Ὁ Ἀνατόλι καί τό ἔνστικτό της αὐτοκατάψυξης
Ὁ Ἀνατόλι ὅταν τοῦ ἔρχονταν τά σκούρα τά πράγματα, δέν ἔκανε τίποτα. Πάγωνε.
Γιά παράδειγμα, ὅταν πρίν ἀπό ἕνα χρόνο περίπου, εἶχε ἕνα χοντρό πρόβλημα μέ τό δημόσιο. Φαινόταν ὅτι χρώσταγε, ἐνῶ προφανῶς ὁ λογιστής του δέν εἶχε κάνει σωστά τή δουλειά του.
Μέ τό πού τοῦ ἦρθε τό μπουγιουρντί, ὁ Ἀνατόλι προτίμησε νά μήν ἐξετάσει κάν τό θέμα. Τό ἄφησε νά ὑπάρχει, σήκωσε τό χαλάκι καί τό ἔκρυψε ἀπό κάτω. Περίμενε, κανένας δέν ξέρει τί. Δέν ἄκουγε καί κανέναν. Τίποτα. Προτιμοῦσε νά μήν ἀσχοληθεῖ καθόλου μέ τό πρόβλημα.
Ετσι καί μέ τίς γυναῖκες. Ὁ Ἀνατόλι, ὅταν τά ἔβρισκε σκούρα, πάγωνε. Ἐνῶ ὅλοι μας ἔχουμε τό ἔνστικτό της αὐτοσυντήρησης, ὁ Ἀνατόλι εἶχε καί τό ἔνστικτό της αὐτοκατάψυξης. Μέ τήν πρώτη δυσκολία, τήν πρώτη «ψαρωτική» ἀτάκα- πράγμα τόσο συνηθισμένο στό φλέρτ- ὁ Ἀνατόλι ἔκανε ὅτι δέν ἄκουγε κάν. Ὄχι γιατί δέν ἔδινε σημασία. Ἀλλά γιατί κόμπλαρε.
Αὐτό τοῦ ἔδινε τόν ἀέρα τοῦ cool. Αὐτοῦ πού δέν ἀσχολεῖται μέ τίς παπαριές τῶν ἀλλονῶν. Παραδόξως, αὐτό ἔκανε καί ἀρκετές γκόμενες νά ἐκλάβουν τό «κουσούρι» τοῦ ὡς δεῖγμα ἀνδρισμοῦ. «Πῶ- πῶ, ὁ τύπος μέ κλάνει κανονικά. Μέ γείωσε».
Μπά, ἁπλά εἶχε ξυπνήσει τό ἔνστικτό της αὐτοκατάψυξής του .
Ἕνα βράδυ, ἔτυχε νά περνάει τήν Ἀλεξάνδρας, κοντά στό σπίτι του, χωρίς νά προσέξει. Δέν πρόσεξε ἕνα τζιπάκι πού ἐρχόταν πρός τό μέρος τοῦ βολίδα. Ὁ Ἀνατόλι πάγωσε καί ἔμεινε νά τό κοιτάζει. Τυφλωμένος σάν λαγός ἀπό τά φῶτα.
Τό τζιπάκι φρέναρε, ἡ ὁδηγός ἔκοψε τό τιμόνι ἀριστερά καί ἔπεσε πάνω στό διάζωμα. Βγῆκε ἀλαφιασμένη. Μία γκόμενα 1.80 περίπου, ἐντυπωσιακή, γύρω στά τριάντα.
«Εἶσαι πολύ μαλάκας», τοῦ εἶπε. «Καραγκιόζη, κόντεψες νά μέ σκοτώσεις. Δέν ξέρεις τί θά πεῖ διάβαση ρέ μαλάκα; Ε;»
Ὁ Ἀνατόλι ἔμεινε ἐκεῖ. Νά τήν κοιτάζει, ὅπως κοιτάζεις τό τζαμάκι τοῦ φούρνου, περιμένοντας νά φουσκώσει τό σουφλέ, γιατί πεινᾶς ρέ διάολε.
«Μουγκός εἶσαι παιδάκι μου; Γιατί δέ μιλᾶς; Βγές ρέ ἀνώμαλε ἀπό τή μέση του δρόμου», ἐπέμενε, καί μέ τό δίκιο της, ἡ τύπισσα.
Τίποτα ὁ Ἀνατόλι. Ἡ κυκλοφορία εἶχε κλείσει. Κορναρίσματα, μερικοί ὁδηγοί εἶχαν κατέβει νά δοῦν τί ἔγινε. Ὁ Ἀνατόλι, παγωμένος, στή μέση του δρόμου.
«Παίρνω τροχαία. Μήν κουνηθεῖς κακομοίρη μου», εἶπε.
Τίποτα ὁ Ἀνατόλι. Ἔτρεξαν δυό τύποι γιά νά τόν μαζέψουν ἀπό τή μέση του δρόμου. Δέν ἀντιστάθηκε. Ἔκατσε στό πεζοδρόμιο. Κοίταζε ἁπλά τή γκόμενα.
Τόν πλησίασε.
«Γιατί δέ μιλᾶς ρέ; Καλά, θά πληρώνω καί ψυχίατρους γαμῶ τό φελέκι μου γαμῶ»
Τήν κοίταξε. Βαθιά. Σηκώθηκε, συνεχίζοντας νά τήν καρφώνει στά μάτια. Τήν πλησίασε, τήν ἅρπαξε ἀπό τήν κοτσίδα καί τῆς ἔριξε ἕνα γλωσσόφιλο.
Ἡ τύπισσα δέν ἀντιστάθηκε.
Ὅταν τελείωσε ἡ ἐρωτοτροπία, ὁ Ἀνατόλι τῆς εἶπε ἕνα «εὐχαριστῶ» καί ἔφυγε. Δέν τόν ἐμπόδισε κανένας.
Ἀπό τότε, τό ἔνστικτό της αὐτοκατάψυξης τοῦ Ἀνατόλι ἐξαφανίστηκε.
Ἡ τύπισσα τόν ἔψαξε. Ρωτοῦσε γιά δυό- τρεῖς μέρες τή γειτονιά. Τόν βρῆκε.
Τήν ἔστησε κάτω ἀπό τό σπίτι τοῦ ἕνα πρωί καί περίμενε νά ἐμφανιστεῖ. Τόν εἶδε.
Κατέβασε τό τζάμι καί τόν φώναξε.
Σέ δέκα λεπτά εἶχε πέσει καί τό δεύτερο γλωσσόφιλο, μέσα στό αὐτοκίνητο, ὅσο αὐτή ὁδηγοῦσε.
Οἱ ἀπό πίσω κόρναραν. Εἶχαν κλείσει πάλι τήν κυκλοφορία στήν Ἀλεξᾶνδρας.
ΥΓ Ὅλα τά παραπάνω συνθέτουν ἕνα ὑπέροχο πάζλ. Δέν εἶναι αὐτοβιογραφικά λέμε. Εἶναι ἱστορίες του φίλου, ἑνός φίλου μου καί ἀναφέρονται στήν ἴδια τύπισα. Πωπω ρετάρω.