Κούβα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
República de Cuba
Δημοκρατία της Κούβας
Σημαία της Κούβας Εθνόσημο της Κούβας
Εθνικό σύνθημα: "Patria o Muerte" (Η Πατρίδα μας Ή Θάνατος)
Εθνικός ύμνος: La Bayamesa
Πρωτεύουσα
• Συντεταγμένες Αβάνα
23°8′N 82°23′W / 23.133, -82.383
Επίσημες γλώσσες Ισπανικά
Πολίτευμα Σοσιαλιστική δημοκρατία
Πρόεδρος
Πρωθυπουργός Ραούλ Κάστρο
Ραούλ Κάστρο
Ανεξαρτησία
• Από την Ισπανία
• Από τις ΗΠΑ
• Ισχύον Σύνταγμα
10 Δεκεμβρίου 1898
20 Μαΐου 1902
24 Φεβρουαρίου 1976, αναθεωρήθηκε τον Ιούλιο του 1992 και τον Ιούνιο του 2002.
Έκταση
• Σύνολο
• % Νερό
• Σύνορα
Ακτογραμμή
110.860 km2 (105η)
1,3%
29 χμ.
3.735 χμ.
Πληθυσμός
• Εκτίμηση 2009
• Απογραφή 2002
• Πυκνότητα
11.451.652[1] (73η)
11.177.743
103 κατ./km² (97η)
Α.Ε.Π. (PPP)
• Ολικό (2008)
• Κατά κεφαλή
108 δις $[1]
9.500 $[1]
Α.Ε.Π. (Ονομαστικό)
• Ολικό
• Κατά κεφαλή
55,18 δις $[1]
ΔΑΑ (2007) 0,863 (51η) – υψηλός
Νόμισμα Πέσος Κούβας (CUC)
Ζώνη ώρας
• Θερινή ώρα (UTC -5)
(UTC -4)
Internet TLD .cu
Κωδικός κλήσης
+53
Η Δημοκρατία της Κούβας (ισπανικά: Cuba ή República de Cuba), είναι νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής που αποτελείται από το ομώνυμο νησί (το μεγαλύτερο στις Μεγάλες Αντίλες), την Ίσλα δε λα Χουβεντούδ, καθώς και μικρότερα νησιά. Βρίσκεται στη βόρεια Καραϊβική, ανάμεσα στην Καραϊβική Θάλασσα, τον Κόλπο του Μεξικό και τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η Κούβα βρίσκεται νότια των ΗΠΑ και των νήσων Μπαχάμες, δυτικά των Νήσων Τερκς εντ Καϊκος και της Αϊτής και ανατολικά του Μεξικού. Οι Νήσοι Καϋμάν και η Τζαμάικα βρίσκονται νότια της Κούβας.
Η Κούβα είναι η πολυπληθέστερη χώρα στην Καραϊβική. Ο πολιτισμός και τα έθιμά της αντλούνται από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων της περιόδου της ισπανικής αποικιοκρατίας, της μεταφοράς σκλάβων από την Αφρική και, σε μικρότερο βαθμό, της γειτνίασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το νησί έχει τροπικό κλίμα το οποίο μετριάζει από τη θάλασσα που το περιβάλλει. Τα θερμά ρεύματα της θάλασσας της Καραϊβικής και η θέση της Κούβας ανάμεσα σε μεγάλα θαλάσσια σώματα προκαλούν συχνά καταιγίδες.
[Επεξεργασία] Ιστορία
Η καταγεγραμμένη ιστορία της Κούβας ξεκινάει στις 24 Οκτωβρίου 1492, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος εντόπισε το νησί κατά το πρώτο του εξερευνητικό ταξίδι και το διεκδίκησε εκ μέρους της Ισπανίας. Το νησί κατά την προκολομβιανή εποχή κατοικόυνταν από ιθαγενείς φυλές, γνωστές ως Ταΐνο και Σιμπονέι, των οποίων οι πρόγονοι είχαν έρθει αρκετούς αιώνες νωρίτερα από τη Νότια Αμερική. Οι Ταΐνο ήταν γεωργοί και οι Σιμπονέι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες. Το όνομα Κούβα προέρχεται από την Ταΐνο λέξη cubanacán που σημαίνει "κεντρικός τόπος".
Οι ακτές της Κούβας χαρτογραφήθηκαν πλήρως από τον Σεβαστιάν ντε Οκάμπο το 1511, και το ίδιο έτος ο Ντιέγο Βελάσκες ντε Κουεγιάρ ίδρυσε τον πρώτο ισπανικό καταυλισμό στην Μπαρακόα. Άλλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Αβάνας (η οποία ιδρύθηκε το 1515), ακολούθησαν σύντομα μετά. Οι Ισπανοί, όπως έκαναν σε όλη την ήπειρο, καταπίεσαν και σκλάβωσαν τους περίπου 100.000 ιθαγενείς κατοίκους του νησιού. Μέσα σε εκατό χρόνια εξαφανίστηκαν όλοι τους, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού ασθενειών, καταναγκαστικών έργων και γενοκτονίας. Τότε οι έποικοι έφεραν σκλάβους από την Αφρική, οι οποίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτελούσαν σημαντική μερίδα του πληθυσμού.
[Επεξεργασία] Αποικιοκρατία
Η Κούβα ήταν υπό ισπανική κατοχή επί 388 έτη, διοικούμενη από ισπανό κυβερνήτη στην Αβάνα, με την οικονομία της να βασίζεται στις φυτείες και την εξαγωγή ζάχαρης, καφέ και καπνού στην Ευρώπη και αργότερα στη Βόρεια Αμερική. Καταλήφθηκε από τους Βρετανούς το 1762, αλλά το επανέκτησαν οι Ισπανοί τον επόμενο χρόνο. Ο ισπανικός πληθυσμός ενισχύθηκε από έποικους που εγκατέλειψαν την Αϊτή όταν το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Γάλλων. Όπως και σε άλλες κτήσεις της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, η κοινωνική και οικονομική εξουσία ήταν στα χέρια μιας μικρής ελίτ γαιοκτημόνων ισπανικής καταγωγής, τους οποίους εξυπηρετούσε ένα πλήθος, κυρίως μιγάδων, από αγρότες, εργάτες και σκλάβους.
Τη δεκαετία του 1820, όταν οι άλλες περιοχές της Ισπανικής Αυτοκρατορίας στη Λατινική Αμερική επαναστάτησαν και δημιούργησαν ανεξάρτητα κράτη, η Κούβα παρέμεινε πιστή, αν και μικρές εστίες αντίστασης επιθυμούσαν ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση. Αυτό οφείλεται εν μέρει λόγω της ευημερίας των Κουβανών που εξαρτιόταν από τις εξαγωγές στην Ευρώπη, καθώς και από το φόβο πιθανής απόσυρσης των Ισπανών που θα πυροδοτούσε εξέγερση των σκλάβων (όπως έγινε στην Αϊτή), αλλά και επειδή οι Κουβανοί αντιτίθονταν περισσότερο την αυξανόμενη ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών παρά της ισπανικής αποικιοκρατικής δύναμης.
Η γειτνίαση με τις ΗΠΑ επηρέασε ιδιαίτερα την ιστορική πορεία της Κούβας. Συχνά πολιτικοί από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ σχεδίαζαν κατά τον 19ο αιώνα την προσάρτηση της Κούβας ως μέσο ενίσχυσης των δυνάμεων στις ΗΠΑ που υποστήριζαν τον θεσμό της δουλείας, καθώς και στην Κούβα υπήρχαν ορισμένοι κύκλοι που υποστήριζαν αυτή την πολιτική. Το 1848 μία εξέγερση με αυτό τον σκοπό καταπνίγηκε και έγιναν διάφορες απόπειρες προσάρτησης με εισβολή από τη Φλόριντα. Στις ΗΠΑ έγιναν επίσης διάφορες σκέψεις για να αγοράσουν την Κούβα από την Ισπανία. Το καλοκαίρι του 1848 ο Αμερικανός πρόεδρος Τζέιμς Νοξ Πολκ εξουσιοδότησε σιωπηρά τον πρεσβευτή της χώρας στην Ισπανία να διαπραγματευτεί την αγορά της Κούβας προσφέροντας στην Ισπανία μέχρι 100 εκατομ. δολάρια, αστρονομικό ποσό την εποχή εκείνη. Όμως, η Ισπανία αρνήθηκε να παραχωρήσει μία από τις τελευταίες της κτήσεις στην αμερικανική ήπειρο.
Μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο έπαψε να υπάρχει η απειλή της προσάρτησης από τις δυνάμεις που υποστήριζαν τη δουλεία και η επιθυμία για ανεξαρτησία αναζωπυρώθηκε, οδηγώντας σε εξέγερση το 1868. Αυτό προκάλεσε μία μακρόχρονη σύγκρουση μεταξύ εκείνων που επεδίωκαν την ανεξαρτησία, από τη μια, και τους Ισπανούς και τους ντόπιους συμμάχους τους, από την άλλη, τον γνωστό Δεκαετή Πόλεμο. Στις ΗΠΑ ευνοούσαν την ανεξαρτησία και κάποια ανεπίσημη βοήθεια στάλθηκε, όμως η χώρα αρνήθηκε να επέμβει στρατιωτικά. Η σύγκρουση τερματίστηκε το 1878 με τη Συνθήκη του Σανχόν, με την οποία η Ισπανία υποσχέθηκε περισσότερη αυτονομία.
Η Κούβα εξαντλήθηκε από τη μακρόχρονη σύγκρουση και η επιθυμία για ανεξαρτησία εξανεμίστηκε προσωρινά. Υπήρχε επίσης έντονος φόβος ότι αν έφευγαν οι Ισπανοί ή αν συνεχιζόταν ο πόλεμος, οι επεκτατικές ΗΠΑ θα επενέβαιναν και θα προσαρτούσαν το νησί. Εν μέρει λόγω πίεσης από τις ΗΠΑ, η δουλεία καταργήθηκε το 1886, παρόλο που η αφρικανικής καταγωγής μειονότητα παρέμεινε κοινωνικά και οικονομικά στο περιθώριο, παρά την πολιτική ισότητα που θεσπίστηκε το 1893. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η φτώχεια στην ύπαιθρο της Ισπανίας οδήγησε πολλούς σε μετανάστευση στην Κούβα — μεταξύ αυτών και τους γονείς του Φιδέλ Κάστρο.
Τη δεκαετία του 1890 η επιθυμία για ανεξαρτησία αναβίωσε, ενισχυόμενη από την απέχθεια για τους περιορισμούς που επέβαλε η Ισπανία στο κουβανικό εμπόριο και την εχθρότητα προς την καταπιεστική και ανίκανη διακυβέρνηση της Ισπανίας στην Κούβα. Στις 15 Ιουλίου 1895 ξέσπασε επανάσταση και το κόμμα της ανεξαρτησίας, υπό την ηγεσία του Τομάς Εστράδα Πάλμα και του ποιητή Χοσέ Μαρτί, ανακήρυξε την Κούβα ανεξάρτητη δημοκρατία — ο Μαρτί σκοτώθηκε αμέσως μετά και έγινε ο αδιαμφισβήτητος εθνικός ήρωας της Κούβας. Οι Ισπανοί ανταποκρίθηκαν με εκστρατεία καταστολής, μαντρίζοντας τον αγροτικό πληθυσμό σε – όπως περιέγραψαν διεθνείς παρατηρητές – "οχυρωμένες πόλεις". Υπολογίζεται ότι εκείνη την περίοδο 200.000 με 400.000 Κουβανοί έχασαν τη ζωή τους από ασιτία και αρρώστιες. Οι αριθμοί αυτοί επιβεβαιώθηκαν τόσο από τον Ερυθρό Σταυρό όσο και από τον Αμερικανό γερουσιαστή και πρώην Υπουργό Άμυνας Ρέντφιλντ Πρόκτορ. Ακολούθησαν διαμαρτυρίες από τις ΗΠΑ και χώρες της Ευρώπης.
Το 1897, φοβούμενη επέμβαση από τις ΗΠΑ, η Ισπανία άλλαξε πολιτική και υποσχέθηκε τοπική διοίκηση με εκλεγμένη βουλή. Οι επαναστάτες απέρριψαν την προσφορά και ο πόλεμος για ανεξαρτησία συνεχίστηκε. Σύντομα μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1898, το αμερικανικό πολεμικό πλοίο Μέιν βυθίστηκε μυστηριωδώς στο λιμάνι της Αβάνας και σκοτώθηκαν 266 άντρες. Οι δυνάμεις στις ΗΠΑ που επιθυμούσαν επέμβαση στην Κούβα άρπαξαν την ευκαιρία και κατηγόρησαν την Ισπανία για τη βύθιση του πλοίου, παρόλο που η Ισπανία δεν είχε κανένα κίνητρο να πράξει κάτι τέτοιο και ουδέποτε βρέθηκαν στοιχεία που να την ενοχοποιούν. Παρασυρόμενο από ένα κύμα εθνικιστικής έξαρσης, το αμερικανικό Κονγκρέσο ψήφισε απόφαση με την οποία καλούσε για επέμβαση και ο πρόεδρος Γουίλιαμ Μακκίνλι συμφώνησε αμέσως.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Ισπανο-Αμερικανικός Πόλεμος, κατά τον οποίο οι δυνάμεις των ΗΠΑ αποβιβάστηκαν στην Κούβα τον Ιούνιο του 1898 και γρήγορα έκαμψαν την ισπανική αντίσταση. Τον Αύγουστο υπογράφηκε συμφωνία ειρήνης, βάσει της οποίας οι Ισπανοί έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κούβα. Κάποιοι στις ΗΠΑ υποστήριξαν την ανεξαρτησία της Κούβας, ενώ άλλοι υποστήριξαν την άμεση προσάρτηση. Ως συμβιβαστική λύση, η διοίκηση Μακκίνλι έθεσε την Κούβα υπό εικοσαετή κηδεμονία των ΗΠΑ. Το κίνημα για ανεξαρτησία της Κούβας αντιτέθηκε έντονα σε αυτή τη διευθέτηση, αλλά, αντίθετα από ό,τι έγινε στις Φιλιππίνες, όπου τα γεγονότα ακολούθησαν παρόμοια πορεία, δεν υπήρξε ένοπλη αντίσταση.
[Επεξεργασία] Ανεξαρτησία
Ο Θίοντορ Ρούζβελτ, ο οποίος είχε πολεμήσει στον Ισπανο-Αμερικανικό Πόλεμο και είχε φιλική στάση έναντι στο κίνημα ανεξαρτησίας, διαδέχθηκε τον Μακκίνλι ως πρόεδρος των ΗΠΑ το 1901 και εγκατέλειψε την πρόταση για εικοσαετή κηδεμονία. Αντ’ αυτού, η Δημοκρατία της Κούβας κέρδισε επίσημα την ανεξαρτησία της στις 20 Μαΐου 1902, και ο ηγέτης της ανεξαρτησίας Τομάς Εστράδα Πάλμα έγινε ο πρώτος πρόεδρος της χώρας. Σύμφωνα με το νέο κουβανικό σύνταγμα, όμως, οι ΗΠΑ διατηρούσαν το δικαίωμα επέμβασης στις υποθέσεις της Κούβας και επίβλεψης των οικονομικών του νησιού και των εξωτερικών υποθέσεων. Σύμφωνα με την Τροποποίηση Πλατ, η Κούβα συμφώνησε επίσης να ενοικιάσει στις ΗΠΑ τη ναυτική βάση στο Γουαντάναμο.
Η ανεξάρτητη Κούβα συνάντησε γρήγορα δυσκολίες, ως αποτέλεσμα διαμάχης και διαφθοράς μεταξύ των μελών της μικρής ελίτ μορφωμένων και της αποτυχίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που άφησαν πίσω τους οι Ισπανοί. Το 1906, μετά από εκλογές που αμφισβητήθηκαν για τη διαδοχή του Εστράδα Πάλμα, ξέσπασε ένοπλη εξέγερση και οι ΗΠΑ άσκησαν το δικαίωμα επέμβασης. Η χώρα τέθηκε υπό αμερικανική κατοχή και ανέλαβε Αμερικανός κυβερνήτης για τρία χρόνια. Το 1908 επανήλθε η αυτό-κυβέρνηση με την εκλογή του Χοσέ Μιγκέλ Γκόμεζ ως προέδρου, αλλά οι ΗΠΑ διατήρησαν την επίβλεψή τους στις κουβανικές υποθέσεις. Παρά τις συχνές ταραχές, η συνταγματική κυβέρνηση έμεινε μέχρι το 1925, όταν ο Χεράρδο Ματσάδο ι Μοράλες, αφού εκλέγηκε πρόεδρος, κατάργησε το σύνταγμα.
Ο Ματσάδο ήταν Κουβανός εθνικιστής και το καθεστώς του είχε αρκετή λαϊκή υποστήριξη, παρά το ότι επικρίθηκε έντονα. Κατά την διακυβέρνησή του, οι Κουβανοί απέκτησαν καλύτερο έλεγχο της οικονομίας τους και έγιναν κάποια σημαντικά αναπτυξιακά έργα. Ο Ματσάδο αποδυναμώθηκε από την παγκόσμια ύφεση της οικονομίας, η οποία οδήγησε σε κατρακύλα τις τιμές των εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων της Κούβας και προκάλεσε μεγάλη φτώχεια. Τον Αύγουστο του 1933 μέλη του κουβανικού στρατού έκαναν πραξικόπημα με το οποίο καθαίρεσαν τον Ματσάδο και έβαλαν πρόεδρο τον Κάρλος Μανουέλ ντε Σέσπεδες (του οποίου ο πατέρας ήταν πρωτεργάτης του Δεκαετούς Πολέμου της ανεξαρτησίας). Όμως τον Σεπτέμβριο, δεύτερο πραξικόπημα από τον Λοχία Φουλχένσιο Μπατίστα έριξε τον Σέσπεδες και πρόεδρος μπήκε ο Ραμόν Γκράου Σαν Μαρτίν. Η κυβέρνηση του τελευταίου κράτησε μόλις 100 μέρες, όμως ενεργοποίησε ριζοσπαστικές αλλαγές στην κουβανική κοινωνία και απόρριψη της Τροποποίησης Πλατ.
Το 1934 ο Μπατίστα και ο στρατός, ο οποίος ήταν η πραγματική εξουσία στην Κούβα, αντικατέστησαν τον Γκράου με τον Κάρλος Μεντιέτα ι Μοντεφούρ. Το 1940 ο Μπατίστα αποφάσισε να διεκδικήσει ο ίδιος την προεδρία. Ο ηγέτης των συνταγματικών φιλελευθέρων Ραμόν Γκράου Σαν Μαρτίν αρνήθηκε να τον υποστηρίξει και στράφηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο τη δεκαετία του 1930 είχε αναπτυχθεί σε μέγεθος και επιρροή.
Με τη στήριξη των συντεχνιών, οι οποίες ελέγχονταν από τους κομουνιστές, ο Μπατίστα κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος και η κυβέρνησή του έκανε σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και εισήγαγε ένα νέο προοδευτικό σύνταγμα. Σε αρκετά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δόθηκαν αξιώματα. Η κυβέρνηση του Μπατίστα έβαλε επίσημα την Κούβα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των ΗΠΑ, κηρύσσοντας πόλεμο κατά της Ιαπωνίας στις 9 Δεκεμβρίου 1941 και έπειτα κατά της Γερμανίας και Ιταλίας στις 11 Δεκεμβρίου 1941. Παρ’ όλα αυτά, η Κούβα δεν είχε ουσιαστική στρατιωτική συμμετοχή στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944 επανήλθε στην προεδρία της χώρας – με εκλογές – ο Ραμόν Γκράου Σαν Μαρτίν, ο οποίος αύξησε τις δημόσιες δαπάνες για υγεία, εκπαίδευση και στέγαση. Όμως οι φιλελεύθεροι του Γκράου Σαν Μαρτίν ήταν εχθροί των κομμουνιστών και ο Μπατίστα αντιτέθηκε στα περισσότερα προγράμματά του.
Τον Γκράου Σαν Μαρτίν διαδέχθηκε το 1948 ο Κάρλος Πρίο Σοκαράς, ο οποίος είχε διατελέσει Υπουργός Εργασίας επί Γκράου και τον οποίο μισούσαν οι κομμουνιστές. Επί προεδρίας του η διαφθορά αυξήθηκε, εν μέρει ως αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ανάκαμψης του αμερικανικού πλούτου και την επακόλουθη εισροή χρημάτων τζόγου στην Αβάνα, η οποία έγινε κέντρο επιχειρήσεων της Μαφίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Πρίο Σοκαράς έφερε κάποιες σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας και τη σταθεροποίηση του κουβανικού νομίσματος. Η εισροή βορειοαμερικανικού χρήματος επέφερε σημαντική άνοδο στο βιοτικό επίπεδο, όμως διεύρυνε κατά πολύ το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
[Επεξεργασία] Από τον Μπατίστα στον Κάστρο
Οι εκλογές του 1952 είχαν τρεις υποψηφίους. Ο Ροβέρτο Αγραμόντε του Κόμματος των Ορθοδόξων ήταν πρώτος σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ακολουθούμενος από τον Αουρέλιο Έβια του Αυθεντικού Κόμματος, ενώ πολύ πιο πίσω ήταν ο Μπατίστα, ο οποίος επεδίωκε να επιστρέψει στην προεδρία. Όταν κατέστη εμφανές ότι ο Μπατίστα δεν είχε καμιά πιθανότητα να κερδίσει τις εκλογές, έκανε πραξικόπημα στις 10 Μαρτίου 1952 και έμεινε στην εξουσία με τη στήριξη του εθνικιστικού τμήματος του στρατού και των κομουνιστών, ως "μεταβατικός πρόεδρος" για τα επόμενα δύο χρόνια. Το 1954, κατόπιν πιέσεων από τις ΗΠΑ, συμφώνησε να γίνουν εκλογές. Το Αυθεντικό Κόμμα έθεσε τον πρώην πρόεδρο Γκράου ως υποψήφιό του, αλλά εκείνος απέσυρε την υποψηφιότητά του λόγω σοβαρών υποψιών ότι ο Μπατίστα επιχειρούσε να αλλοιώσει το αποτέλεσμα των εκλογών εκ των προτέρων. Ο Μπατίστα μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι ήταν εκλελεγμένος πρόεδρος. Το καθεστώς του σημαδεύτηκε από μεγάλη διαφθορά και φτώχεια. Η αστυνομία του Μπατίστα ήταν γνωστή για τη σκληρή της τακτική και τη βία που ασκούσε έναντι στους πολίτες.
Το 1956 μια ομάδα ανταρτών, αποτελούμενη κυρίως από νεαρούς ιδεολόγους σοσιαλιστές, περιλαμβανομένου του Φιδέλ Κάστρο, αποβιβάστηκε από μια βάρκα ερχόμενη από το Μεξικό και επιχείρησε να ξεκινήσει κίνημα ένοπλης αντίστασης στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα (ο Κάστρο είχε πάει στο Μεξικό μετά που αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή, όπου εξέτιε ποινή για τη συμμετοχή του στην επίθεση στo Στρατόπεδο Μονκάδα στο Σαντιάγο ντε Κούβα). Οι δυνάμεις του Μπατίστα σκότωσαν τους περισσότερους αντάρτες, αλλά αρκετοί επέζησαν και συνέχισαν μικρό αντάρτικο στα βουνά. Σε απάντηση, ο Μπατίστα έκανε το λάθος να εξαπολύσει εκστρατεία κατάπνιξης της αντιπολίτευσης, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η στήριξη του κόσμου στους αντάρτες.
Κατά τα έτη 1957 και 1958 η αντίσταση κατά του Μπατίστα αυξήθηκε, στη μεσαία τάξη, στους φοιτητές, στην Καθολική Εκκλησία και στις αγροτικές περιοχές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν εμπάργκο όπλων στην κουβανική κυβέρνηση στις 14 Μαρτίου 1958. Οι συντεχνίες στις πόλεις, όμως, ήταν υπό τον έλεγχο είτε των κομουνιστών είτε της μαφίας, οι οποίοι υποστήριζαν σθεναρά (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) το καθεστώς του Μπατίστα, και όλες οι προσπάθειες για οργάνωση γενικής απεργίας απέτυχαν. Μέχρι το τέλος του 1958 οι αντάρτες κατάφεραν να βγουν από τη Σιέρα Μαέστρα και να προκαλέσουν γενική εξέγερση, με τη στήριξη εκατοντάδων φοιτητών και άλλων πολιτών που ξέφυγαν από την καταπίεση του Μπατίστα στις πόλεις. Όταν οι αντάρτες κατέλαβαν τη Σάντα Κλάρα, ανατολικά της Αβάνας, ο Μπατίστα έκρινε ότι η μάχη ήταν μάταιη και έφυγε από τη χώρα για να καταφύγει στην Πορτογαλία και αργότερα στην Ισπανία. Οι δυνάμεις του Κάστρο μπήκαν στην πρωτεύουσα την 1η Ιανουαρίου 1959.
Δείτε επίσης: Κουβανική Επανάσταση
[Επεξεργασία] Η Κούβα μετά την επανάσταση
Ο Φιδέλ Κάστρο έγινε πρωθυπουργός της Κούβας τον Φεβρουάριο του 1959, και κράτησε την εξουσία μέχρι που την παρέδωσε προσωρινά στον αδελφό του Ραούλ Κάστρο τον Ιούλιο του 2006. Μέχρι τις αρχές του 2007 είναι ο μακροβιότερος ζων ηγέτης χώρας. Αρχικά ο Κάστρο ήταν συνταγματικός φιλελεύθερος και εθνικιστής, αν και ριζοσπάστης εθνικιστής, και η νίκη του καλωσορίστηκε τόσο στην Κούβα όσο και στις ΗΠΑ, παρόλο που η συνοπτική εκτέλεση 500 αστυνομικών και άλλων που κατηγορήθηκαν ότι ήταν πράκτορες του καθεστώτος Μπατίστα προκάλεσε άμεσα ανησυχία. Κατά τη διάρκεια του 1959 η κυβέρνηση Κάστρο πήρε δημοφιλή μέτρα, όπως η ανακατονομή της γης, η κρατικοποίηση οργανισμών κοινής ωφελείας και ο αδίστακτος πόλεμος κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων του κλεισίματος της βιομηχανίας τζόγου και της εκδίωξης των Αμερικανών μαφιόζων.
Για όσους ήταν εκτός, παρέμενε άγνωστη η μεγάλη επιρροή που ασκούσε στην κυβέρνηση Κάστρο ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Αργεντινός μαρξιστής και ένας από τους στενότερους συμβούλους του Κάστρο. Ο Γκεβάρα συνασπίστηκε με τον αδελφό του Κάστρο, τον Ραούλ, και έπεισαν τον Φιδέλ Κάστρο να συμμαχήσει με τους κομουνιστές και κατά συνέπεια και με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Γκεβάρα έπαιξε επίσης καταλυτικό ρόλο στο να πείσει τον Κουβανό κομουνιστή ηγέτη Μπλας Ρόκα Καλδέριο να εγκαταλείψει την εχθρότητά του προς τον Κάστρο και να προσπαθήσει να αποκτήσει έλεγχο της επαναστατικής κυβέρνησης εκ των έσω. Ο Ρόκα πείστηκε και πληροφόρησε τη Σοβιετική Ένωση για τη δυνατότητα συμμαχίας με τον Κάστρο. Οι Σοβιετικοί άρπαξαν αμέσως την ευκαιρία να αποκτήσουν πολιτκή ισχύ στην αμερικανική ήπειρο και υποσχέθηκαν απεριόριστη βοήθεια και στήριξη αν ο Κάστρο ασπαζόταν τον κομουνισμό.
Εν τω μεταξύ, η στάση των ΗΠΑ έναντι στην κουβανική επανάσταση άλλαξε ριζικά. Ενώ η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ αρχικά καλωσόρισε την πτώση του Μπατίστα, η κρατικοποίηση εταιρειών που ανήκαν σε βορειοαμερικανούς (με εκτιμημένη αξία 1 δισ. δολάρια ΗΠΑ) και η εκδίωξη πολλών συντηρητικών με ισχυρούς φίλους στις ΗΠΑ δημιούργησαν εχθρότητα και οι Κουβανοί εξόριστοι έγιναν γρήγορα μια ισχυρή ομάδα λόμπι στις ΗΠΑ, ισχύ την οποία διατηρούν μέχρι σήμερα. Παρόλο που ο ίδιος ο Κάστρο δεν θεωρήθηκε κομουνιστής, οι ΗΠΑ ήταν ενήμερες για τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα και την αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στον Κάστρο και τους Κουβανούς κομουνιστές. Έτσι, οι ΗΠΑ έγιναν πολύ εχθρικές έναντι του Κάστρο κατά το 1959. Αυτό με τη σειρά του, ώθησε τον Κάστρο να απομακρυνθεί από οποιαδήποτε φιλελεύθερα στοιχεία που υπήρχαν στο επαναστατικό του κίνημα και να στραφεί προς τους κομουνιστές.
Τον Οκτώβριο του 1959 ο Κάστρο δήλωσε ότι επρόσκειτο φιλικά προς τους κομουνιστές, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν ακόμη κομουνιστής, και τα φιλελεύθερα και αντι-κομουνιστικά στοιχεία της κυβέρνησης διώχθηκαν, με πολλούς αρχικούς υποστηρικτές να φεύγουν από τη χώρα και να ενώνονται με την εξόριστη κοινότητα στο Μαϊάμι. Τον Μάρτιο του 1960 οι πρώτες συμφωνίες βοήθειας υπογράφηκαν με τη Σοβιετική Ένωση. Με φόντο τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ θεώρησαν ανεπίτρεπτη την επιρροή των Σοβιετικών στην αμερικανική ήπειρο και εγκρίθηκαν σχέδια για απομάκρυνση του Κάστρο από την εξουσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 επιβλήθηκε εμπορικό εμπάργκο στην Κούβα, κάτι που ώθησε ακόμη περισσότερο τον Κάστρο στη Σοβιετική συμμαχία. Την ίδια ώρα, η αμερικανική κυβέρνηση εξουσιοδότησε σχέδια για εισβολή στην Κούβα από εξόριστους που είχαν ως βάση τη Φλόριντα με ταυτόχρονο εσωτερικό ξεσηκωμό εναντίον του Κάστρο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961: η εξέγερση δεν έγινε ποτέ, ενώ η εισβολείς διώχθηκαν. Αυτό έκανε τον Κάστρο να ανακηρύξει τον Μάιο του 1961 την Κούβα σοσιαλιστική δημοκρατία και τον εαυτό του Μαρξιστή-Λενινιστή.
[Επεξεργασία] Η μαρξιστική-λενινιστική Κούβα
Ένα 'γιανκ τανκ', ένα από τα πολλά αμερικανικά αυτοκίνητα που εισήχθηκαν στην Κούβα πριν από την επιβολή του εμπάργκοΈνα άμεσο στρατηγικό αποτέλεσμα της κουβανοσοβιετικής συμμαχίας ήταν η απόφαση για τοποθέτηση σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Κούβα, η οποία οδήγησε στην κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, κατά την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Τζων Κέννεντυ απείλησε τη Σοβιετική Ένωση με πυρηνικό πόλεμο αν δεν αποσύρονταν οι πύραυλοι. Ο Κάστρο προέτρεψε τους Σοβιετικούς να τηρήσουν επιθετική στάση, αλλά εκείνοι τελικά υποχώρησαν. Αυτό είχε ως συνέπεια την αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και του Κάστρο, με αποτέλεσμα τη συμφωνία να αφεθούν ελεύθεροι αντικαθεστωτικοί που συνελήφθησαν στον Κόλπο των Χοίρων, με αντάλλαγμα πακέτο βοήθειας. Όμως το 1963 οι σχέσεις των δύο χειροτέρεψαν πάλι, όταν ο Κάστρο έκανε την Κούβα πλήρως κομουνιστική, βασιζόμενος στο σοβιετικό μοντέλο. Οι ΗΠΑ επέβαλαν πλήρες διπλωματικό και εμπορικό εμπάργκο στην Κούβα. Εκείνη την εποχή η επιρροή των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική ήταν αρκετά ισχυρή και έτσι το εμπάργκο ήταν πολύ αποτελεσματικό. Η Κούβα αναγκάστηκε να διεξάγει σχεδόν όλο της το εμπόριο με τη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της.
Το 1965 ο Κάστρο συγχώνευσε τις επαναστατικές του οργανώσεις με το Κομουνιστικό Κόμμα, του οποίου έγινε Πρώτος Γραμματέας, με τον Μπλας Ρόκα Δεύτερο Γραμματέα - τον οποίο αργότερα διαδέχθηκε ο Ραούλ Κάστρο, ο οποίος, ως Υπουργός Άμυνας και το πιο έμπιστο άτομο του Φιδέλ, έγινε και παραμένει ο δεύτερος πιο ισχυρός άνθρωπος στην κυβέρνηση. Η θέση του Ραούλ Κάστρο ενισχύθηκε όταν έφυγε ο Τσε Γκεβάρα για εκστρατείες για οργάνωση επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου και σκοτώθηκε το 1967. Ο Οσβάλντο Ντορτικός Τοράδο, πρόεδρος της Κούβας από το 1959 μέχρι το 1976, ήταν ηγέτης μόνο κατ' όνομα, χωρίς καμιά εξουσία. Ο Κάστρο εισήγαγε καινούργιο σύνταγμα το 1976 σύμφωνα με το οποίο πρόεδρος έγινε ο ίδιος, παραμένοντας ταυτόχρονα και πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου.
Τη δεκαετία του 1970 ο Κάστρο κινήθηκε στη διεθνή σκηνή ως εκπρόσωπος των "αντι-ιμπεριαλιστικών" κυβερνήσεων του Τρίτου Κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, παρείχε ανεκτίμητη στρατιωτική βοήθεια σε φιλοσοβιετικές δυνάμεις στην Αγκόλα, την Αιθιοπία, την Υεμένη και άλλες αφρικανικές και μεσανατολικές χώρες. Οι κουβανικές δυνάμεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη των δυνάμεων του Λαϊκού Κινήματος για την Απελευθέρωση της Αγκόλας στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας το 1975. Παρόλο που ήταν οι Σοβιετικοί που πλήρωναν τα έξοδα για αυτή τη δύναμη στρατού, η παρουσία της στην Ανγκόλα ήταν αισθητή στην οικονομία και το ανθρώπινο δυναμικό της Κούβας. Αρνητική ήταν επίσης η συνεχής εξάρτηση της Κούβας από τις εξαγωγές ζάχαρης. Οι Σοβιετικοί αναγκάζονταν να παρέχουν πρόσθετη οικονομική βοήθεια αγοράζοντας όλη την παραγωγή ζάχαρης της Κούβας, παρόλο που η Σοβιετική Ένωση παρήγαγε αρκετό ζαχαροκάλαμο για τις εγχώριες ανάγκες. Σε αντάλλαγμα, οι Σοβιετικοί παρείχαν στην Κούβα όλο το πετρέλαιο που χρειαζόταν, αφού δεν μπορούσε να το εισαγάγει από πουθενά αλλού.
Η οικονομική εξάρτηση της Κούβας από τη Σοβιετική Ένωση ενισχύθηκε πολύ από την αποφασιστικότητα του Κάστρο να κτίσει το όραμά του για μια σοσιαλιστική κοινωνία στην Κούβα. Αυτό προϋπόθετε τη δωρεάν παροχή υγείας και εκπαίδευσης για όλους τους πολίτες. Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι Σοβιετικοί ήταν πρόθυμοι να επιχορηγήσουν όλα αυτά με αντάλλαγμα έναν στρατηγικό σύμμαχο κάτω από τη μύτη των ΗΠΑ και την αδιαμφισβήτητη προπαγανδιστική αξία που είχε το γόητρο του Κάστρο στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Μέσα στη δεκαετία του 1970 η ικανότητα των ΗΠΑ να κρατούν απομονωμένη την Κούβα είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Η Κούβα αποβλήθηκε από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών το 1962 και για μια δεκαετία ο Οργανισμός ακολούθησε το εμπάργκο, όμως το 1975 ο ΟΑΚ ήρε όλες τις κυρώσεις εναντίον της Κούβας και τόσο το Μεξικό όσο και ο Καναδάς ανέπτυξαν στενότερες σχέσεις με την Κούβα, παρακούοντας τις εκκλήσεις των ΗΠΑ. Και οι δύο χώρες δήλωσαν ότι ήλπιζαν να προωθήσουν, μέσω της συνέχισης των εμπορικών, πολιτισμικών και διπλωματικών επαφών, τη φιλελευθεροποίηση της Κούβας - σε αυτό όμως απογοητεύτηκαν, καθώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε ορατή μείωση της καταπίεσης της αντιπολίτευσης. Ο Κάστρο έπαψε να υποστηρίζει ανοικτά αντάρτικα κινήματα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, αν και φιλο-καστρικές ομάδες συνέχισαν να πολεμούν τις στρατιωτικές δικτατορίες που τότε κυβερνούσαν τις περισσότερες λατινοαμερικανικές χώρες.
Η κοινότητα των Κουβανών εξορίστων στις ΗΠΑ μεγάλωσε σε αριθμό, πλούτο και δύναμη και πολιτικοποιημένα στοιχεία της απέτρεψαν φιλελευθεροποίηση της πολιτκής των ΗΠΑ προς την Κούβα. Παρ' όλα αυτά, οι προσπάθειες των εξορίστων να δημιουργήσουν αντι-καστρικό κίνημα ή επανάσταση μέσα στην ίδια την Κούβα είχαν ελάχιστη επιτυχία. Την Κυριακή, 6 Απριλίου 1980, 7.000 Κουβανοί κατέλαβαν την Πρεσβεία του Περού στην Αβάνα ζητώντας πολιτικό άσυλο. Τη Δευτέρα, 7 Απριλίου, ο Φιδέλ Κάστρο έδωσε άδεια μετανάστευσης σε όσους Κουβανούς είχαν καταφύγει στην Πρεσβεία.[2] Στις 16 Απριλίου 500 Κουβανοί πολίτες έφυγαν από την Πρεσβεία του Περού και πήγαν στην Κόστα Ρίκα. Στις 21 Απριλίου πολλοί άρχισαν να φτάνουν στο Μαϊάμι με ιδιωτικές βάρκες και τους σταμάτησε το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 23 Απριλίου. Η μεταφορά με τις βάρκες συνεχίστηκε όμως, αφού ο Κάστρο επέτρεψε σε όποιον ήθελε να φύγει από τη χώρα να το πράξει μέσω του λιμανιού της Μαριέλ. Συνολικά πάνω από 125.000 Κουβανοί μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι που σταμάτησε η εισροή από βάρκες στις 15 Ιουνίου.[3]
[Επεξεργασία] Η Κούβα στη μεταψυχροπολεμική εποχή
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 ήταν για την Κούβα βαρύτατο οικονομικό πλήγμα. Οδήγησε σε ακόμη ένα ανεξέλεγκτο κύμα μετανάστευσης στις ΗΠΑ το 1994, αλλά σιγά σιγά μειώθηκε σε μόνο μερικές χιλιάδες τον χρόνο κατόπιν συμφωνίας των ΗΠΑ με την Κούβα. Αυξήθηκε ξανά την περίοδο 2004-2006, αν και με πολύ πιο αργό ρυθμό. Η δημοτικότητα του Κάστρο δοκιμάστηκε σκληρά μετά τη Σοβιετική κατάρρευση, η οποία οδήγησε σε διακοπή της βοήθειας, απώλεια μια εγγυημένης αγοράς για την κουβανική ζάχαρη και απώλεια μιας πηγής για φτηνό εισαγόμενο πετρέλαιο. Προκάλεσε επίσης, όπως σε όλες τις κομουνιστικές χώρες, κρίση εμπιστοσύνης σε όσους πίστευαν ότι η Σοβιετική Ένωση έκτιζε με επιτυχία το σοσιαλιστικό μοντέλο που έπρεπε να ακολουθήσουν και οι άλλες χώρες. Στην Κούβα όμως όλα αυτά δεν έπεισαν το Κομουνιστικό Κόμμα ότι ήταν καιρός να παραδοθεί οικειοθελώς η εξουσία.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η κατάσταση στη χώρα είχε σταθεροποιηθεί. Μέχρι τότε η Κούβα είχε φυσιολογικές - λίγο ή πολύ - οικονομικές σχέσεις με τις περισσότερες λατινοαμερικανικές χώρες και είχε βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία άρχισε να παρέχει βοήθεια και δάνεια στο νησί. Η Κίνα εμφανίστηκε επίσης στο προσκήνιο ως νέα πηγή βοήθειας και στήριξης, παρόλο που η Κούβα τάχθηκε στο πλευρό των Σοβιετικών κατά το Σινο-Σοβιετικό Σχίσμα τη δεκαετία του 1960. Η Κούβα βρήκε επίσης καινούργιους συμμάχους στον πρόεδρο Ούγο Τσάβες της Βενεζουέλας και τον πρόεδρο Έβο Μοράλες της Βολιβίας, χώρες με σημαντική εξαγωγή πετρελαίου και αερίου.
[Επεξεργασία] Προσωρινή μεταφορά καθηκόντων
Στις 31 Ιουλίου 2006 ο Φιδέλ Κάστρο παρέδωσε τα καθήκοντά του ως Πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου, Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, Πρώτος Γραμματέας του Κουβανικού Κομουνιστικού Κόμματος και Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στον αδελφό του και Πρώτο Αντιπρόεδρο, Ραούλ Κάστρο. Αυτή η μεταφορά καθηκόντων χαρακτηρίστηκε ως προσωρινή, ενώ ο Φιδέλ αναρρώνει από εγχείριση στην οποία υποβλήθηκε μετά από συνεχή αιμορραγία του εντέρου.[4] Ο Φιδέλ Κάστρο ήταν πολύ άρρωστος για να παραστεί στους εορτασμούς για την 50ή επέτειο της αποβίβασης από τη βάρκα Γκράνμα στις 2 Δεκεμβρίου 2006, όπου θα γίνονταν - με καθυστέρηση - και οι εορτασμοί για τα ογδοντάχρονα του ιδίου, και τις τελετές διηύθυνε ο Ραούλ Κάστρο. Η μη εμφάνισή του προκάλεσε υποψίες-φήμες ότι ο Κάστρο βρίσκεται στα τελευταία στάδια καρκίνου του στομάχου και αρνείται τη θεραπεία, αν και οι Κουβανοί επίσημοι αρνούνται ότι ο Κάστρο υποφέρει από ανίατη ασθένεια[5]
[Επεξεργασία] Νέα εποχή με Ραούλ Κάστρο
Έπειτα από την παραίτηση του Φιντέλ και την επίσημη ανάληψη της προεδρίας από τον αδερφό του Ραούλ, έγιναν διάφορες μεταρρυθμίσεις στη χώρα.
To Μάρτιο του 2008 ο Πρόεδρος Ραούλ Κάστρο ανακοίνωσε ότι αίρει ορισμένους από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει ο αδελφός του Φιντέλ στις ξενόφερτες πολυτέλειες, σε μια προσπάθεια να διαφυλάξει την οικονομική ισότητα στην κομμουνιστική χώρα.[6] Ως αποτέλεσμα αυτού, χιλιάδες Κουβανοί έσπευσαν να αποκτήσουν για πρώτη φορά νόμιμα κινητά τηλέφωνα και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές.
[Επεξεργασία] Πολιτισμός
Πολύ σημαντικό στοιχείο στην κουλτούρα της Κούβας είναι το γεγονός ότι είχε επιδράσεις από διάφορους πολιτισμούς, κυρίως από την Ισπανία και την Αφρική. Έχει παραγάγει πολλή λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένου του έργου μη Κουβανών, όπως ο Στέφεν Κρέιν και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Τα σπορ είναι εθνικό πάθος στην Κούβα. Λόγω ιστορικών δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Κουβανοί ασχολούνται περισσότερο με αθλήματα που είναι δημοφιλή στη Βόρεια Αμερική, παρά με αθλήματα που θεωρούνται παραδοσιακά στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Το μπέιζμπολ είναι με διαφορά το πιο δημοφιλές. Άλλα αθλήματα στην Κούβα είναι το μπάσκετ, το βόλεϊ και ο στίβος. Η Κούβα έχει μεγάλες διακρίσεις στο ερασιτεχνικό μποξ, όπου παίρνει πολύ συχνά χρυσά μετάλλια σε διεθνείς αγώνες.
Η μουσική της Κούβας είναι πολύ πλούσια και η πιο γνωστή πτυχή της κουλτούρας της. Το βασικό είδος αυτής της μουσικής είναι το σον, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για άλλες μουσικές φόρμες όπως τη σάλσα, τη ρούμπα και το μάμπο, καθώς και το πιο αργό τσα-τσα-τσα. Η ρούμπα προέρχεται από την πρώιμη αφρο-κουβανική κουλτούρα. Το τρες είναι επίσης ρυθμός που επινοήθηκε στην Κούβα, αλλά πολλά παραδοσιακά κουβανέζικα μουσικά όργανα είναι αφρικανικής και/ή ταϊνο προέλευσης, όπως μαράκες, γκουίρο, μαρίμπα και διάφορα ξύλινα κρουστά περιλαμβανομένου του μαγιοουακάν. Η παραδοσιακή μουσική της Κούβας όλων των ειδών χαίρει μεγάλης εκτίμησης σε όλο τον κόσμο. Η κουβανέζικη κλασική μουσική, η οποία περιλαμβάνει μουσική με έντονες αφρικανικές και ευρωπαϊκές επιδράσεις, και έχει να παρουσιάσει τόσο συμφωνικά έργα όσο και μουσική για σόλο, έχει επίσης διεθνή απήχηση χάρη σε συνθέτες όπως τον Ερνέστο Λεκουόνα.
Η λογοτεχνία στην Κούβα άρχισε να διαμορφώνει τον χαρακτήρα της στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα θέματα της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας ήταν κυρίαρχα στον Χοσέ Μαρτί, ο οποίος ήταν σημαντικό πρόσωπο στο μοντερνιστικό κίνημα της κουβανικής λογοτεχνίας. Συγγραφείς όπως ο Νικολάς Γκιγέν και ο Χοσέ Σ. Ταγέτ επικεντρώθηκαν στη λογοτεχνία ως κοινωνική διαμαρτυρία. Η ποίηση και η πεζογραφία του Χοσέ Λεσάμα Λίμα ήταν επίσης σημαντική. Συγγραφείς όπως ο Ρεϊνάλντο Αρένας, Γκιγέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, Λεονάρντο Παδούρα Φουέντες και Ρονάλντο Μενέδες κέρδισαν διεθνή αναγνώριση στη μετα-επαναστατική εποχή, αν και πολλοί συγγραφείς ένιωσαν την ανάγκη να συνεχίσουν το έργο τους στην εξορία λόγω της λογοκρισίας από τις κουβανικές αρχές.
Η κουβανική κουζίνα αποτελεί συγχώνευση της κουζίνας της Ισπανίας και της Καραϊβικής. Οι κουβανέζικες συνταγές έχουν μπαχαρικά και τεχνικές από την ισπανική κουζίνα, με κάποιες επιδράσεις από την Καραϊβική στα μπαχαρικά και τη γεύση. Ένα παραδοσιακό κουβανέζικο γεύμα δεν σερβίρεται σε πολλά πιάτα, αλλά όλα τα φαγητά σερβίρονται ταυτόχρονα. Ένα τυπικό γεύμα θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα είδος μπανάνας, μαύρα φασόλια με ρύζι, ρόπα βιέχα (μικρά κομματάκια βοδινό), κουβανέζικο ψωμί, χοιρινό με κρεμμύδια, και τροπικά φρούτα. Τα μαύρα φασόλια με ρύζι (τα οποία αποκαλούνται μόρος υ κριστιάνος - Μαυριτανοί και χριστιανοί - ή απλώς μόρος) και το πλάτανο (συγγενές της μπανάνας) είναι θεμελιώδη στην κουβανέζικη δίετα. Πολλά κρεατικά ψήνονται αργά με ελαφριές σάλτσες. Το σκόρδο, το κύμινο, η ρίγανη και η δάφνη είναι τα πιο συνηθισμένα μπαχαρικά.
[Επεξεργασία] Κυβέρνηση και πολιτική
Η Δημοκρατία της Κούβας ορίζεται από το σύνταγμα ως "σοσιαλιστικό κράτος βασισμένο στις αρχές του Χοσέ Μαρτί και τις πολιτικές ιδέες του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν". Το υφιστάμενο σύνταγμα καθορίζει επίσης τον ρόλο του Κομουνιστικού Κόμματος της Κούβας (PCC) ως "ηγετική δύναμη στην κοινωνία και το κράτος". Ο Πρώτος Γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος, Φιδέλ Κάστρο, είναι επίσης Πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου (πρόεδρος της χώρας) και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου.[7] Τα μέλη στα δύο συμβούλια εκλέγονται από την Εθνική Συνέλευση της Λαϊκής Εξουσίας. Ο Πρόεδρος της Κούβας έχει πενταετή θητεία και δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των θητειών. Ο Κάστρο είναι Πρόεδρος από το 1976 που υιοθετήθηκε το τρέχον σύνταγμα και αντικατέστησε τον Οσβάλντο Ντορτικός Τοράδο. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κούβας είναι το ανώτερο δικαστικό σώμα της χώρας. Είναι επίσης το τελευταίο καταφύγιο για προσφυγές από τα επαρχιακά δικαστήρια.
Το νομοθετικό σώμα, η Εθνική Συνέλευση της Λαϊκής Εξουσίας (Asamblea Nacional de Poder Popular) έχει 609 μέλη που υπηρετούν πενταετή θητεία. Οι υποψήφιοι για τη Συνέλευση εγκρίνονται με δημοψήφισμα. Όλοι οι Κουβανοί πολίτες άνω των δεκαέξι ετών που δεν έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα μπορούν να ψηφίσουν. Το Άρθρο 131 του Συντάγματος δηλώνει ότι η ψηφοφορία θα γίνεται "μέσα από ελεύθερη, ίση και μυστική ψήφο". Το Άρθρο 136 δηλώνει: "Για να εκλεγούν, οι αντιπρόσωποι πρέπει να λάβουν περισσότερες από τις μισές έγκυρες ψήφους των εκλογικών επαρχιών". Οι ψήφοι ρίχνονται σε κάλπες και καταμετρούνται δημοσίως. Οι σταυροί που λαμβάνει ο κάθε υποψήφιος επαληθεύονται από μη κομματικά, ανεξάρτητα, μη κρατικά όργανα και παρατηρητές. Οι υποψήφιοι για διεκδίκηση θέσης στην Εθνική Συνέλευση επιλέγονται σε τοπικές συγκεντρώσεις και κατόπιν τυγχάνουν έγκρισης από εκλογικές επιτροπές. Στην τελική εκλογή υπάρχει μόνο ένας υποψήφιος για κάθε θέση, ο οποίος πρέπει να έχει πλειοψηφία για να εκλεγεί.
Κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να θέσει υποψήφιους ή να κάνει εκλογική εκστρατεία στο νησί, παρόλο που το Κομουνιστικό Κόμμα είχε πέντε συνελεύσεις από το 1975. Το 1997 το κόμμα δήλωσε ότι είχε 780.000 μέλη. Εκπρόσωποί του αποτελούν πέρα από το μισό Κρατικό Συμβούλιο και πέρα από τη μισή Εθνική Συνέλευση. Τις υπόλοιπες θέσεις καταλαμβάνουν μη κομματικά στελέχη. Άλλα πολιτικά κόμματα κάνουν διεθνή πολιτική και οικονομική εκστρατεία, αλλά η δραστηριότητα της αντιπολίτευσης εντός της Κούβας είναι σχεδόν ανύπαρκτη και ως επί το πλείστον παράνομη. Παρόλο που το κουβανικό σύνταγμα αναφέρεται στην ελευθερία του λόγου, τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται από το Άρθρο 62, σύμφωνα με το οποίο "Κανένα από τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για τους πολίτες δεν μπορεί να ασκηθεί εις βάρος... της ύπαρξης και των στόχων του σοσιαλιστικού κράτους, ή εις βάρος της απόφασης του κουβανικού λαού για οικοδόμηση σοσιαλισμού και κομουνισμού. Παραβιάσεις αυτής της αρχής μπορούν να θεωρηθούν αδικήματα." Σχεδόν όλοι οι ενήλικες Κουβανοί συμμετέχουν στις τοπικές Επιτροπές για την Υπεράσπιση της Επανάστασης, οι οποίες έχουν κεντρικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Αυτές οι ομάδες είναι σχεδιασμένες για να συντονίζουν δημόσια γεγονότα και έργα, να προστατεύουν και να διαφυλάσσουν τη σοσιαλιστική ιδεολογία ανάμεσα στους πολίτες, και να λειτουργούν ως παρατηρητές της γειτονιάς ενάντια σε κάθε "αντι-επαναστατική" δραστηριότητα.
Από τότε που η Κούβα ανακηρύ