ais8hsh
Μέλος
- Εγγρ.
- 10 Ιουλ 2006
- Μηνύματα
- 865
- Like
- 7
- Πόντοι
- 6
Του Λ. Ανευλαβή, επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
Μύκονος, Σαντορίνη, Μάλια και άλλα. Όλα μαλλιά κουβάρια. Κάποτε, ήταν η γιαγιά με τα τρυφερά της παραμύθια, ακόμη κι αν είχαν δράκους. Η μάνα, τρυφερή, στοργική προστάτιδα της παιδικής ψυχής. Το σχολείο, που ζέσταινε τις καρδιές και τη σκέψη των μαθητών του. Η κοινωνία, που νοιαζόταν για τους ανθρώπους της. Η πολιτεία, που ενδιαφερόταν για τους πολίτες της.
Τώρα, η γιαγιά έχει χαθεί μες στη βουή της πόλης. Έγινε κι αυτή μοντέρνα. Την αντικατέστησε η γυάλινη τηλεπαραμύθα και το βιντεοπαιχνίδι. Που στρεβλώνουν τις ψυχές και τα σώματα.
Που προγραμματίζουν του αυριανούς, βίαιους, α-ηθικούς: Δεν είναι ανήθικοι· είναι έξω από την έννοια της ηθικής. Δεν γνωρίζουν, καν, το νόημά της.
Εντεκάχρονο παιδί σκοτώνει, μιμούμενο αυτά που είδε στην τηλεόραση και βίωσε στα βιντεοπαιχνίδια του. Άλλο αυτοκτονεί. (Μεμονωμένα περιστατικά; Ναι. Αλλά και ενδεικτικά. Και ολοένα και πληθαίνουν).
Πολλοί νέοι, καλύπτουν την απουσία της γιαγιάς, της μάνας, της εστίας (το σπίτι, όχι ως κτίσμα, αλλά ως οικογένεια), καταφεύγοντας στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στο εφήμερο, ασυναίσθητο σεξ, ακολουθώντας τη μόδα. «Έτσι πάνε οι στραβοί στον Άδη. Βλέποντας ο ένας τον άλλον» έλεγε η Μάρω, η μάνα μου.
Σήμερα, η μάνα βγήκε από το σπίτι, απελεύθερη, αλλά αναγκασμένη να δουλεύει σκληρά, γιατί ο Αλογοσκούφης και οι παγκοσμιοποιημένοι του (συνηχεί με το δαιμονισμένοι, αν δεν είναι ταυτόσημο), δεν επιτρέπουν στο ζευγάρι να ζήσει με τις απολαβές του ενός εργαζόμενου.
Το άλλο είδος της απελευθερωμένης γυναίκας, που δεν έχει ανάγκη να δουλέψει (δεν ξέρει, δα, και να κάνει καμιά άλλη δουλειά, εκτός από αυτήν, της κουτσομπόλας και της καταναλώτριας. Ψώνια. Ψώνια. τα Ψώνια.) και έχει τον τρόπο της για τα προς το ζειν, αυτή, θα προσλάβει Αλλοδαπέζα (κατά το Φιλιπινέζα), για τα παιδιά και το σπίτι, για να γίνουν τα παιδιά πολύγλωσσα και να πάρουν πολυπολιτισμική κουλτούρα!
Το σημερινό σχολείο διώχνει τους μαθητές του, μη προσφέροντας καμιά παιδεία, παρά, παίδεμα και παραπαιδεία. Κι οι μαθητές, αποδιωγμένοι, πικραμένοι, απελπισμένοι (όλοι οι άνθρωποι, και ιδίως οι νέοι, επιζητούν τη γνώση), γεμίζουν το κενό της πίκρας τους, βιντεοσκοπώντας συμμαθητές και συμμαθήτριές τους, βακχευομένους, στις τουαλέτες ή στις σχολικές εκδρομές. Ξεσπούν σε βιαιότητες, απαίδευτοι όντας, αφού τα ένστικτα και οι ορμές (που κοχλάζουν σ’ αυτήν την ηλικία), μόνο με την κατάλληλη παιδεία εξημερώνονται.
Σήμερα, η κοινωνία δεν έχει μέλη πια, παρά άτομα, που το καθένα για «την πάρτη» του φροντίζει. Έτσι διδάσκει το νεοφιλελεύθερο, μεταμοντέρνο, δόγμα της μαζικής μετανεωτερικότητας. Η ανθρώπινη προσωπικότητα, έχει γίνει απρόσωπη ατομικότητα μέσα στη μάζα, που διαμορφώνει η μετανεωτερική αντίληψη για τον άνθρωπο.
Κι έτσι, ο γείτονας μαχαιρώνει τον γείτονα «εχθρό», για μια θέση στάθμευσης.
Θλιβεροί, συνάμα και βδελυροί, παιδεραστές οργιάζουν ξεδιάντροπα. Πατεράδες βιάζουν τους γιους και τις θυγατέρες τους. Τραμπούκοι της νύχτας, σκοτώνουν με ρόπαλα, στα ασύδοτα νησιά των ανέμων. Τοπικοί άρχοντες, διαπλεκόμενοι με τους ιδιοκτήτες ορισμένων σκυλομάγαζων, παρέχουν ασυλία στα ανοσιουργήματα των ψηφοφόρων τους και υποστηρικτών τους. Πολιτικοί, ως Ηρωδιάδες, μετά το χορό της Σαλώμης, ζητούν την κεφαλήν «επί πίνακι» ενόχων, γενικώς και αορίστως και κάνουν ότι πέφτουν από τα σύννεφα, όταν το άρωμα των χασισοφυτειών έχει κατακλύσει τη χώρα.
Και η «υψηλή» (λειψή) κοινωνία και κοινωνία του λάιφ στάιλ (τρόπος ζωής) της κομπίνας, της διαπλοκής,
της αλλαξοκωλιάς, της τρυφηλής ζωής, της περιμαντρωμένης (για να μη μας βλέπουν, αλλά και γιατί φοβόμαστε) βίλας των βόρειο-νοτίων προαστίων και αστείων θαμώνων τους, αυγαταίνει την ιδιωτεία της στα νησιά της κόκας, και του ξεκωλώματος.
Γκρεμίσαμε, απαρνηθήκαμε, τους ζωτικούς μας μύθους. Αυτούς, που μας έκαναν κοινωνία, ανθρώπους άξιους του ονόματος της ανάτασης. Του άνω θρώσκω.
Το Γκράαλ, ήταν το μεγάλο μυστικό, που κρατούσε ζωντανό εκείνο το βασίλειο. Κρατούσε ζωντανούς τους ανθρώπους και τη φύση. Όμως, με τα χρόνια λησμονήθηκε το ζωοποιό μυστικό. Ο βασιλιάς αρρώστησε και όλη η χώρα έπεσε σε παρακμή. Και τα ποτάμια και οι πηγές στέρεψαν. Και οι κήποι και τα δέντρα ξεράθηκαν. Και τα ζώα δεν γεννούσαν. Και τα δέντρα δεν έκαναν καρπούς. Οι γιατροί του βασιλιά και οι άρχοντες της χώρας, μάταια, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τον βασιλιά και να συνεφέρουν τη χώρα.
Μέχρι που ο Πάρσιφαλ, πρόφερε το όνομα του ξεχασμένου μυστικού.
Γκράαλ!
Ο βασιλιάς γιατρεύτηκε. Η χώρα ξαναβρήκε την αλκή της, και η φύση ζωντάνεψε.
Λησμονήσαμε το Γκράαλ μας. Το Άγιο Δισκοπότηρο! Τον ζωτικό μύθο, του ανθρώπινου ομαδικού συνειδητού.
Ξεχάσαμε, πια, να αγαπάμε!
«Αγάπη δε μη έχων, χαλκός γέγονα και κύμβαλον αλαλάζον». (Απόστολος Παύλος).
Χωρίς αγάπη, ο άνθρωπος είναι κενός. Άδειος. Ατενίζοντας την κενότητα της ύπαρξής του, ο σημερινός άνθρωπος, έντρομος και πανικόβλητος, προσπαθεί να επιβιώσει (όχι να ζήσει, γιατί δεν ζει κανείς χωρίς αγάπη), καταφεύγοντας στη βία, στην αδιαφορία, στην απανθρωπιά, στον ατομισμό. Τα μόνα εφόδια που έχει, πια, η ανερμάτιστη, αλλοτριωμένη, κενή του ύπαρξη.
«Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του» (Ελύτης). Πέφτοντας, το γεμίζεις, (ταυτιζόμενος μαζί του, κενό κι εσύ), εσύ ο ίδιος.
«Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των
Γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των
Διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.» (Κ. Καβάφης)
Μύκονος, Σαντορίνη, Μάλια και άλλα. Όλα μαλλιά κουβάρια. Κάποτε, ήταν η γιαγιά με τα τρυφερά της παραμύθια, ακόμη κι αν είχαν δράκους. Η μάνα, τρυφερή, στοργική προστάτιδα της παιδικής ψυχής. Το σχολείο, που ζέσταινε τις καρδιές και τη σκέψη των μαθητών του. Η κοινωνία, που νοιαζόταν για τους ανθρώπους της. Η πολιτεία, που ενδιαφερόταν για τους πολίτες της.
Τώρα, η γιαγιά έχει χαθεί μες στη βουή της πόλης. Έγινε κι αυτή μοντέρνα. Την αντικατέστησε η γυάλινη τηλεπαραμύθα και το βιντεοπαιχνίδι. Που στρεβλώνουν τις ψυχές και τα σώματα.
Που προγραμματίζουν του αυριανούς, βίαιους, α-ηθικούς: Δεν είναι ανήθικοι· είναι έξω από την έννοια της ηθικής. Δεν γνωρίζουν, καν, το νόημά της.
Εντεκάχρονο παιδί σκοτώνει, μιμούμενο αυτά που είδε στην τηλεόραση και βίωσε στα βιντεοπαιχνίδια του. Άλλο αυτοκτονεί. (Μεμονωμένα περιστατικά; Ναι. Αλλά και ενδεικτικά. Και ολοένα και πληθαίνουν).
Πολλοί νέοι, καλύπτουν την απουσία της γιαγιάς, της μάνας, της εστίας (το σπίτι, όχι ως κτίσμα, αλλά ως οικογένεια), καταφεύγοντας στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στο εφήμερο, ασυναίσθητο σεξ, ακολουθώντας τη μόδα. «Έτσι πάνε οι στραβοί στον Άδη. Βλέποντας ο ένας τον άλλον» έλεγε η Μάρω, η μάνα μου.
Σήμερα, η μάνα βγήκε από το σπίτι, απελεύθερη, αλλά αναγκασμένη να δουλεύει σκληρά, γιατί ο Αλογοσκούφης και οι παγκοσμιοποιημένοι του (συνηχεί με το δαιμονισμένοι, αν δεν είναι ταυτόσημο), δεν επιτρέπουν στο ζευγάρι να ζήσει με τις απολαβές του ενός εργαζόμενου.
Το άλλο είδος της απελευθερωμένης γυναίκας, που δεν έχει ανάγκη να δουλέψει (δεν ξέρει, δα, και να κάνει καμιά άλλη δουλειά, εκτός από αυτήν, της κουτσομπόλας και της καταναλώτριας. Ψώνια. Ψώνια. τα Ψώνια.) και έχει τον τρόπο της για τα προς το ζειν, αυτή, θα προσλάβει Αλλοδαπέζα (κατά το Φιλιπινέζα), για τα παιδιά και το σπίτι, για να γίνουν τα παιδιά πολύγλωσσα και να πάρουν πολυπολιτισμική κουλτούρα!
Το σημερινό σχολείο διώχνει τους μαθητές του, μη προσφέροντας καμιά παιδεία, παρά, παίδεμα και παραπαιδεία. Κι οι μαθητές, αποδιωγμένοι, πικραμένοι, απελπισμένοι (όλοι οι άνθρωποι, και ιδίως οι νέοι, επιζητούν τη γνώση), γεμίζουν το κενό της πίκρας τους, βιντεοσκοπώντας συμμαθητές και συμμαθήτριές τους, βακχευομένους, στις τουαλέτες ή στις σχολικές εκδρομές. Ξεσπούν σε βιαιότητες, απαίδευτοι όντας, αφού τα ένστικτα και οι ορμές (που κοχλάζουν σ’ αυτήν την ηλικία), μόνο με την κατάλληλη παιδεία εξημερώνονται.
Σήμερα, η κοινωνία δεν έχει μέλη πια, παρά άτομα, που το καθένα για «την πάρτη» του φροντίζει. Έτσι διδάσκει το νεοφιλελεύθερο, μεταμοντέρνο, δόγμα της μαζικής μετανεωτερικότητας. Η ανθρώπινη προσωπικότητα, έχει γίνει απρόσωπη ατομικότητα μέσα στη μάζα, που διαμορφώνει η μετανεωτερική αντίληψη για τον άνθρωπο.
Κι έτσι, ο γείτονας μαχαιρώνει τον γείτονα «εχθρό», για μια θέση στάθμευσης.
Θλιβεροί, συνάμα και βδελυροί, παιδεραστές οργιάζουν ξεδιάντροπα. Πατεράδες βιάζουν τους γιους και τις θυγατέρες τους. Τραμπούκοι της νύχτας, σκοτώνουν με ρόπαλα, στα ασύδοτα νησιά των ανέμων. Τοπικοί άρχοντες, διαπλεκόμενοι με τους ιδιοκτήτες ορισμένων σκυλομάγαζων, παρέχουν ασυλία στα ανοσιουργήματα των ψηφοφόρων τους και υποστηρικτών τους. Πολιτικοί, ως Ηρωδιάδες, μετά το χορό της Σαλώμης, ζητούν την κεφαλήν «επί πίνακι» ενόχων, γενικώς και αορίστως και κάνουν ότι πέφτουν από τα σύννεφα, όταν το άρωμα των χασισοφυτειών έχει κατακλύσει τη χώρα.
Και η «υψηλή» (λειψή) κοινωνία και κοινωνία του λάιφ στάιλ (τρόπος ζωής) της κομπίνας, της διαπλοκής,
της αλλαξοκωλιάς, της τρυφηλής ζωής, της περιμαντρωμένης (για να μη μας βλέπουν, αλλά και γιατί φοβόμαστε) βίλας των βόρειο-νοτίων προαστίων και αστείων θαμώνων τους, αυγαταίνει την ιδιωτεία της στα νησιά της κόκας, και του ξεκωλώματος.
Γκρεμίσαμε, απαρνηθήκαμε, τους ζωτικούς μας μύθους. Αυτούς, που μας έκαναν κοινωνία, ανθρώπους άξιους του ονόματος της ανάτασης. Του άνω θρώσκω.
Το Γκράαλ, ήταν το μεγάλο μυστικό, που κρατούσε ζωντανό εκείνο το βασίλειο. Κρατούσε ζωντανούς τους ανθρώπους και τη φύση. Όμως, με τα χρόνια λησμονήθηκε το ζωοποιό μυστικό. Ο βασιλιάς αρρώστησε και όλη η χώρα έπεσε σε παρακμή. Και τα ποτάμια και οι πηγές στέρεψαν. Και οι κήποι και τα δέντρα ξεράθηκαν. Και τα ζώα δεν γεννούσαν. Και τα δέντρα δεν έκαναν καρπούς. Οι γιατροί του βασιλιά και οι άρχοντες της χώρας, μάταια, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τον βασιλιά και να συνεφέρουν τη χώρα.
Μέχρι που ο Πάρσιφαλ, πρόφερε το όνομα του ξεχασμένου μυστικού.
Γκράαλ!
Ο βασιλιάς γιατρεύτηκε. Η χώρα ξαναβρήκε την αλκή της, και η φύση ζωντάνεψε.
Λησμονήσαμε το Γκράαλ μας. Το Άγιο Δισκοπότηρο! Τον ζωτικό μύθο, του ανθρώπινου ομαδικού συνειδητού.
Ξεχάσαμε, πια, να αγαπάμε!
«Αγάπη δε μη έχων, χαλκός γέγονα και κύμβαλον αλαλάζον». (Απόστολος Παύλος).
Χωρίς αγάπη, ο άνθρωπος είναι κενός. Άδειος. Ατενίζοντας την κενότητα της ύπαρξής του, ο σημερινός άνθρωπος, έντρομος και πανικόβλητος, προσπαθεί να επιβιώσει (όχι να ζήσει, γιατί δεν ζει κανείς χωρίς αγάπη), καταφεύγοντας στη βία, στην αδιαφορία, στην απανθρωπιά, στον ατομισμό. Τα μόνα εφόδια που έχει, πια, η ανερμάτιστη, αλλοτριωμένη, κενή του ύπαρξη.
«Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του» (Ελύτης). Πέφτοντας, το γεμίζεις, (ταυτιζόμενος μαζί του, κενό κι εσύ), εσύ ο ίδιος.
«Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των
Γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των
Διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.» (Κ. Καβάφης)