Αριάδνη, του Γιώργου Σεφέρη
Ήταν ωραία τα χείλια σου και σ' άρεσε η ελιά
που δάγκωσες· το κόκκινο, το πυρρό, και το μαύρο
σμίγουν καλά σαν απλωθεί το χέρι στη θελιά
κι αφήσει ελεύθερο το σκύλο, το λαγό, τον ταύρο.
Και λάμπουνε τα ζώα ζεστά στη μέρα την κλειστή
κι όλα μαζί πλοκάμων κόμποι και σφιγμένα μέλη,
δόντια σε δυο βατόμουρα, και θάμνοι αγκαθεροί,
και δάχτυλα χαϊδεύοντας το φως σαν ένα χέλι
χρυσό, που τρύπησε τον άσπρο θόλο τ' ουρανού -
κι όλα μαζί λικνίζουνται στην άκρη της αβύσσου,
χωρίς εγώ, χωρίς ειρμό, κι οι κορφές του βουνού
που ξύπνησαν τόσο σκληρές· και το γλυφό κορμί σου
χορεύοντας, πεθαίνοντας, χορεύοντας ξανά
και το καλάμι καρφωμένο στ' οργισμένο δέλτα ...
... βαθύ ... πουλί ... χιμώ ... λαβή ... τυφλή ... λαβώ ... λαβ ... λα ...
... βύρινθος ... άλφα ... βήτα ... γάμα ... δέλτα ...
Πόρος, 3. 11. 1946