ωριων να στειλεις 2 κιλα τριγωνα πανοραματος στον αρισταρχο
για να εξιλεωθεις
τωρα σε σενα αρεσουν τα τριγωνα η στον αρισταρχο
σας μπερδευω ειστε και διδυμα
Δε μπορώ να κοιμηθώ, σήμερα κλείνω τα 3μηνα. Τη "γνώρισα" 28/11/2023, μέχρι τότε δε της έδινα σημασία και ας την συναντούσα στα βρώμικα σπιτάκια του έρωτα. Το νεαρό της ηλικίας της, τρελό θέλγητρο, τρελή φόλα για τους περισσότερους συναγωνιστές. Αμέτοχη, απαθέστατη, ψυχρή και μίσανδρη. Εκμεταλλεύτρια και ωφελιμίστρια όσο δε πάει. Ήμουν σε περίεργη διάθεση εκείνο το ξημέρωμα, ήθελα να μου αποδείξω τη ματαιότητα της συντροφικότητας, είσαι μόνος και υπέροχος ρε, δε χρειάζεσαι την επιβεβαίωση καμίας κάργιας στη ζωή σου. Τι σημασία είχαν 20, 50, 100 ευρώ. Δεν ήθελα καν να πάρω τα ρέστα για τη βρώμικη συναλλαγή που θα επιχειρούσα. Μπήκα μέσα, ήταν εκείνη που είχα συναντήσει τόσες φορές, ψυχρή, αδιάφορη, βγαίνει με βλέπει και βαριεστημένη ακολουθεί η υπηρεσία, " δε θα περάσεις ε; ". Που να ήξερε ότι θα περνούσα και για τις υπόλοιπες φορές που δεν είχα περάσει. Της ζήτησα το δωμάτιο για 1 ώρα. Τα μάτια της έλαψαν από χαιρεκακία. 'Ηδη μετανιωμένος μπήκα στο δωμάτιο, ούτε καν έβγαλα τα ρούχα μου. Περίμενα οσαν τον Μπουκόφσκι να ακούσω τον ήχο από τα πορνοτάκουνα να πλησιάζουν τη πόρτα. Κάτι έλεγαν στα ρώσσικα, ελάχιστα καταλάβαινα με τη μουσική. Τουλάχιστον είναι Ρωσσίδα ψέλισα, μιλάει ρώσσικα. Άκουσα τα βήματα της και η πόρτα άνοιξε. Με είδε έκπληκτη ντυμένο και είπε “Σνιμάϊ Οντέζντου ( Βγάλε τα ρούχα )”. Χαμογελούσα κάνοντας ότι δε καταλαβαίνω τίποτα, προσπάθησε να μιλήσει αγγλικανικά, ελληνικά δεν ήξερε, έκανε μια προσπάθεια στα Τούρκικα και έβαλε το χέρι της στη ζώνη του παντελονιού μου. Άδέξια, άχαρα και με κακία.
Η ανάρτηση συγχωνεύτηκε αυτόματα:
«νιετ, ου νας μνογκο βρεμενι» ( Όχι, έχουμε πολύ χρόνο.) Της κράτησα το χέρι και παρατηρούσα αυτή τη φορά με κάθε λεπτομέρεια, αυτά τα σλαβικά υπέροχα χαρακτηριστικά που έχουν στα πρόσωπα τους. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Τα χείλη της και η μύτη της πρόδιδαν το πλεονασμό των οιστρογόνων του νεαρού της ηλικίας της. Μετά τα 28 βρείτε όλες τον ευεργέτη σας. Όλη η δροσιά σας μέχρι τα 28. Με κοιτούσε ειρωνικά, κοροϊδευτικά. Δεν αφαιρούσε καν τα δικά της ρούχα. Σίγουρα παρακάλαγε μέσα της σε 1 δευτερόλεπτο να περνούσαν αυτά τα 60 λεπτά. Εύκολο χρήμα. Είχα μπει στο ένστικτο της αυτοκατάψυξης. Δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Την ήθελα τόσο πολύ. Απλά πάγωσα και το μόνο που έκανα ήταν να εξακολουθώ να παρατηρώ κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο της.
-Τι γκρικ? Είσαι Έλληνας;
-νιετ Όχι
- Κακ βας ζαβουτ? Πως σε λένε;
- Ανατόλι
Η ανάρτηση συγχωνεύτηκε αυτόματα:
Έβαλα τα γέλια, είχα πολλά χρόνια να το χρησιμοποιήσω, από τότε που ήμουν στη Ξεσσαλωνίκη και έκανα ανεπιτυχώς καμάκι σε μυτόγκες ρωσοπόντιες της Φιγκαρό. Έφυγε τρέχοντας στο κουζινάκι Καλά πάει αυτό είπα. Επέστρεψε πάλι κρατώντας ένα μπουκάλι μαυροδάφνη και ένα μικρό ποτήρι. Κάτι είπε δυσνόητο, δε τα καταλάβαινα και όλα. Κάθισε δίπλα μου και γέμισε το ποτήρι. Σκεφτόμουν αυτά τα χείλη της βρεγμένα με τη γλυκιά μαυροδάφνη. Τι ζούσα εκείνη τη στιγμή; Στην υγειά μας, στην υγειά μας και δεν την είχα αγγίξει καν. Ξαναφεύγει πάλι τρέχοντας στο κουζινάκι. Γυρίζει με σοκολατάκια. Προφανώς δωράκια από συναγωνιστές. Παει θα πεθάνω από ζάχαρο και πόθο, αυτό ήταν. Πάλι ακαταλαβίστικες λέξεις, δε κατόρθωνα να κατανοήσω τι μου έλεγε. Μιλούσε γρήγορα και εγω σαγηνευμένος να θέλω να δαγκώσω τα χείλη της. Κατάλαβε ότι δεν ήμουν ο Ανατόλι. Ξαναγέμισε το ποτήρι « Τι κούρις; » ( καπνίζεις; ) ντα . Σηκώθηκα εφερα από το σακάκι τα τσιγάρα και άναψε ένα. Πίναμε από το ίδιο ποτήρι, καπνίζαμε το ίδιο τσιγάρο. Δεν άντεχα, ήθελα τόσο να τη πάρω αγκαλιά μου και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο δε τελείωνε ποτέ. Άφησε το ποτήρι, πέταξε στο πάτωμα το τσιγάρο και ξάπλωσε δίπλα μου. Την είχα επιτέλους στην αγκαλιά μου.
Και εδώ κύριε νηματοθέτα πριν αρκετά νήματα κατά την επιστροφή σας είχατε βάλει τη κατιούσα.
Άνθιζαν οι μηλιές και οι αχλαδιές
Ξεχύθηκε η ομίχλη πάνω από τα νερά του ποταμού
Έβγαινε στην όχθη η Κατιούσα
Στην όχθη με μεγάλο υψόμετρο
Έβγαινε, έλεγε ένα τραγούδι
Για τον γκρίζο αετό της στέπας
Για αυτόν, τον οποίο αγαπούσε
Για αυτόν, του οποίου τα γράμματα είχε φυλαγμένα
Αχ, εσύ, τραγούδι, τραγουδάκι κοριτσίστικο
Εσύ να ακολουθήσεις από πίσω τον λαμπερό ήλιο
Και στον μαχητή, που βρίσκεται στα μακρινά σύνορα
Από τη Κατιούσα δώσε χαιρετίσματα
Ας θυμηθεί την απλή κοπέλα
Ας ακούσει τον τρόπο, με τον οποίο αυτή τραγουδάει
Ας φυλάει αυτός τη γη που τον γέννησε / την πατρική του γη
Και την αγάπη θα τη φυλάει** η Κατιούσα
Άνθιζαν οι μηλιές και οι αχλαδιές
Ξεχύθηκε η ομίχλη πάνω από τα νερά του ποταμού
Έβγαινε στην όχθη η Κατιούσα
Στην όχθη με μεγάλο υψόμετρο
Η ανάρτηση συγχωνεύτηκε αυτόματα:
Δεν ξέρω γιατί άρχισε να το τραγουδά, ίσως από τη χαρά της που είχε περάσει ήδη μισή ώρα. Ίσως για να με μαγέψει. Έτρεμα ολόκληρος από πόθο. Και σαν επαγγελματίας αιθέρια ύπαρξη και αυτή, έκανε το καθήκον της. Ξανά και ξανά. Και η υπηρεσία χτύπησε τη πόρτα και άρχισε να τη φωνάζει. Εντού Εντού. Ένα τελευταίο φιλί και εξαφανιζόλ.
Τι εξαφανιζόλ δηλαδή, εκεί αρχίσαν όλα. Τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνετε, αλλά και να μη τα καταλαβαίνετε δε πειράζει. Έτσι και αλλιώς είπαμε το παρόν κείμενο δεν είναι αυτοβιογραφικό. Είναι η ιστορία ενός φίλου, ενός φίλου μου.
Δε μπορώ να κοιμηθώ, σήμερα κλείνω τα 3μηνα. Τη "γνώρισα" 28/11/2023, μέχρι τότε δε της έδινα σημασία και ας την συναντούσα στα βρώμικα σπιτάκια του έρωτα. Το νεαρό της ηλικίας της, τρελό θέλγητρο, τρελή φόλα για τους περισσότερους συναγωνιστές. Αμέτοχη, απαθέστατη, ψυχρή και μίσανδρη. Εκμεταλλεύτρια και ωφελιμίστρια όσο δε πάει. Ήμουν σε περίεργη διάθεση εκείνο το ξημέρωμα, ήθελα να μου αποδείξω τη ματαιότητα της συντροφικότητας, είσαι μόνος και υπέροχος ρε, δε χρειάζεσαι την επιβεβαίωση καμίας κάργιας στη ζωή σου. Τι σημασία είχαν 20, 50, 100 ευρώ. Δεν ήθελα καν να πάρω τα ρέστα για τη βρώμικη συναλλαγή που θα επιχειρούσα. Μπήκα μέσα, ήταν εκείνη που είχα συναντήσει τόσες φορές, ψυχρή, αδιάφορη, βγαίνει με βλέπει και βαριεστημένη ακολουθεί η υπηρεσία, " δε θα περάσεις ε; ". Που να ήξερε ότι θα περνούσα και για τις υπόλοιπες φορές που δεν είχα περάσει. Της ζήτησα το δωμάτιο για 1 ώρα. Τα μάτια της έλαψαν από χαιρεκακία. 'Ηδη μετανιωμένος μπήκα στο δωμάτιο, ούτε καν έβγαλα τα ρούχα μου. Περίμενα οσαν τον Μπουκόφσκι να ακούσω τον ήχο από τα πορνοτάκουνα να πλησιάζουν τη πόρτα. Κάτι έλεγαν στα ρώσσικα, ελάχιστα καταλάβαινα με τη μουσική. Τουλάχιστον είναι Ρωσσίδα ψέλισα, μιλάει ρώσσικα. Άκουσα τα βήματα της και η πόρτα άνοιξε. Με είδε έκπληκτη ντυμένο και είπε “Σνιμάϊ Οντέζντου ( Βγάλε τα ρούχα )”. Χαμογελούσα κάνοντας ότι δε καταλαβαίνω τίποτα, προσπάθησε να μιλήσει αγγλικανικά, ελληνικά δεν ήξερε, έκανε μια προσπάθεια στα Τούρκικα και έβαλε το χέρι της στη ζώνη του παντελονιού μου. Άδέξια, άχαρα και με κακία.
Η ανάρτηση συγχωνεύτηκε αυτόματα:
«νιετ, ου νας μνογκο βρεμενι» ( Όχι, έχουμε πολύ χρόνο.) Της κράτησα το χέρι και παρατηρούσα αυτή τη φορά με κάθε λεπτομέρεια, αυτά τα σλαβικά υπέροχα χαρακτηριστικά που έχουν στα πρόσωπα τους. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Τα χείλη της και η μύτη της πρόδιδαν το πλεονασμό των οιστρογόνων του νεαρού της ηλικίας της. Μετά τα 28 βρείτε όλες τον ευεργέτη σας. Όλη η δροσιά σας μέχρι τα 28. Με κοιτούσε ειρωνικά, κοροϊδευτικά. Δεν αφαιρούσε καν τα δικά της ρούχα. Σίγουρα παρακάλαγε μέσα της σε 1 δευτερόλεπτο να περνούσαν αυτά τα 60 λεπτά. Εύκολο χρήμα. Είχα μπει στο ένστικτο της αυτοκατάψυξης. Δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Την ήθελα τόσο πολύ. Απλά πάγωσα και το μόνο που έκανα ήταν να εξακολουθώ να παρατηρώ κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο της.
-Τι γκρικ? Είσαι Έλληνας;
-νιετ Όχι
- Κακ βας ζαβουτ? Πως σε λένε;
- Ανατόλι
Η ανάρτηση συγχωνεύτηκε αυτόματα:
Έβαλα τα γέλια, είχα πολλά χρόνια να το χρησιμοποιήσω, από τότε που ήμουν στη Ξεσσαλωνίκη και έκανα ανεπιτυχώς καμάκι σε μυτόγκες ρωσοπόντιες της Φιγκαρό. Έφυγε τρέχοντας στο κουζινάκι Καλά πάει αυτό είπα. Επέστρεψε πάλι κρατώντας ένα μπουκάλι μαυροδάφνη και ένα μικρό ποτήρι. Κάτι είπε δυσνόητο, δε τα καταλάβαινα και όλα. Κάθισε δίπλα μου και γέμισε το ποτήρι. Σκεφτόμουν αυτά τα χείλη της βρεγμένα με τη γλυκιά μαυροδάφνη. Τι ζούσα εκείνη τη στιγμή; Στην υγειά μας, στην υγειά μας και δεν την είχα αγγίξει καν. Ξαναφεύγει πάλι τρέχοντας στο κουζινάκι. Γυρίζει με σοκολατάκια. Προφανώς δωράκια από συναγωνιστές. Παει θα πεθάνω από ζάχαρο και πόθο, αυτό ήταν. Πάλι ακαταλαβίστικες λέξεις, δε κατόρθωνα να κατανοήσω τι μου έλεγε. Μιλούσε γρήγορα και εγω σαγηνευμένος να θέλω να δαγκώσω τα χείλη της. Κατάλαβε ότι δεν ήμουν ο Ανατόλι. Ξαναγέμισε το ποτήρι « Τι κούρις; » ( καπνίζεις; ) ντα . Σηκώθηκα εφερα από το σακάκι τα τσιγάρα και άναψε ένα. Πίναμε από το ίδιο ποτήρι, καπνίζαμε το ίδιο τσιγάρο. Δεν άντεχα, ήθελα τόσο να τη πάρω αγκαλιά μου και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο δε τελείωνε ποτέ. Άφησε το ποτήρι, πέταξε στο πάτωμα το τσιγάρο και ξάπλωσε δίπλα μου. Την είχα επιτέλους στην αγκαλιά μου.
I understand your predicament sir and I am glad you sorted things out and that you are back with a vengeance . Of course I didn't want to sound patronising just an opportunity for good english pomp and circumstance.
Φευ εις τον Lloyd George & Winston Churchill
I don't seek vengeance. It 's not my cup of tea.
I seek truth.
...
Good english pomp and circumstance ... over a glass of fine brandy ... make it large, please!