Κύριε Ροντρίγκεζ η ιστορία δεν τελείωσε...
Ὁ Ἀνατόλι, ἀπό μικρός, εἶχε ἕνα κουσούρι: Δέν συγκρατοῦσε ὀνόματα, παρά μόνο αὐτά τῶν celebrities. Ἔλεγε, π.χ, «νά μωρέ, ὁ αὐτός, πού εἶναι σάν τόν Τόμ Κρούζ στό πιό γερασμένο καί λίγο πιό κοντός». Ἤ, «ὁ περιπτεράς μωρέ στό Πεδίο τοῦ Ἄρεως, πού εἶναι σάν τόν Βέγγο μέ μαλλιά». Ὁ Ἀνατόλι λοιπόν ξύπνησε μία νύχτα Σαββάτου σάν νά ἦταν μία νύχτα σάν ὅλες τίς ἄλλες. Ἦταν μία νύχτα σάν ὅλες τίς ἄλλες γιατί πέρναγε μοναξιές ὁ Ἀνατόλι. Ἀπό τότε πού θυμόταν τόν ἑαυτό τοῦ ἦταν μόνος του. Δέν εἶχε φίλους, εἶχε μόνο καλούς γνωστούς καί συναδέλφους.Δέν τόν πείραζε καί πάρα πολύ, γιατί δέν ἤξερε καί πώς νά εἶναι νά μήν αἰσθάνεσαι μόνος σου. Λογικό. Ἄν δέν φᾶς ποτέ τούρτα σοκολάτα δέν ξέρεις τί χάνεις ὅποτε δέν σοῦ λείπει κιόλας. Τό πώς κατέληξε νά εἶναι μόνος του ὁ Ἀνατόλι, μήν τό ρωτᾶτε. Ἐφτίαξε μία ὀμελέτα μέ τρία ἀβγά, τήν καθάρισε σέ δυό λεπτά καί ἔκατσε μπροστά στήν τηλεόραση. Ἠλίθια προγράμματα. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἦταν καλεσμένη καί ἡ Μίλα Κούνις. Τήν εἶχε ξαναδεῖ. Ἦταν, ὅμως, ἡ πρώτη φορᾶ πού τήν πρόσεξε. Δέν ξέρω ἄν βρίσκετε ἑλκυστική τήν Μίλα Κούνις. Ὁ Ἀνατόλι πάντως ἔπαθε ταράκουλο. Τόσο ταράκουλο, πού γιά πρώτη φορᾶ στά τελευταῖα χρόνια βγῆκε γιά βολτίτσα νά ξελαμπικάρει, χωρίς νά κάνει μπάνιο καί νά τσεκάρει τό συρτάρι μέ τίς κάλτσες του. Τοῦ ἄρεσε νά τίς βλέπει τακτοποιημένες, σιδερωμένες στήν ἐντέλεια. Τοῦ δημιουργοῦσε ἕνα αἴσθημα ἀσφάλειας, ἦταν τό σημεῖο ἀναφορᾶς του σέ ἕνα ἄναρχο καί ἀπρόβλεπτο σύμπαν.
Περπατοῦσε στή Χαριλάου Τρικούπη, πρός τά Ἐξάρχεια, παραμιλώντας. Ἔφτιαχνε στό μυαλό τοῦ ἰδανικά σενάρια, ὅπου ἡ Μίλα τόν εἶχε ἐρωτευτεῖ τρελά, αὐτός εἶχε ἐνδοιασμούς, τήν ἔφτυνε λίγο στήν ἀρχή, ἀλλά μετά τῆς ἔδειχνε ὅτι γουστάρει κι’ αὐτός, καί κατέληγαν νά ἀγκαλιάζονται στό λόφο τοῦ Στρέφη καί αὐτή μέ δάκρυα χαρᾶς νά τοῦ λέει: «Δέν πίστευα ποτέ ὅτι θά σέ ἔχω». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἀνατόλι δέν πίστευε ὅτι θά τήν ἔχει. Ὀνειροπόλος ἦταν, ὄχι μαλάκας. Ὡστόσο, τήν ἔκανε γιά τό λόφο τοῦ Στρέφη, μασoυλώντας ἡλιόσπορο καί προσέχοντας ὅσο χρειάζεται γιά νά μήν τόν χτυπήσει κανένα ἁμάξι.
Φτάνοντας στά σκαλάκια πού ἀνεβαίνουν πρός τό λόφο τοῦ Στρέφη, νόμιζε ὅτι εἶδε φάντασμα. Μία κοπέλα, ἴδια μέ τήν Μίλα Κούνις, καθόταν στό πάνω- πάνω σκαλί.
Ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά. «Δέν μπορεῖ, δέν ὑπάρχει περίπτωση», σκέφτηκε ὁ Ἀνατόλι. «Εἶναι σάν τή Κούνις. Φτυστή».
«Γιατί κλαῖς;», τή ρώτησε χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ.
«Δέν βλέπεις;», τοῦ ἀπάντησε. «Δέν βλέπεις ὅτι δέν εἶμαι αὐτή ποῦ νομίζουν ὅλοι ὅτι εἶμαι;»
«Δέν εἶναι κακό αὐτό», εἶπε ὁ Ἀνατόλι. «Πῶς σέ λένε;»
«Μαρία», ἀπάντησε.
«Νά κάτσω;»
«Ναί, ἀμέ».
Ὁ Ἀνατόλι καί ἡ Κούνις ἔκατσαν δίπλα δίπλα γιά καναδυο λεπτά. Ἀμίλητοι. Σταμάτησε νά κλαίει. Τῆς πρότεινε νά πᾶνε γιά φαγητό σέ ἕνα ταβερνάκι ἐκεῖ κοντά. Δέχτηκε.
Ἔφαγαν γαρίδες σαγανάκι καί χορτόπιτα καί ἤπιαν κόκκινο κρασί χύμα.
Τήν ἑπομένη ξύπνησαν στό ἴδιο κρεβάτι.
Ἡ Κούνις σηκώθηκε χωρίς νά πεῖ λέξη, ντύθηκε καί ἔφυγε. Χωρίς πάλι νά πεῖ λέξη. Ὁ Ἀνατόλι, ἐνστικτωδῶς, εἶχε καταλάβει ὅτι δέν ὑπῆρχαν κατάλληλες λέξεις γιά νά τήν κάνουν νά μείνει, νά τήν κάνουν νά ξανάρθει, ὁτιδήποτε τέλος πάντων.
Τήν ἑπόμενη νύχτα, ἔκανε ζάπινκ. Ἔπεσε σέ ταινία μέ τή Κουνις.
Μέχρι σήμερα, ὁ Ἀνατόλι εἶναι σίγουρος ὅτι ἐκείνη τή νύχτα, ἡ Κούνις τοῦ ἔκλεισε τό μάτι.
Μετά πῆγε καί ἀδείασε ὅλο τό συρτάρι μέ τίς κάλτσες του στά σκουπίδια.
Καί δέν ξανασιδέρωσε.