Υπάρχει συνταγματικό πρόβλημα με τη λειτουργία της κυβέρνησης;
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Ας αρχίσουμε με το αυταπόδεικτο : Η κυβέρνηση εξελέγη με άλλο πρόγραμμα και κυβερνά με ένα εντελώς διαφορετικό.
Τη δεδηλωμένη την έλαβε για το προεκλογικό της πρόγραμμα που δεν εφαρμόζει και όχι γι’ αυτό που εφαρμόζει.
Συνεπώς, υφίσταται, ακριβώς λόγω αυτής της έλλειψης της δεδηλωμένης, συνταγματικό ζήτημα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία και παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο λαός δεν θα υιοθετούσε ίσως, την νυν πολιτική της κυβέρνησης. Ισχυρίζομαι όμως, ότι δεν μπορεί μια κυβέρνηση να κυβερνά επί της βάσει όχι επουσιωδών και οριακών μεταβολών του προεκλογικού της προγράμματος, μα επί τη βάσει ενός εντελώς διαφορετικού προγράμματος.
Τη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία όφειλε να την επιδιώξει, ευθύς όταν διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική απ’ ό,τι η κυβέρνηση νόμιζε προεκλογικά, και επομένως, θα έπρεπε να δώσει σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις την δυνατότητα να τοποθετηθούν κι αυτές με νέα προγράμματα επί της νέας αυτής πραγματικότητας, που κι εκείνες αγνοούσαν, και ο ...λαός να επιλέξει το καλύτερο κατά την άποψή του πρόγραμμα.
Το ότι η κυβέρνηση, μόνη της επέλεξε το πρόγραμμα για την αντιμετώπιση αυτής της αρνητικής αιφνιδιαστικής κατάστασης, χωρίς να ερωτηθεί ο λαός, και χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να εκθέσουν τις δικές τους εναλλακτικές προτάσεις, συνιστά αναμφισβήτητα, περισσότερο και από ένα δεοντολογικό ή πολιτικό πρόβλημα, πρόβλημα συνταγματικής τάξεως. Εν όψει μιας έκτακτης και ομολογουμένως πολύ σοβαρής κατάστασης, η κυβέρνηση έλαβε μόνη της μια έκτακτη εξουσία, στηριζόμενη στη βουλευτική της πλειοψηφία που της παρεσχέθη επί εντελώς άλλων δεδομένων, και καταργώντας την υποχρέωση της λήψεως λαϊκής εντολής για το εντελώς νέο πρόγραμμα που εφαρμόζει, ένα πρόγραμμα, όχι για την αντιμετώπιση μιας συγκυριακής κρίσης, μα για την αντιμετώπιση μιας δομικής κρίσης του ίδιου του συστήματος και με συνέπειες για ολόκληρες δεκαετίες, η ίδια απεφάσισε ότι ο λαός επικροτεί την πολιτική της, στηριζόμενη, στη καλύτερη περίπτωση σε δημοσκοπήσεις. Αλλά οι δημοσκοπήσεις, δεν είναι εκλογές και δεν μπορούν να προσφέρουν νομιμοποιήσεις.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας, τουλάχιστον αυτού που αναφέρεται σε «ομαλές» περιόδους, όπου μια κυβέρνηση, αντιμετωπίζει μια από τις σοβαρότερες κρίσεις που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος εδώ και πολλές δεκαετίες, με ένα πρόγραμμα, το οποίο ανεφύη αμέσως μετά την εκλογή της, εν όψει μιας πραγματικότητας για την οποία είναι αληθές ότι η κυβέρνηση δεν ευθύνεται, (αναφέρομαι για το αν γνώριζε το αληθές μέγεθος του προβλήματος, και όχι για το αν στο παρελθόν είχε συμβάλλει στη δημιουργία του, και σε ποιο βαθμό : αυτό είναι άλλης φύσεως ζήτημα), για το οποίο όμως, δεν έχει τη δεδηλωμένη, αλλά και ούτε η κυβέρνηση επεδίωξε να τη λάβει. Το γιατί, είναι ένα ερώτημα που θα απασχολήσει στο κοντινό και απώτερο μέλλον πολλούς… Σήμερα όμως επιβάλλεται, έστω και με καθυστέρηση, η νομιμοποίηση του εφαρμοζόμενου κυβερνητικού προγράμματος, διότι πράγματι συντρέχει ζήτημα νομιμότητας κατά τα ανωτέρω.
Και για να το θέσω το ερώτημα απλοϊκά από τη σκοπιά του απλού πολίτη, από την οποία άλλωστε ομιλώ : «Κύριε πρωθυπουργέ, υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την μη προσφυγή σας στη γνώμη μου, και δια της ψήφου μου στην απόφασή μου, για το ποια πολιτική μεταξύ όλων των εναλλακτικών πολιτικών που θα είναι διαθέσιμες σε μένα, τελικώς να επιλέξω»;
Την απάντηση δεν την εκχωρώ ούτε μερικώς ούτε ολικώς σε κανένα. Συνεπώς, απαντώ ο ίδιος στο ερώτημά μου : Ουδείς σοβαρός λόγος υπάρχει! Ουδείς, εκτός αν παράλληλα, παίζονται και εθνικά ζητήματα στα πλαίσια του Μνημονίου. Αλλά, όπως κι εσείς κύριε πρωθυπουργέ, εσχάτως με αγανάκτηση δηλώσατε στη Βουλή, «μυστική διπλωματία» δεν υπάρχει –για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου μου, συντάσσομαι μαζί σας. Άρα, μένει το πρώτο σκέλος της διαπίστωσής μου : Ουδείς σοβαρός λόγος υπάρχει ώστε να μην απευθυνθείτε στη κρίση μου, στη κρίση του Λαού για την πολιτική σας που προέκυψε, αναγκαίως, μετεκλογικά.
Αν και θεωρώ ότι δεν υπάρχει ζήτημα παρανόησης, εν τούτοις ας το πω : δεν ομιλώ για αντισυνταγματικότητα του Μνημονίου. Τούτο το ερώτημα αν υπάρχει, και κατ’ εμέ υπάρχει σε ό,τι αφορά το Μνημόνιο, είναι παντελώς άσχετο με το ερώτημα που τίθεται σ’ αυτό εδώ το άρθρο. Αυτό νομίζω ότι είναι κατανοητό.
Το ερώτημα αυτό απευθύνεται ομοίως και στον κ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως εγγυητή της συνταγματικής τάξεως.
Κατά το Σύνταγμα, «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» (Άρθρο 1 Σ) ‘Ο,τι συμβαίνει τρεχόντως στη χώρα μας, δεν με πείθει ότι είμαι εγώ ο «κυρίαρχος» Λαός. Περισσότερο δε, για το ότι ασκείται μια πολιτική για την οποία δεν ρωτήθηκα. Και εφόσον δεν ρωτήθηκα, ως άτομο και ως μέλος τούτου του Λαού και τούτου του Έθνους, η παραπάνω συνταγματική επιταγή πάει περίπατο, διότι ουσιαστικά μου αφαιρεί την ούτως ή άλλως μοναδική δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής που έχω μέσω των εκλογών στο πώς πρέπει να πορευθεί η χώρα μου. Ο παραγκωνισμός μου αυτός, αποτελεί κατά τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων συνταγματική εκτροπή. Την ίδια στιγμή, αυτός ο αποκλεισμός μου από το να επιλέγω το πλέον συμφέρον κατά την αντίληψή μου κυβερνητικό πρόγραμμα, εν όψει του ότι η νυν κυβέρνηση εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που προέκυψε μετά τις εκλογές, φυσικά και μου αποστερεί και το δικαίωμά μου να συμμετέχω ελεύθερα στην πολιτική ζωή της χώρας, και με περιορίζει να συμμετέχω σε κάθε άλλη πολιτική πλην εκείνης που κυριάρχως επηρεάζει τις τύχες της χώρα μου, που είναι η νυν εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική του Μνημονίου. Κατά τούτο, πάει περίπατο και το άρθρο 5 του Συντάγματος, και επομένως, το γεγονός αυτό, συνιστά και πάλι συνταγματική εκτροπή. Ομοίως, αν κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 25 το Κράτος «δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», είναι φανερό ότι και ο πολίτης δύναται να αξιώνει από το Κράτος μέσω της κυβέρνησης την ίδια εκπλήρωση χρέους, στα πλαίσια της εξουσίας που έχει, αδιαμφισβητήτως, να εφαρμόζει το επικυρωμένο από τη λαϊκή ψήφο πρόγραμμά της, και όχι κάποιο άλλο, πολύ δε περισσότερο όταν τούτο κατά τρόπο αναμφισβήτητο επιβάλλεται βιαίως από ξένους που χωρίς λαϊκή εντολή τους εκχωρήθηκαν εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, και ακόμα περισσότερο, όταν τούτη η βίαιη πολιτική που αυτοί οι ξένοι υποχρεώνουν να επιβληθεί, ουδόλως πείθει τον ελληνικό λαό ότι εξυπηρετεί περισσότερο παντός άλλου τα εθνικά συμφέροντα και όχι τα ιδιωτικά συμφέροντα των δανειστών, ουδόλως πείθει ότι δεν θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα, ή τις αρχές της ισότητας και αμοιβαιότητας κατ΄ επιταγήν του άρθρου 28 του Συντάγματος. Κάθε αντίθετη άποψη, συνιστά απλή εικασία των υποστηρικτών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αφού το Μνημόνιο δεν ετέθη υπό την κρίση του ελληνικού λαού, μέσω εκλογών ή δημοψηφίσματος. Η διατήρηση τούτης της κατάστασης, κατά την άποψή μου, συνεπώς, συνιστά συνταγματική εκτροπή. Πολύ δε περισσότερο προκύπτει θέμα συνταγματικής τάξεως, όταν αμφισβητείται, ακόμα και με δηλώσεις της ίδιας της κυβέρνησης, αν κατ΄ άρθρο 82 του Συντάγματος, τη γενική πολιτική της Χώρας την ορίζει και κατευθύνει η Κυβέρνηση ή η Τρόϊκα, αφού η εκχώρηση μέρους (κατά τη κυβέρνηση) εθνικής κυριαρχίας, αποτελεί επίσημη δήλωσή της, πράγμα που από μόνο του θα έπρεπε να οδηγήσει τη κυβέρνηση στη λαϊκή ετυμηγορία. Έχοντας εν όψει των εκτάκτων γεγονότων που προέκυψαν στη Χώρα δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση στο κόσμο ότι το ελληνικό Κράτος δια της κυβερνήσεώς του, δεν μπορεί ελεύθερα να προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της Χώρας, ότι αυτή η εξουσία τελικώς περιήλθε στους δανειστές μας, και ότι απειλείται η κοινωνική ειρήνη, έχουμε εν τοιαύτη περιπτώσει παραβίαση του άρθρου 106 του Συντάγματος, που επιτάσσει την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης, και τον προγραμματισμό της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης. Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι οι ξένοι που ουσιαστικώς διοικούν την οικονομία της Χώρας και δι’ αυτής ό,τι εξαρτάται απ’ αυτήν, ουδόλως προτάσσουν το εθνικό συμφέρον της Χώρας μα το δικό τους ιδιωτικό (κατά παράβαση της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου [106]). Τούτο το γεγονός συντελείται στα πλαίσια κυβερνητικών επιλογών που ουδέποτε επιδιώχθηκε να περιβληθούν τον τύπο και την ουσία της Δεδηλωμένης, και ασκούνται απουσία αυτής. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, συντρέχει κατά την άποψή μου η περίπτωση του άρθρου 25 του Συντάγματος περί καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα αναγνωρίζει στη κρατική εξουσία, και βεβαίως, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος που μου παρέχει το άρθρο 120 (παρ. 4), δικαιούμαι τουλάχιστον να εκφράσω την αντίθεσή μου επί των ζητημάτων που εδώ έθεσα, και την ίδια στιγμή να διαφοροποιηθώ από όσους θεωρούν μη πατριώτες εκείνους που αντιτίθενται στο Μνημόνιο, αφού εγώ τους υποστηρικτές του, ουδέποτε θα τους έκρινα ως αντιπατριώτες, από τον λόγο αυτό, αλλά, αν παρίστατο ανάγκη για προσμέτρηση του πατριωτισμού του καθενός μας, (αν αυτό έχει κάποια αξία, και ίσως να έχει), αυτό θα το έκανα επί άλλης βάσεως που δεν είναι του παρόντος.
Βεβαίως, δεν έχω ψευδαισθήσεις, ότι έγκυροι συνταγματολόγοι, θα με ψέξουν, τουλάχιστον για το τόλμημα ενός απλού πολίτη, και μάλιστα μη ειδικού (χωρίς καν νομική κατάρτιση!), να ομιλεί επί τόσων σοβαρών ζητημάτων. Ζητημάτων συνταγματικής τάξεως! Το λέγω αυτό, προκειμένου να προλάβω ένα τέτοιο (συνταγματικό!) ατόπημα. Διότι ο πολίτης, όταν ψηφίζει αποδεχόμενος ή απορρίπτων κυβερνητικά προγράμματα, το κάμει όχι με κάποια επιστημονικά κριτήρια αλλά με βάση τα κριτήρια του κοινού νου. Άλλωστε, σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, όπου αναφέρονται από ζητήματα εθνικής άμυνας, ως ζητήματα παιδείας, οικολογίας, οικονομικής ανάπτυξης, αγροτικής οικονομίας, δημοσίων οικονομικών, υγείας, δικαιοσύνης, κ.λπ., διερωτώμαι, ποια ακριβώς επιστημονική εξειδίκευση απαιτείται ώστε κάποιος να έχει «έγκυρη» γνώμη επ’ αυτών;