εδιτ
εδω οι σωστοι στιχοι:
Φιγούρα μπακουρίστικη και ταξιδιάρικη
στο κόκκινο φως του πορδέλα.κομ ανθίζει πάλι,
γιατί όλη τη ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν ακόμα φτηνότερη πουτάνα άλλη.
Θυμάμαι σαν 35χρονο παιδί γελούσε κι έλεγε
στο κεφαλάρι ακροβατώντας τρίζοντος κρεβατιού,
τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας,
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.
Μα ο κόσμος ειρωνεύεται και διαπομπεύει, χωρίς να μας ρωτά,
σατανιασμένοι δρόμοι, προμότορες κι ψευτοαστυνόμοι,
αγάπα το κελί/πατρικό σου του 'παν κι ύστερα,
έξω πιο μόνος, μα γελούσε ακόμη.
Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει περμαμπαν και ανάποδες,
ημερολόγια καίει και παρατημένα πτυχία,
το χάραμα λογκάρει με όνομα πειρατικό
για της ζωής του την άχαρη σκηνοθεσία.
Φυλής, Αλκαμένους, South Ghetto Africa,
στην Ιάσωνος δυο τέρμινα και κάτι,
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα ροζιασμένα από την μαλακία δάχτυλα του ναύτη.
Στο Μετάξι χρόνια ασυλλόγιστα
και του πορτοφολιού του σκόρπισε τα λιγοστά φύλλα,
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα
λες κι έψαχνε το φως μες σε βουλγάρικη προβρασμένη μακαρονάδα - ξεφτίλα.
Κάποια ζεστή βραδιά μες στο τρελάδικο
άκουσε να φαλτσάρει η άστατη ψυχοσύνθεση του,
τ' αφεντικά της μπουέφα στο δρόμο τον πετάξανε,
τα στίγματα από κωλοδάχτυλα σαν είδαν στο κορμί του.
Κι η Ντορίτα που με πάθος τον αγάπησε,
δεν έλλειψε στιγμή απ' το πλευρό του,
ζητώντας με μανία στην καράφλα του
λίγο στυλ από τον νόμο τον δικό του.
Σαλπάρησε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του ΠΜ μου 'χε γράψει,
αξίζει τύπε να υπάρχεις για ένα όνειρο
κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.
Τα χρόνια έχουν περάσει δε θυμάμαι πια,
Πίκερ τον ελέγανε ή Πάκερ ή Δώρο
κι ακόμα συγχωρήστε με που ξέχασα,
αν χάθηκε στο Μετάξι ή ξανάγυρισε στο πατρικό
Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με των μποναμ-καρτερικών ματιών σας τη φωτιά σημαία.
Είν' όμορφα απόψε που πυρφορίσαμε,
μ' αρέσει και ας μην αρμενίζουμε παρέα