και φλεβών). Τα περισσότερα από τα φάρμακα αυτά δρουν ως αντιυπερτασικά ή για τη βελτίωση της αιμάτωσης ορισμένων οργάνων, όπως της καρδιάς και του εγκεφάλου.
Τέτοια φάρμακα είναι:
α) β-αναστολείς. Παρεμποδίζουν την αγγειοσυσπαστική δράση της νοραδρεναλίνης, όπως η προπρανολόλη (Ιnderal) και η ισοξουπρίνη (αγγειοδιασταλτικό των εγκεφαλικών αγγείων, Cerebrονin).
β) αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου. Παρεμβαίνουν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης αναστέλλοντας τη δράση του μετατρεπτικού ενζύμου, που μετατρέπει την αγγειοτενσίνη Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ (από τις ισχυρότερες αγγειοσυσπαστικές ουσίες του ανθρώπινου οργανισμού). Τέτοια φάρμακα είναι η καπτοπρίλη (Caροten) και το νεότερο εναλαπρίλη (Renitec). Πολλές φορές οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με διουρητικά, π.χ. Cο-Renitec (συνδυασμός εναλαπρίλης με υδροχλωροθειαζίδη).
γ) ανταγωνιστές ιόντων ασβεστίου. Δρουν στους ειδικούς διαύλους βραδείας εισόδου των ιόντων ασβεστίου στην κυτταρική μεμβράνη των λείων μυϊκών ινών των αγγείων, προκαλώντας έτσι χαλάρωσή τους και κατά συνέπεια αγγειοδιαστολή. Τέτοια φάρμακα είναι η νιφεδιπίνη (Αdalat), που δρα και στα στεφανιαία αγγεία, η βεραπαμίλη (Ιsορtin) και νεότερα όπως η αμλοδιπίνη (Νοrνasc).
δ) διάφορα φάρμακα όπως η υδραλαζίνη (Νeρresοl), η μινοξιδίλη (Οxοtenil) και το νιτροπρωσσικό νάτριο, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση υπερτασικών κρίσεων.
Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα για τη βελτίωση της αιμάτωσης του εγκεφάλου είναι η νιμοδιπίνη (Νimοtορ) και η πιρακετάμη (Νοοtrορ), τα οποία χορηγούνται με σκοπό την καλύτερη αιμάτωση του εγκεφάλου στους ηλικιωμένους, στα άτομα με διαταραχές μνήμης και μετά από ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ως βελτιωτικά της μικροκυκλοφορίας στα άκρα για την αντιμετώπιση περιφερικών αγγειακών παθήσεων χορηγούνται πιο συχνά η βουφλομεδίλη (Dicasin-Lοftyl) και η τριμεταζιδίνη (Vastarel).
Για τη βελτίωση της αιμάτωσης της καρδιάς σε άτομα που πάσχουν από στηθάγχη χρησιμοποιούνται ορισμένα φάρμακα που δρουν κυρίως στα στεφανιαία αγγεία αυξάνοντας τη διάμετρό τους. Τέτοια φάρμακα είναι η νιτρογλυκερίνη (Νitrοlingual, Ρancοral-εμποτισμένα αυτοκόλλητα νιτρογλυκερίνης που τοποθετούνται στο πρόθιο θωρακικό τοίχωμα), η μονονιτρική ισοσορβίδη (Μοnοsοrdil) και η δινιτρική ισοσορβίδη (Ρensοrdil), που υπάρχουν και σε μορφή υπογλώσσιων δισκίων. Επίσης, ορισμένοι από τους ανταγωνιστές ιόντων ασβεστίου βελτιώνουν την αιμάτωση των στεφανιαίων αγγείων, όπως η νισολιδιπίνη (Suscοr).
Αναλγητικά. Είναι τα φάρμακα που ανακουφίζουν από τον πόνο και διακρίνονται σε ναρκωτικά και μη ναρκωτικά.
Η χρήση των ναρκωτικών αναλγητικών υπάγεται σε ειδικές διατάξεις και για τη συνταγογράφησή τους χρησιμοποιείται ειδικό συνταγολόγιο με μία ή δύο κόκκινες γραμμές. Το σημαντικότερο μειονέκτημά τους είναι η εξάρτηση που προκαλούν.
Τα ναρκωτικά αναλγητικά διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) φυσικά και ημισυνθετικά οπιούχα: μορφίνη (Μοngοl, Μοrficοntin), κωδεΐνη, ηρωΐνη κ.λπ...
β) μεπεριδίνη και συγγενείς φαινυλοπιπεριδίνες
γ) μεθαδόνη και συγγενή: μεθαδόνη, προπαξυφαίνη (Ζiderοm, Rοmidοn)
δ) βενζομορφάνες (αγωνιστές και κάποιοι ανταγωνιστές): φαιναζοκίνη, πενταζοκίνη (Fοrtal).
Το σπουδαιότερο ναρκωτικό αναλγητικό είναι η μορφίνη. Η αναλγητική δράση της μορφίνης οφείλεται στην αύξηση του ουδού του πόνου (του ασθενέστερου ερεθίσματος που προκαλεί πόνο) και σε μεταβολή της συναισθηματικής τοποθέτησης του ατόμου απέναντι στον πόνο. Η ανάπτυξη ανοχής στο φάρμακο είναι γεγονός, ενώ η δηλητηρίαση από μορφίνη προκαλεί τη χαρακτηριστική τριάδα συμπτωμάτων: κώμα-βραδυκαρδία-μύση.
Η κωδεΐνη (μεθυλομορφίνη) χρησιμοποιείται ως αναλγητικό (Lοnalgal με παρακεταμόλη, Lοnarid-Ν, με παρακεταμόλη και καφεΐνη) και ως αντιβηχικό (Cοdiρrοnt, Siνal Β). Στις δόσεις που συνήθως συνταγογραφείται έχει μικρότερη κατασταλτική και αναλγητική δράση σε σχέση με τη μορφίνη.
Η μεθαδόνη δεν μοιάζει χημικά με τα οπιούχα, παρουσιάζει όμως αναλγησία όμοια με αυτήν της μορφίνης, αλλά μεγαλύτερη σε διάρκεια. Αποτελεί χρήσιμο αναλγητικό φάρμακο, με ελαφρά καταπραϋντική και ευφορική ενέργεια, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται στην αποτοξίνωση των εξαρτημένων από μορφίνη ή ηρωίνη. Στην αρχή χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο των ουσιών αυτών και στη συνέχεια η λήψη της μειώνεται προοδευτικά προκαλώντας ηπιότερο σύνδρομο στέρησης.
Αναλγητική δράση σε πόνους μικρής ή μέτριας έντασης εμφανίζουν ακόμη τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (μη ναρκωτικά αναλγητικά).
Ανοσοτοξίνες. Είναι φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του καρκίνου. Πρόκειται για συνδυασμό μονοκλωνικών αντισωμάτων με τοξίνες βακτηριακής προέλευσης. Σε αντίθεση με τα συνήθη χημειοθεραπευτικά φάρμακα που καταστρέφουν τους καρκινικούς όγκους, αλλά είναι τοξικά και για τα υγιή κύτταρα του οργανισμού, οι ανοσοτοξίνες στρέφονται μόνο εναντίον των υγιών κυττάρων. Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι εξειδικευμένα στην ανίχνευση και αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων. Έτσι, σε συνδυασμό με φάρμακα που έχουν ισχυρή τοξικότητα, επιτυγχάνεται η καταστροφή μόνο των καρκινικών κυττάρων. Ωστόσο, οι ανοσοτοξίνες δεν φτάνουν στα κεντρικά κύτταρα του όγκου λόγω του μεγάλου τους μεγέθους και της μεγάλης πυκνότητας του όγκου, ενώ δεν αναγνωρίζουν πάντα το στόχο τους. Ακόμη, οι φυσικές τοξίνες τροποποιούνται πριν ενωθούν με το αντίσωμα και μειώνεται έτσι η δραστικότητά τους. Για τους παραπάνω λόγους, η θεραπευτική αγωγή έχει τροποποιηθεί από άγγλους ερευνητές και πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο τα μονοκλωνικά αντισώματα ενώνονται με ένα ένζυμο και εισάγονται με ένεση στον οργανισμό. Το σύμπλοκο αντίσωμα-ένζυμο αναγνωρίζει τα καρκινικά κύτταρα και προσδένεται σ' αυτά. Στο δεύτερο στάδιο εισάγεται στον οργανισμό πάλι με ένεση μια αδρανής τοξική ουσία, που ενεργοποιείται μόνο από το ένζυμο του συμπλόκου και έτσι καταστρέφει μόνο τα κύτταρα του όγκου. Στα πειράματα που έγιναν σε καρκινοπαθή ποντίκια υπήρχε επιτυχής αντιμετώπιση της ασθένειας σε ποσοστό 80%. Η εφαρμογή της μεθόδου στον άνθρωπο καθυστερεί, επειδή δεν έχουν κατασκευαστεί μονοκλωνικά αντισώματα για κάθε τύπο όγκου και δεν υπάρχουν αρκετά τοξικά φάρμακα που είναι επαγώγιμα από ένζυμα.
Αντιαρρυθμικά. Φάρμακα που ρυθμίζουν τις διαταραχές της παραγωγής ή/και της διάδοσης της διέγερσης στο ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδιάς. Τέτοια φάρμακα είναι η λιδοκαΐνη, η κινιδίνη (Quinicardine), η προκαϊναμίδη, η δισοπυραμίδη και τα νεότερα χρησιμοποιούμενα αδενοσίνη (Αdenοcοr), αμιοδαρόνη (Αngοrοn) και μιλρινόνη (Cοrοtrορe). Πολλές φορές η αντιμετώπιση των αρρυθμιών απαιτεί την τοποθέτηση καρδιακού βηματοδότη.
Αντιβιοτικά.
Αντι-ιικά ή ιοστατικά. Είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση λοιμώξεων από ιούς. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι:
1) η αμανταδίνη (Symmetrel), που χορηγείται από το στόμα για χημειοπροφύλαξη από τον τύπο Α2 του ιού της γρίπης. Η χρήση της αμανταδίνης δεν καθιερώθηκε για την πρόληψη της γρίπης, γιατί το εμβόλιο θεωρείται αποτελεσματικότερο·
2) η ιδοξουριδίνη (ΙDU), που χορηγείται ενδοφλέβια για θεραπεία σε βαριά λοίμωξη από απλό έρπητα (εγκεφαλίτιδα, γενικευμένη νεογνική λοίμωξη)·
3) η ακυκλοβίρη (Ζονirax, Ηelροsοl), που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του απλού έρπητα, του υποτροπιάζοντα έρπητα των γεννητικών οργάνων, της οξείας λοίμωξης με έρπητα ζωστήρα και για τον έλεγχο ερπητικής λοίμωξης σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς·
4) οι επαγωγείς σύνθεσης ιντερφερόνης, που προκαλούν αύξηση του επιπέδου της ιντερφερόνης στο αίμα. Η ιντερφερόνη είναι πρωτεΐνη η οποία συντίθεται από τα κύτταρα του ανθρώπου ή των ζώων που έχουν προσβληθεί από ιό και εμποδίζει τον περαιτέρω πολλαπλασιασμό του ιού.
Αντιισταμινικά. Είναι τα φάρμακα που ανταγωνίζονται τη σύνδεση της ισταμίνης στους Η1 και Η2 υποδοχείς της στα διάφορα όργανα, γι' αυτό και ονομάζονται ανταγωνιστές των Η1 και Η2 υποδοχέων της ισταμίνης. Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) στους ανταγωνιστές των Η1 υποδοχέων της ισταμίνης, με κύριο εκπρόσωπο τη μεπυραμίνη, που αναστέλλουν τη δράση της ισταμίνης στις λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων και του εντέρου. Χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση των αλλεργικών καταστάσεων (Ηismanal, Fenistil, Ρhenergan), στην πρόληψη της ναυτίας των ταξιδιωτών (Βenadryl), ως βρογχοδιασταλτικά, ως ρινικά αποσυμφορητικά, ως αντιβηχικά και στην αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον. Μερικά από αυτά χρησιμοποιούνται, επίσης, ως ήπια ηρεμιστικά ή αγχολυτικά.
Οι ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων της ισταμίνης, όπως η ρανιτιδίνη (Ζantac), η σιμετιδίνη (Ζymονin) και η φαμοτιδίνη (Ρeptan), αναστέλλουν την επίδραση της ισταμίνης στην έκκριση γαστρικού υγρού και χρησιμοποιούνται με μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία του έλκους του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου.
Αντικαταθλιπτικά. Είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Τέτοια φάρμακα είναι:
α) αναστολείς της μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟ), τα οποία ήταν τα πρώτα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Από τα φάρμακα αυτά σήμερα χρησιμοποιούνται η φαινελζίνη, η τρανυλκυπρομίνη και η δεπρενύλη, που είναι λιγότερο τοξικά από την ιπρονιαζίδη και την ισοκαρβοξαζίδη που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά.
β) τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Είναι τα συχνότερο χρησιμοποιούμενα φάρμακα για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Τέτοια είναι η ιμιπραμίνη (Τοfranil), η αμιτριπτυλίνη (Sarοten), η χλωριμιπραμίνη (Αnafranil), η δοξεπίνη (Sinequan) και τα νεότερα νορτριπτυλίνη (Νοritren), προτριπτυλίνη (Τriρtil) και τριμιπραμίνη (Stangyl). Στις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών περιλαμβάνονται ξηροστομία, αμβλυωπία, δυσκοιλιότητα, δυσουρία, διανοητική σύγχυση, διαταραχές του προσανατολισμού, καταστολή, ταχυκαρδία, αρρυθμίες κ.λπ.
γ) αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, όπως η σιταλοπράμη, η παροξετίνη, η σερτραλίνη και η φλουβοξαμίνη.
δ) διάφορα άλλα φάρμακα, όπως η μιανσερίνη, η τρυπτοφάνη και το ανθρακικό λίθιο.
Αντινεοπλασματικά χημειοθεραπευτικά (κυτταροστατικά). Ομάδα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των κακοήθων όγκων, καταστρέφοντας ή εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Τα φάρμακα αυτά αποτελούν σημαντικό όπλο για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως λευχαιμίας και νόσου του Ηοdgkin. Τέτοια φάρμακα είναι η κυκλοφωσφαμίδη, η βινκριστίνη, η μεθοτρεξάτη, η προκαρβαζίνη, η σισπλατίνη, η στρεπτοζοκίνη και η χλωραμβουκίλη.
Τα φάρμακα αυτά εκτός από τη θεραπευτική δράση τους, παρουσιάζουν και πολλές παρενέργειες, όπως ναυτία, έμετο, αλωπεκία και καταστολή του μυελού των οστών.
Αντιπηκτικά. Φάρμακα που διακόπτουν ή προλαμβάνουν τη διεργασία της πήξης, η οποία ξεκινά με τη συγκόλληση αιμοπεταλίων και ολοκληρώνεται με το σχηματισμό ινώδους. Χρησιμοποιούνται για την πρόληψη και αντιμετώπιση της φλεβοθρόμβωσης, της πνευμονικής εμβολής και άλλων θρομβοεμβολικών επεισοδίων.
Η ηπαρίνη (Ηeρarin, Calciρarine, Ιnnοheρ) παρεμποδίζει το σχηματισμό ινώδους. Είναι ισχυρό οξύ που χορηγείται ενδοφλεβίως ή υποδορίως, χωρίς αξιόλογες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ενέργειά της in νiνο και in νitrο αναστέλλεται από τη θειική πρωταμίνη.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα κουμαρινικά παράγωγα, τα οποία δρουν αναστέλλοντας τη σύνθεση της προθρομβίνης και των παραγόντων VΙΙ, ΙΧ και Χ. Στα παράγωγα της κουμαρίνης ανήκουν η δικουμαρόλη, η ουαρφαρίνη (Ρanwarfin), η ασενοκουμαρόλη (Sintrοm), η καλιούχος κουμαδίνη και η φαινοπροκουμόνη. Η ενέργεια των κουμαρινικών αντιπηκτικών αναστέλλεται από τη βιταμίνη Κ.
Επίσης, αντιπηκτικές ιδιότητες παρουσιάζουν τα ινωδολυτικά φάρμακα, διασπώντας τον ήδη σχηματισμένο θρόμβο, με κυριότερους αντιπροσώπους τη στρεπτοκινάση (Κabikinase, Streρtase), την ουροκινάση (Ukidan, Αbbοkinase) και τον ανασυνδυασμένο ανθρώπινο ενεργοποιητή του πλασμινογόνου των αγγείων (RΤ-ΡΑ), του οποίου η κυριότερη ένδειξη είναι η αντιμετώπιση της οξείας θρόμβωσης των στεφανιαίων αγγείων.
Αντισυλληπτικά.
Αντιφλεγμονώδη. Ομάδα φαρμάκων που εμποδίζουν την εξέλιξη των φαινομένων της φλεγμονής. Διακρίνονται σε στεροειδή και μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Τα στεροειδή αντιφλεγμονώδη δρουν σταθεροποιώντας τη μεμβράνη των λυσοσωμάτων (κυτταρικά οργανίδια), εμποδίζοντας έτσι την έξοδο ουσιών που ευνοούν την εξέλιξη της φλεγμονής. Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση νόσων του κολλαγόνου, σε δερματικές παθήσεις, σε αλλεργικές αντιδράσεις, στο βρογχικό άσθμα, ως αποιδηματικά του εγκεφάλου κ.ά. Τέτοια φάρμακα είναι η υδροκορτιζόνη (Sοlu-Cοrtef), η πρεδνιζολόνη (Deltacοrtril), η μεθυλπρεδνιζολόνη (Μedrοl) και η δεξαμεθαζόνη (Decadrοn).
Τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αναστέλλουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών, που συμμετέχουν στις διαδικασίες της φλεγμονής. Τα φάρμακα αυτά έχουν επίσης αντιπυρετικές και αναλγητικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στην αντιμετώπιση φλεγμονώδων παθήσεων του σκελετού (αρθρίτιδες) και των μυών. Τα κυριότερα φάρμακα της κατηγορίας αυτής είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ασπιρίνη), η ακεταμινοφαίνη ή παρακεταμόλη (Deροn, Ρanadοl), η ναπροξένη (Νaρrοsyn), ινδομεθακίνη (Ιndοcid), το νιφλουμικό οξύ (Νiflamοl), η πιροξικάμη (Οximezin) και το μεφαιναμικό οξύ (Ροnstan). Η χορήγηση των φαρμάκων αυτών σε άτομα με ιστορικό πεπτικού έλκους πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Βρογχοδιασταλτικά. Είναι φάρμακα που προκαλούν διαστολή των βρόγχων και χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αποφρακτικών ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος, όπως το βρογχικό άσθμα και η απλή και χρόνια αποφρακτική βρογχίτιδα. Τα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα συμπαθητικομιμητικά φάρμακα (αδρεναλίνη, ισοπροτερενόλη, μεταπροτερενόλη, τερβουταλίνη, αλβουτερόλη) που είναι και τα πιο ισχυρά. Αρχικά χορηγούνταν με υποδόρια ένεση ή ψεκασμό από το στόμα και ο χρόνος δράσης τους κυμαινόταν από 60 έως 90 λεπτά. Σήμερα χορηγούνται και από το στόμα με τη μορφή χαπιών (χρόνος δράσης 4 ώρες), ωστόσο ο ψεκασμός εξακολουθεί να παραμένει ο πιο σωστός τρόπος χορήγησης των συγκεκριμένων φαρμάκων, επειδή τα μεν χάπια προκαλούν έντονο σπασμό των μυών, ενώ η υποδόρια ένεση μειώνει την αποδοτικότητα του φαρμάκου.
Η δεύτερη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών περιλαμβάνει τις ξανθίνες (θεοφυλλίνη, αμινοφυλλίνη), που η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τη δόση που χορηγείται στον ασθενή. Επειδή, όμως, έχουν πολύ σημαντικές τοξικές επιδράσεις στην καρδιά, τον γαστρεντερικό σωλήνα και το νευρικό σύστημα, χορηγούνται με μεγάλη προσοχή.
Στην τρίτη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων ανήκουν τα αντιχολινεργικά φάρμακα (ατροπίνη, βρωμιούχο ιπρατρόπιο). Είναι τα πρώτα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν από τους γιατρούς, η χρήση τους όμως περιορίστηκε τον τελευταίο καιρό λόγω των πολλών και σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που παρουσιάζουν. Πάντως, είναι πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά την αντιμετώπιση της χρόνιας απόφραξης των αεροφόρων οδών.
Τέλος, η τέταρτη κατηγορία των βρογχοδιασταλτικών περιλαμβάνει τα κορτικοστεροειδή (υδροκορτιζόνη, πρεδνιζόνη, βεκλομεθαζόνη). Τα φάρμακα αυτά θεωρούνται πολύ αποτελεσματικά, μολονότι δεν επιφέρουν άμεση άρση της απόφραξης. Η έγκαιρη και σε επαρκείς δόσεις χορήγησή τους στο οξύ άσθμα ή στις οξείες εξάρσεις της χρόνιας απόφραξης των αεροφόρων οδών αποδείχτηκε ότι έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του βαθμού της απόφραξης σε 12-24 ώρες, τη μείωση του συνολικού χρόνου παραμονής του ασθενούς στο νοσοκομείο, καθώς και τη μείωση των υποτροπών. Η χρησιμότητα των κορτικοστεροειδών περιορίζεται από τις επιπλοκές που συνοδεύουν τη χρόνια χορήγησή τους. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού έχουν συμβάλει ισχυρά σκευάσματα που χρησιμοποιούνται με ψεκασμό.
Ηρεμιστικά. Φάρμακα τα οποία ασκούν κατασταλτική-καταπραϋντική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, εξαντλώντας τα αποθέματα του νευρικού ιστού σε σεροτονίνη, νοραδρεναλίνη, αδρεναλίνη και ντοπαμίνη. Διακρίνονται στα αντιψυχωσικά και τα αγχολυτικά, που παλιότερα ονομάζονταν μείζονα και ελάσσονα ηρεμιστικά αντίστοιχα.
Τα αντιψυχωσικά βελτιώνουν τη συμπεριφορά των ψυχασθενών, χωρίς σημαντική καταστολή και χωρίς να προκαλούν φυσική εξάρτηση. Από χημικής άποψης τα αντιψυχωσικά αποτελούνται από τις φαινοθειαζίδες, τα θειοξανθένια και τις βουτυροφαινόνες. Τα φάρμακα αυτά χαρακτηρίζονται και ως νευροληπτικά. Η χλωροπρομαζίνη (Largactil, Ζuledin) θεωρείται πρότυπο φαινοθειαζινικό παράγωγο που χορηγείται σε διεγερτικούς ψυχωτικούς ασθενείς, ενώ χρησιμοποιείται και για την πρόληψη της ναυτίας και των εμέτων, όπως επίσης και για την ενίσχυση της δράσης των γενικών αναισθητικών. Το λίθιο (Μilithin) χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διπολικής ψύχωσης. Επειδή παρουσιάζει πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες (επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας, διαταραχές του θυρεοειδούς, ναυτία, κοιλιακά άλγη κ.ά.), απαιτείται έλεγχος των επιπέδων του φαρμάκου στο αίμα.
συνεχίζεται...
συνέχεια από το προηγούμενο post...
Τα περισσότερα αγχολυτικά φάρμακα έχουν υπνωτική δράση. Η ανάπτυξη ανοχής και σωματικής εξάρτησης από τα αγχολυτικά είναι σπάνιο φαινόμενο. Χορηγούνται πολύ συχνά, χωρίς ωστόσο να είναι πάντα απαραίτητα, για την αντιμετώπιση της υπερέντασης και της νευρικότητας φυσιολογικών ή νευρωτικών ατόμων. Ως αγχολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται οι βενζοδιαζεπίνες, με κύριους αντιπροσώπους τη διαζεπάμη (Stedοn, Valium, Αtarνitοn), την οξαζεπάμη (Januar) και το χλωροδιαζεποξείδιο με βρωμιούχο κλιδίνιο (Librax).
Ως αγχολυτικά χρησιμοποιούνται επίσης κάποια αντιισταμινικά (υδροξυζίνη και βουκλιζίνη) και αντιχολινεργικά φάρμακα (βενακτυζίνη).
Κυκλοσπορίνη. Φάρμακο που προκαλεί ανοσοκαταστολή, χωρίς να είναι τοξικό για το μυελό των οστών, σε μεταμοσχεύσεις ιστών ή οργάνων, με σκοπό τον περιορισμό της αντίδρασης του οργανισμού του δέκτη στο μόσχευμα. Χορηγείται με προσοχή όταν υπάρχει γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που συνοδεύουν τη χρήση του είναι η υπερτρίχωση, η υπερπλασία των ούλων, γαστρεντερικές, ηπατικές, νεφρικές διαταραχές και τρόμος. Η χορήγηση του φαρμάκου γίνεται μόνο από ειδικούς γιατρούς στο νοσοκομείο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι μορφές φαρμάκων πρέπει να λαμβάνονται έπειτα από συνταγή και σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, ενώ ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη χορήγησή τους σε παιδιά, ηλικιωμένους, εγκύους και σε άτομα που πάσχουν από ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η ταυτόχρονη χορήγηση διαφορετικών φαρμάκων.
Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα εφαρμόζεται το σύστημα των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, που αφορά φάρμακα ευρείας χρήσης για την αντιμετώπιση ήπιων ασθενειών (π.χ. αναλγητικά, αντιπυρετικά).
Τα περισσότερα αγχολυτικά φάρμακα έχουν υπνωτική δράση. Η ανάπτυξη ανοχής και σωματικής εξάρτησης από τα αγχολυτικά είναι σπάνιο φαινόμενο. Χορηγούνται πολύ συχνά, χωρίς ωστόσο να είναι πάντα απαραίτητα, για την αντιμετώπιση της υπερέντασης και της νευρικότητας φυσιολογικών ή νευρωτικών ατόμων. Ως αγχολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται οι βενζοδιαζεπίνες, με κύριους αντιπροσώπους τη διαζεπάμη (Stedοn, Valium, Αtarνitοn), την οξαζεπάμη (Januar) και το χλωροδιαζεποξείδιο με βρωμιούχο κλιδίνιο (Librax).
Ως αγχολυτικά χρησιμοποιούνται επίσης κάποια αντιισταμινικά (υδροξυζίνη και βουκλιζίνη) και αντιχολινεργικά φάρμακα (βενακτυζίνη).
Κυκλοσπορίνη. Φάρμακο που προκαλεί ανοσοκαταστολή, χωρίς να είναι τοξικό για το μυελό των οστών, σε μεταμοσχεύσεις ιστών ή οργάνων, με σκοπό τον περιορισμό της αντίδρασης του οργανισμού του δέκτη στο μόσχευμα. Χορηγείται με προσοχή όταν υπάρχει γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που συνοδεύουν τη χρήση του είναι η υπερτρίχωση, η υπερπλασία των ούλων, γαστρεντερικές, ηπατικές, νεφρικές διαταραχές και τρόμος. Η χορήγηση του φαρμάκου γίνεται μόνο από ειδικούς γιατρούς στο νοσοκομείο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι μορφές φαρμάκων πρέπει να λαμβάνονται έπειτα από συνταγή και σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, ενώ ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη χορήγησή τους σε παιδιά, ηλικιωμένους, εγκύους και σε άτομα που πάσχουν από ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η ταυτόχρονη χορήγηση διαφορετικών φαρμάκων.
Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα εφαρμόζεται το σύστημα των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, που αφορά φάρμακα ευρείας χρήσης για την αντιμετώπιση ήπιων ασθενειών (π.χ. αναλγητικά, αντιπυρετικά).
Χρήσιμες πληροφορίες & συμβουλές...
Μονδερασιε,
Μονος σου τα γραφεις μονος σου τα διαβαζεις ε;
Παρόμοια θέματα
- Απαντήσεις
- 14
- Εμφανίσεις
- 1K
- Απαντήσεις
- 27
- Εμφανίσεις
- 2K
- Απαντήσεις
- 67
- Εμφανίσεις
- 2K
- Απαντήσεις
- 102
- Εμφανίσεις
- 20K