Συνεχεια......
Και ξηµέρωσε µια κόκκινη αυγή πάνω απ’ το στενό της Σαλαµίνας. Μίλησα στους άνδρες βάζοντας όλη µου την τέχνη. Συµφώνησα µε τον Ευρυβιάδη ότι οι τριήρεις µας, αφού κινητοποιηθούν και προχωρήσουν βραδέως σε τάξη µάχης, θ’ αρχίσουν κάποια στιγµή να λάµνουν ανάποδα. Η τακτική αυτή είχε πολλούς στόχους. Στα πληρώµατα του Ξέρξη δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι είχαµε φοβηθεί και υποχωρούσαµε. Και το πήραν επάνω τους και προχώρησαν, χαλαροί και χωρίς αυστηρή τήρηση της τάξης µάχης. Κι όπως προχωρούσαν, όλο και τους φέρναµε προς τη Σαλαµίνα, µακρύτερα απ’ τους τοξότες τους, που είχαν πληµµυρίσει την ακτή της Αττικής, κι όλο και σε πιο κλειστή θάλασσα. Κι όσο ο ήλιος ανέβαινε τόσο δυνάµωνε ο αέρας. Οι τοξότες τους που επέβαιναν στα κλυδωνιζόµενα πλοία, ήταν αδύνατο να στοχεύσουν.
Και ξάφνου είδαν τον στόλο µας να σταµατά. Σάλπιγγες ήχησαν βροντερές και µια ιαχή από χιλιάδες αγανακτισµένα λαρύγγια ξεχύθηκε και τους τρύπησε τ’ αυτιά και την ψυχή. Και είδαν τις τριήρεις µας να ορµούν µπροστά µε ταχύτητα και τάξη, και είδαν τα έµβολά µας να τους τσακίζουν πλευρά και πρύµνες και κουπιά. Και είδαν τους εµπειροπόλεµους οπλίτες-επιβάτες των τριήρεών µας να περνούν στα εµβολισµένα πλοία τους και, σε χρόνο αστραπή, να εξολοθρεύουν τους ανήµπορους να αµυνθούν τοξότες τους. Μου έρχεται τώρα στον νου πως καµάρωσα τον πρώτο εµβολισµό µιας φοινικικής τριήρους απ’ το πλοίο του Αµεινία, αδελφού του Κυναίγειρου και του Αισχύλου…
Κι άρχισε η συµφορά στον στόλο του Ξέρξη. Τριήρεις στριµωγµένες που εµβολίζονταν, που κινούνταν άτακτα και έπεφταν η µια πάνω στην άλλη, άνδρες που τα λαρύγγια τους στέγνωναν απ’ τον πανικό και παραδίδονταν σ’ εµάς µε τα πλοία τους, στόλαρχοι που παρατούσαν χωρίς ντροπή τη µάχη και κοίταζαν πώς να το σκάσουν. Δεν έβλεπαν µπροστά τους παρά µόνον ήττα και θάνατο.
Για µας ήταν ο θρίαµβος. Ο Αισχύλος και ο Φρύνιχος, διδάσκοντας τους «Πέρσες» και τις «Φοίνισσες», προσπάθησαν µε πολλή τέχνη να περιγράψουν τη µάχη. Όµως δεν είναι εύκολο να περιγράψεις µια µάχη που κάθε µικρή της λεπτοµέρεια θα µπορούσε να γεµίσει ένα µακρό ιαµβικό δεκαπεντασύλλαβο! Μου φέρνει η µνήµη χιλιάδες εικόνες. Τις περνώ γρήγορα και φτάνω στη νύχτα εκείνη, όταν όλα είχαν τελειώσει. Μέσα στο σκοτάδι και τα νικητήρια άσµατα και τους παιάνες έσπευσα να ξαναστείλω τα πιο µύχια της ύπαρξής µου στις θεϊκές δυνάµεις για ένα ατέλειωτο «ευχαριστώ». Και την ίδια ώρα διαλογίστηκα πάνω σ’ αυτό που πίστεψα ότι ήταν η ουσιαστική µας δύναµη: Εκείνη τη µέρα πολέµησαν οι βλαστοί των Ελλήνων µ’ ένα πολλαπλάσιο πλήθος βαρβάρων, οι Αθηναίοι βλέποντας απέναντι τις φωτιές της πυρποληµένης Ακρόπολης και οι άλλοι Έλληνες πιθανολογώντας την ίδια µοίρα για τις δικές τους πόλεις. Όλοι µέσα σε τριακόσια πλοία απέναντι σε τουλάχιστον επτακόσια εχθρικά. Όµως πριν απ’ τη µάχη έβλεπα στα καθαρά µάτια των νέων µας και στην ήρεµη σιγουριά των κινήσεών τους το απόλυτο αίσθηµα υπεροχής απέναντι στους πολλαπλάσιους βαρβάρους. Από πού αυτή η δύναµη; Σκεπτόµουν τον όρκο που έδιναν οι νέοι µας όταν παρελάµβαναν τα «όπλα τα ιερά». «Αµεινώ και υπέρ ιερών και υπέρ οσίων…την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…και τοις θεσµοίς τοις ιδρυµένοις πείσοµαι». Αυτά τα νιάτα είχαν την ευγενική τους ψυχή ζυµωµένη µε αξίες, µε ιερά και όσια, χωρίς τα οποία η ζωή παύει να είναι ανθρώπινη, γίνεται αγελαία και ζωώδης. Γιατί πολεµούσαν οι ακατέργαστοι και κατά Όµηρο αφρήτορες και αθέµιστοι βάρβαροι; Μα για τη λεία, το χρυσό, την αφθονία αγαθών λαφυραγωγηµένων. Δεν µπορούσαν να κατανοήσουν «αγώνα ου περί χρηµάτων αλλά περί αρετής». Πώς να µην αισθάνονται υπεροχή οι νέοι µας;
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν φθόνος και τύχη κακή µ’ ανάγκασαν να ζήσω µε τους Πέρσες και να µάθω τη γλώσσα τους και το µυαλό τους, οι λογισµοί µου εκείνης της νύχτας ενισχύθηκαν. Έβλεπα την ευκολία, την αφθονία, τη µαλθακότητα και τη χλιδή να δίνουν, χωρίς άλλες αναζητήσεις, πληρότητα στο βίο των βαρβάρων. Και θυµόµουν τους καλογυµνασµένους νέους της Αθήνας να διδάσκονται απ’ τους σοφούς µας, µε προσοχή και υποµονή, όλα τα δύσκολα αλλά ωραία. Σκεπτόµουν τους Αθηναίους, ακόµη και τους πιο φτωχούς, να συρρέουν στα θέατρα, όπου οι τραγωδοί µας διδάσκουν τις γεµάτες ποίηση, συναίσθηµα και γνώση ζωής τραγωδίες τους, και τους γεροντότερους να πίνουν το κρασί τους µε µουσική και φιλοσοφικές συζητήσεις. Σκεφτόµουν ακόµη µε βαθύ σεβασµό την αξιοπρέπεια της αυστηρής ζωής των Λακεδαιµονίων, µε τον µέλανα ζωµό τους. Κι έβλεπα πως στην Περσία επιβιώνεις µα µόνο στην Ελλάδα ΖΕΙΣ! Πιστεύω πως κάποια µέρα το πνεύµα και η ψυχή των Ελλήνων θα καταλύσουν τούτο το πελώριο, απάνθρωπο βαρβαρικό συνοθύλευµα.
Πόσο θάθελα να επιστρέψω στην Αττική, εγκαταλείποντας τη νοσηρή περσική χλιδή! Όµως η επιστροφή µου θα σήµαινε ατιµωτικό θάνατο. Αναλογίζοµαι τη σκληρότητα του εξοστρακισµού µου, δέκα χρόνια µετά τη ναυµαχία της Σαλαµίνας. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια όσο πιο πολύ βοηθούσα την πόλη (να βρω χρήµατα για την ανοικοδόµησή της, να την τειχίσω, ξεγελώντας τους Λακεδαιµονίους που δεν ήθελαν τείχη στην Αθήνα, να ενισχύσω περαιτέρω τον στόλο), τόσο ο φθόνος εις βάρος µου γινόταν πιο φαρµακερός. Με την ηρεµία που έχει η ψυχή µου τούτο το σούρουπο, αναγνωρίζω ότι ο φθόνος εύκολα δηλητηριάζει τις ανθρώπινες ψυχές και ότι δύσκολα η άµιλλα κρατιέται στα ευγενή της όρια. Κι εγώ ο ίδιος είχα φθονήσει τον νικητή Μιλτιάδη και το έλεγα φανερά: «ουκ εά µε καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον».
Η µεγάλη έχθρα µε τον Αριστείδη είχε µάλλον καταπραϋνθεί. Πριν απ’ τη ναυµαχία στη Σαλαµίνα ήρθε απ’ την εξορία του στην Αίγινα και µου ζήτησε, ξεχνώντας τον εξοστρακισµό του, να αγωνισθεί για την πατρίδα. Και, επικεφαλής ικανών τοξοτών κατέλαβε την Κυνοσούρα. Οι τοξότες αυτοί στοχεύοντας τους πηδιαλιούχους των εχθρικών τριήρεων, που έφευγαν µέσα στον πανικό, οδηγούσαν τα πλοία αυτά να συντριβούν στα βράχια. Κι ύστερα ο Αριστείδης, µε απόβαση στην Ψυττάλεια, εξολόθρευσε όλους τους Πέρσες που την είχαν καταλάβει. Φέρθηκε σαν γενναίος πατριώτης και κέρδισε τον σεβασµό µου. Εκείνοι που µε µισούσαν και βυσσοδοµούσαν εναντίον µου ήταν ο Κίµων και η αριστοκρατική παρέα του. Κι επειδή ο λαός ξεχνά, κατάφεραν να µε εξοστρακίσουν. Ακόµη και τώρα µε πονά η ανάµνηση αυτού του πολύ σκληρού καιρού µου. Οι Αργείοι, που τόσο τους είχα υποστηρίξει στη Σπάρτη, µου µήνυσαν µέσω Παυσανία, να φύγω από την πόλη τους. Πήγα τότε στην Κέρκυρα που την είχα προστατεύσει έναντι των Κορινθίων. Μου έδειξαν και εκεί πως ήµουν ανεπιθύµητος.
Πέρασα στην Ήπειρο, στον φίλο µου βασιλέα των Μολοσσών Άδµητο. Με δέχθηκε καλά κι ήρθαν εκεί και τα παιδιά µου. Ήρθαν όµως και απεσταλµένοι της Αθήνας και της Σπάρτης για να βρουν τρόπο να µε φονεύσουν. Περάσαµε τότε δύσβατα δάση κι επικίνδυνα όρη για να βρεθούµε στη Μακεδονία. Κι εκεί ένοιωθα κυνηγηµένος και ανασφαλής. Στην Πύδνα βρήκα πλοίο για την Έφεσο. Ο Αρταξέρξης µε είχε επικηρύξει αντί διακοσίων ταλάντων. Ποιός, αν µε αναγνώριζε, δεν θάθελε να µε σκοτώσει για να γίνει πλούσιος! Με πολλούς κινδύνους και δυσκολίες κατάφερα να φθάσω στη Μυσία, στον φίλο µου Νικογένη. Από αυτόν έµαθα ότι ο Αρταξέρξης µπορούσε να ακυρώσει την επικήρυξη αν έµπαινα στην υπηρεσία του. Δεν είχα άλλη λύση. Μετά από δύσκολο ταξίδι πέρασα τις Σάρδεις και έφτασα στα Σούσα. Ο Αρταξέρξης µε δέχθηκε µε χαµόγελα. Βέβαια είχε τα σχέδιά του, που θα µπορούσα να τα εξυπηρετήσω εγώ, ο Αθηναίος ναύαρχος. Με όρισε σατράπη της Μαγνησίας και µου πρόσφερε εισοδήµατα που κι ο πιο πλούσιος Αθηναίος δεν θα µπορούσε να τα ονειρευθεί. Για ένα διάστηµα τον Αρταξέρξη τον απασχολούσε η καταστολή της αποστασίας της Βακτριανής. Εκεί δεν µε χρειαζόταν. Όµως τώρα ήρθε η σειρά της αποστασίας των Αιγυπτίων. Μου ζητά να κινηθώ εναντίον τους, ως αρχηγός ενός πολύ µεγάλου στόλου. Και ποιός δεν θα ονειρευόταν να είναι ναύαρχος ενός τέτοιου στόλου! Όµως γνωρίζω ότι µε τους Αιγυπτίους θα συµπαραταχθεί ο στόλος των Αθηναίων, µ’ επικεφαλής τον Κίµωνα. Και ο Θεµιστοκλής δεν χτυπά άνδρες Αθηναίους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Υπέστη την ατίµωση να φιγουράρει σαν σατράπης της Περσίας! Όχι άλλη ατίµωση.
Πήρα λοιπόν ήρεµα και σταθερά την απόφασή µου: απόψε θα ταξιδέψω απ’ το βασίλειο του Αρταξέρξη στο βασίλειο του Πλούτωνα. Η κύλικα είναι γεµάτη από ένα αποτελεσµατικό, ανατολίτικο δηλητήριο. Κι η νύχτα έχει πέσει ήδη. Θα πιώ όλο αυτό το δηλητήριο και θα πάω να κατακλιθώ. Το πρωί θα βρουν τον νεκρό µου και θα πιστέψουν ότι η καρδιά µου, κουρασµένη ύστερα από εξήντα πέντε χρόνων περιπέτειες, έπαψε να πάλλει. Θα έχω µια ταφή µε τιµές, όµως σε ξένη γη. Ελπίζω τα παιδιά µου, που γνωρίζουν τις επιθυµίες µου, κάποια µέρα να µεταφέρουν τα οστά µου και να τα ενταφιάσουν στον Πειραιά, δίπλα στη θάλασσα που τόσο αγάπησα…