Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια, είχε δύο αδερφούς και μια αδερφή κι ο πατέρας του ήταν γραμματέας στο 15o στρατιωτικό νοσοκομείο. Μέχρι τα 20 χρόνια του, άλλαξε πολλές δουλειές για να βγάλει το ψωμί του. Πουλούσε στις γειτονιές τσιγάρα και κουλούρια. εργάσθηκε σε εργοστάσιο βερνικιών και αργότερα δούλεψε βοηθός μηχανικού κι εργάτης λιθογραφείου. Το επίπεδο των γραμματικών του γνώσεων περιορίστηκε στην ανάγνωση και τη γραφή κι όπως έλεγε ο ίδιος: «Από τη στιγμή που άφησα το σχολείο, το πήρα απόφαση ότι σε όλη μου τη ζωή θα είμαι μαθητής».
Ο μεγαλύτερος αδελφός του τον έφερε σε άμεση επαφή με τη μουσική κι ο Άκης Πάνου, ως αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε να παίζει και να τραγουδά τα Σαββατοκύριακα σε ταβέρνες. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία είναι λίγο – πολύ γνωστή στους περισσότερους. Συνθέτης και στιχουργός, έγραψε περισσότερα από 200 τραγούδια κι αρκετά από αυτά αποδείχθηκαν διαχρονικές επιτυχίες, αφού ακόμα και σήμερα κάθε λαϊκό πρόγραμμα περιλαμβάνει τραγούδια του Άκη Πάνου. Αν κι ήταν ο μόνος που τοποθέτησε σε δύο σειρές τις καρέκλες στο πάλκο και ζητούσε από τους τραγουδιστές να κάθονται στην πίσω σειρά, ενδεικτικό της νοοτροπίας του περί υποδεέστερης θέσης των ερμηνευτών έναντι των μουσικών, συνεργάστηκε με πολλούς από τους κορυφαίους (Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Διονυσίου, Νταλάρας, Μαρινέλλα, Μητσιάς) με τεράστια επιτυχία.
Αργότερα ήλθε σε σύγκρουση με τις δισκογραφικές εταιρίες, επειδή πίστευε ότι αυτές εκμεταλλεύονταν τους καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και τον ίδιο ειδικότερα κι έπειτα από πολλά επεισόδια διακόπηκε η συνεργασία τους κι αποσύρθηκε στην Ξάνθη με την οικογένειά του, όπου συνέχισε να γράφει τραγούδια, που τελικώς έμειναν ανέκδοτα.
Όσον αφορά στην προσωπική του ζωή, το 1954 παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Δήμητρα, όμως αργότερα βρέθηκαν σε διάσταση κι από τη δεύτερη σύντροφό του, Άννα Μπακιρτζή-Πάνου, απέκτησε 4 παιδιά, ένα κορίτσι και τρία αγόρια, παρόλο που είχε πάρει διαζύγιο μα δεν είχε ουσιαστικά χωρίσει από τη Δήμητρα, που συμφωνούσε με τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Όσοι γνώρισαν τον Άκη Πάνου κάνουν λόγο για ένα σοβαρό και αυστηρό οικογενειάρχη. Χαρακτηριστικό τού ιδιόρρυθμου προσωπικού του ηθικού κώδικα ήταν το ότι ζητούσε από τα παιδιά του να του μιλούν στον πληθυντικό, όπως μιλούσε κι εκείνος στους γονείς του.
Τα σοβαρά οικογενειακά προβλήματα ξεκίνησαν με την ενηλικίωση της κόρης του, Ελευθερίας. Ο δεσμός της με τον Σωτήρη Γιαλαμά, παντρεμένο και πατέρα ενός 5χρονου αγοριού, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1996. Η πρώτη του αντίδραση ήταν πολύ έντονη, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε, με κάθε τρόπο, να πείσει την κόρη του να διακόψει τις σχέσεις της με τον Γιαλαμά. Το γεγονός ότι η Ελευθερία ήταν αμετάπειστη προκάλεσε οριστική ρήξη στις σχέσεις πατέρα και κόρης.
Τέλη Μαΐου του 1997 ο Άκης Πάνου εμφανίστηκε σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, αν και ποτέ δεν τους συμπαθούσε, και δήλωσε την εξαφάνιση της κόρης του κατηγορώντας γι΄ αυτό τον Γιαλαμά κι εμφανίζοντάς τον ως άνθρωπο του υποκόσμου. Τελικά η κόρη του εμφανίστηκε και γνωστοποίησε ότι συζεί με το Γιαλαμά και τους δικούς του, παρόλο που όταν ο ίδιος ο Πάνου επικοινώνησε μαζί τους τον βεβαίωσαν κατηγορηματικά ότι δεν γνωρίζουν το παραμικρό. Από τότε οι επαφές του με την Ελευθερία διακόπηκαν.
Έπειτα από καιρό, την πρώτη ημέρα του Αυγούστου του 1997 και με πρωτοβουλία της συζύγου του, ο Γιαλαμάς κι η Ελευθερία θα πήγαιναν στο σπίτι του Πάνου στην Ξάνθη προκειμένου να προσπαθήσουν να εξομαλύνουν τη σχέση τους.
Κατά τη συνάντηση η ατμόσφαιρα δεν άργησε να βαρύνει, καθώς ο Άκης Πάνου άρχισε να εξηγεί γιατί ήταν αντίθετος στη σχέση της κόρης του με τον Γιαλαμά. Τους είπε πως οι πληροφορίες που είχε πάρει από την εν διαστάσει σύζυγο του Γιαλαμά, τον έφεραν ως άνθρωπο της νύχτας. Τελικά, η Ελευθερία και ο Σωτήρης ανακοίνωσαν στον Άκη και την Άννα ότι σύντομα θα αρραβωνιάζονταν και πως τη δεύτερη μέρα του Πάσχα του ΄98 θα γινόταν ο γάμος τους. «Με αυτόν τον άνθρωπο έπρεπε να συγκρουστώ, με ξεφτιλίσανε, που πήρανε την κόρη μέσα από το σπίτι, εκείνος τη σπίτωσε, τη γκάστρωσε κι εγώ τί κάνω; Με κοιτάει στραβά ο κόσμος στο δρόμο, έχω ενάμιση χρόνο να κοιμηθώ ήσυχος», έλεγε αργότερα στο δικηγόρο του.
Και πήρε το όπλο, που για χρόνια κατείχε παράνομα κι είχε κρυμμένο στον καναπέ. «Αφού είσαι τόσο μάγκας, ρίξε μου, καθάρισέ με», είπε, προτείνοντας το πιστόλι στον Γιαλαμά, ο οποίος κι αρνήθηκε να το αγγίξει. Ο Άκης Πάνου όπλισε το πιστόλι και το έστρεψε προς τον Γιαλαμά, ζητώντας του να φύγει από το σπίτι. Ο Γιαλαμάς κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά ο Πάνου τον ακολούθησε με προτεταμένο το περίστροφο. «Θα έχω και την κόρη σου και τη γυναίκα μου», έλεγε στον Πάνου και ενώ προχωρούσε προς τα έξω, όλο γύριζε πίσω, σύμφωνα με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Οι πρώτοι πυροβολισμοί έπεσαν στα σκαλοπάτια. Ο τρίτος βρήκε το Γιαλαμά στο κεφάλι κι ο θάνατός του ήταν ακαριαίος.
«Δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω. Όλα έγιναν σε μια “κακιά στιγμή”. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου…» είπε στην απολογία του, στην τακτική ανακρίτρια Ξάνθης κ. Γιαννούλα Αλεβιζάκη, ο Άκης Πάνου. «Η απάντησή του ότι θα παντρευτεί την κόρη μου μ΄ εξόργισε. Θίχτηκε ο εγωισμός μου. Θεώρησα ότι όλα έγιναν “πίσω από την πλάτη μου”. Έχασα τον αυτοέλεγχό μου και τα υπόλοιπα είναι γνωστά… Πάντως, δεν είχα πρόθεση να τραβήξω περίστροφο και να σκοτώσω τον Γιαλαμά. Μπορεί να είχα μια παρατεταμένη φραστική διένεξη μαζί του, αλλά δεν ήθελα να τον σκοτώσω». Ο συνήγορός του κ. Αλέξανδρος Κατσαντώνης, χαρακτήρισε την πράξη του Άκη Πάνου «έγκλημα τιμής, που έγινε υπό καθεστώς σύγχυσης και βρασμού ψυχικής ορμής». «Διέπραξε ένα έγκλημα, στο οποίο συνετέλεσαν κάποιες κακές συγκυρίες».
Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καβάλας μίλησε στον πρόεδρο κ. Γ. Μπατζαλέξη με λεπτομέρειες για όλη του τη ζωή, αλλά ήταν φειδωλός σχετικά με το έγκλημα. «Αν δείτε ότι είχα πρόθεση, θα πρέπει να με αθωώσετε λόγω βλακείας. Δεν είμαι τόσο κουτός, ώστε να αποφασίσω να κάνω ένα έγκλημα μπροστά σε άλλους, να κλείσω με τέτοιο τρόπο το πρώτο ιδιόκτητο σπίτι που απέκτησα, να στήσω παγίδα στο θύμα και να πέφτω να κοιμηθώ μέχρι να έρθει, σίγουρος ότι θα με ξυπνήσουν και θα τον σκοτώσω την κατάλληλη στιγμή». Στο θύμα ο Άκης Πάνου καταλόγισε τον βιασμό της συνείδησης της Ελευθερίας. «Αυτός ο βιασμός είναι ο σημαντικός, όχι ο σωματικός. Την έκανε να μη με σέβεται και να μη με αγαπάει». Όταν ερωτήθηκε αν έχει μετανιώσει για την πράξη του, απάντησε δυσνόητα «Δεν μετανοώ, γιατί δεν εννόησα, δεν εννόησα να τον σκοτώσω», κάτι που αξιολογήθηκε αρνητικά από δικαστές κι ενόρκους, που δεν κατανόησαν (χωρίς να οφείλουν, άλλωστε) τον sui generis κώδικα ήθους, αξιών κι επικοινωνίας τού καλλιτέχνη Άκη Πάνου. Ο συνήγορός του Αλέξανδρος Κατσαντώνης, όταν έλαβε το λόγο επί της ποινής, ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου και την αναγνώριση ελαφρυντικών υπέρ του κατηγορουμένου, ενώ αντιθέτως, ως όφειλε, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Βασίλης Καπερνάρος, ζήτησε τη μέγιστη των ποινών, υποστηρίζοντας «Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του».
Το λόγο έλαβε ο εισαγγελέας. «Την 1η Αυγούστου 1997 είχαμε ένα θάνατο. Ήταν τυχαίο περιστατικό; Όχι. Ήταν ανθρωποκτονία από αμέλεια; Όχι. Ήταν άμυνα; Όχι. Ήταν όμως ανθρωποκτονία από πρόθεση που τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Εκφράζοντας την απεριόριστη εκτίμησή μου στο πρόσωπο του καλλιτέχνη Άκη Πάνου, εισηγούμαι την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό» υποστήριξε ο κ. Παπαγεωργίου, ενώ απαρίθμησε τα ελαφρυντικά που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναγνωριστούν στον Άκη Πάνου, με αποτέλεσμα να μην του επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Έχοντας ήδη απορρίψει την περίπτωση ανθρωποκτονίας σε βρασμό ψυχικής ορμής, απέρριψε και εκείνο της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος και έφθασε στο θέμα του προτέρου εντίμου βίου. «Δεν αρκεί ένα λευκό ποινικό μητρώο για να διεκδικήσει ένας κατηγορούμενος το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Πρέπει να δούμε τα πράγματα από γενικότερη σκοπιά. Ο κ. Πάνου από σύμπτωση δεν έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Με το όπλο που κατείχε παράνομα τόσα χρόνια θα μπορούσε να έχει καταδικαστεί. Όσον αφορά το παρελθόν του, που έκανε οικογένεια με την Άννα, ενώ ήταν παντρεμένος με τη Δήμητρα, η κοινή γνώμη το αποδοκιμάζει.»
Η απόφαση στις 23/3/98 επέβαλε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Μόνο δύο ένορκοι, τραπεζικοί υπάλληλοι αμφότεροι, είχαν την άποψη πως ο Άκης Πάνου πυροβόλησε το θύμα υπό το κράτος έντασης και πανικού, όταν, ενώ ο Σωτήρης Γιαλαμάς κατέβαινε τις σκάλες για να φύγει, γύρισε απειλητικά προς το μέρος του. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε της πολιτισμικής προσφοράς, επειδή σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου», ούτε και του πρότερου έντιμου βίου, επειδή κατείχε παράνομα στο σπίτι του δύο όπλα και επειδή, χωρίς να έχει χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, είχε εν γνώσει της δημιουργήσει οικογένεια με την Άννα Μπακιρτζή. Η απόρριψη της πολιτισμικής προσφοράς του ήταν αυτό που τον ενόχλησε κι όχι επειδή δεν μειώθηκε η ποινή του, αφού όπως είχε ήδη εκμυστηρευθεί στο δικηγόρο του «εγώ τον έχω δικάσει πριν από δαύτους ισόβια τον εαυτό μου, μην κουράζεσαι άδικα».
Πρότερος έντιμος βίος σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία σημαίνει ανταπόκριση της προηγούμενης πορείας του δράστη στα σύγχρονα πρότυπα ζωής με τέτοια συνέπεια, ώστε το έγκλημα να εμφανίζεται ως παραφωνία με βάση την, έως την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς, ζωή του. Κι εδώ τίθεται για μια ακόμη φορά το ζήτημα της έλλειψης θέσεων κοινής αποδοχής για τα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, σε οικογενειακό, επαγγελματικό ή άλλο επίπεδο. Το συγκεκριμένο δικαστήριο ερμήνευσε τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος δεν συνάδει με αυτές. «Στη νομική μου σταδιοδρομία πρώτη φορά συναντώ τέτοια απόφαση», δήλωσε ο συνήγορός του. Οι κρίνοντες, όμως, δεν κρίθηκαν, αφού η υπόθεση δεν εκδικάστηκε ποτέ σε δεύτερο βαθμό.
Ο Πάνου εγκλείστηκε στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, εκεί επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του και στις 19 Απριλίου 1999 το Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε πεντάμηνη αναστολή της ποινής του, λόγω προβλημάτων με την επάρατη νόσο. Τα προβλήματα, όμως, δεν ανεστάλησαν κι ο καρκίνος τον κατανίκησε στις 7 Απριλίου 2000.
Ο καλλιτέχνης Άκης Πάνου ήταν σπουδαίος, ο άνθρωπος Αθανάσιος Πάνου ήταν εξαιρετικά ιδιόρρυθμος και σίγουρα έσφαλε κι εγκλημάτησε, η δε ποινή που του επέβαλε η κοινωνία μέσω του δικαστηρίου ήταν συζητήσιμη, ακριβώς γιατί αψήφησε τη σπουδαιότητα του έργου του.