Στο Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Μηχανικής τού Τομέα Εφαρμοσμένης Μηχανικής, Προηγμένων Υλικών και Εμβιομηχανικής του Πανεπιστημίου της Πάτρας, ο καθηγητής Στέφανος Παϊπέτης ξεφυλλίζει την «Ιλιάδα» και στέκεται στη ραψωδία στην οποία περιγράφεται ο τρόπος κατασκευής της ασπίδας του Αχιλλέα. Λίγο νωρίτερα έχει συγκρατήσει όλες τις λεπτομέρειες για το πώς ένας απλός σκυτοτόμος ετοίμασε την ασπίδα ενός άλλου Έλληνα πολεμιστή, του γιγαντόσωμου Αίαντα.
Με διδακτορική διατριβή πάνω στα σύνθετα υλικά, από το Imperial College του Λονδίνου, ο Στέφανος Παϊπέτης αποφασίζει να... προκαλέσει τους συνεργάτες του. Η ιδέα έχει ως εξής: Θα ακολουθήσουν τις κατασκευαστικές οδηγίες του Ομήρου και με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας θα διαπιστώσουν κατά πόσο οι δύο ασπίδες θα μπορούσαν πράγματι να εξουδετερώσουν την ορμή ενός ακοντίου σε συνθήκες μάχης.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό: «Και οι δύο ασπίδες αποτελούνταν από επάλληλα στρώματα υλικών, ώστε να εξασφαλίζουν την μέγιστη αντιδιατρητική ικανότητα», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο κ. Στέφανος Παϊπέτης. «Η ασπίδα του Αχιλλέα ήταν κατασκευασμένη από πέντε στρώματα. Τα δύο εξωτερικά αποτελούνταν από σκληρό ορείχαλκο του κασσιτέρου, δηλαδή μπρούντζο. Τα δύο εσωτερικά στρώματα ήταν φτιαγμένα από κασσίτερο, που ήταν πιο μαλακό υλικό, και το κεντρικό στρώμα που ήταν από ατόφιο χρυσό 24 καρατίων διέθετε ακόμη μεγαλύτερη ελαστικότητα».
Ο χρυσός που κοσμούσε την ασπίδα του Αχιλλέα (ιδιαίτερα ακριβό υλικό σήμερα) εμπόδισε τους επιστήμονες να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός «δοκιμίου», δηλαδή ενός πραγματικού αντιγράφου. Αντί γι' αυτό όμως, κατασκεύασαν για την περίσταση ένα λογισμικό, που το χρησιμοποίησαν ως βάση ενός υπολογιστικού μοντέλου που θα τους βοηθούσε να διαπιστώσουν αν τα συγκεκριμένα υλικά που είχαν επιλεγεί για την κατασκευή της ασπίδας, και ο τρόπος με τον οποίο είχαν τοποθετηθεί, μπορούσαν να εξουδετερώσουν την κινητική ενέργεια ενός ακοντίου.
Όταν ο Αχιλλέας αποφάσισε να ριχτεί ξανά στη μάχη οδηγώντας τους Μυρμιδόνες μπροστά στα τείχη της Τροίας, τα δόρατα τού Αστεροπαίου και του Έκτορα σημάδεψαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές την ασπίδα του. Και στις δύο περιπτώσεις ο χρυσός σταμάτησε την ορμή τους. Στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας οι επιστήμονες ετοίμασαν μια σειρά από εξισώσεις. Υπολόγισαν την κινητική ενέργεια με την οποία ένας σύγχρονος ρέκορντμαν του ακοντισμού εκτοξεύει το ακόντιό του και, στη συνέχεια, επιχείρησαν να αποδείξουν κατά πόσο τα υλικά της ασπίδας μπορούσαν να μετατρέψουν την ενέργεια αυτή σε θερμότητα. Να ακινητοποιήσουν, δηλαδή, το ακόντιο.
«Αυτό που διαπιστώσαμε, ήταν ότι τα πέντε στρώματα παραμορφώνονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκμηδενίσουν τη διατρητική ικανότητα του ακοντίου. Είχαν επιλεγεί για να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα με όσο το δυνατόν μικρότερο βάρος», λέει ο κ. Στ. Παϊπέτης. «Κατά την εκτίμησή μας, το πάχος του κάθε στρώματος δεν πρέπει να υπερέβαινε το ένα χιλιοστό. Αυτό σημαίνει ότι το ωφέλιμο πάχος της ασπίδας του Αχιλλέα πρέπει να ήταν περίπου πέντε χιλιοστά και του Αίαντα οκτώ».
Η ασπίδα του Αίαντα ήταν ευκολότερο να ανακατασκευαστεί. Σύμφωνα με τον Όμηρο, αποτελούνταν από ένα εξωτερικό στρώμα ορειχάλκου και επτά επάλληλα στρώματα βοδινού δέρματος. Στην περίπτωση αυτή, οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Πάτρας έφτιαξαν ένα μικρό «δοκίμιο» της ασπίδας, καθώς επίσης και ένα μπρούντζινο βλήμα βάρους 30 χιλιοστών, το οποίο θα έπαιζε τον ρόλο της αιχμής του δόρατος. Ο μπρούντζος, εξάλλου, ήταν το υλικό κατασκευής των αιχμών και εκείνη την εποχή.
Εκτός από ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιήθηκε ένα αεροβόλο όπλο, για να δώσει στο βλήμα την απαραίτητη ώθηση (κινητική ενέργεια, δηλαδή, αντίστοιχη με εκείνη που προσδίδει στο ακόντιο ένας σημερινός πρωταθλητής), όπως επίσης και ακτίνες λέιζερ για να μετρηθεί η ταχύτητα του βλήματος. «Η ασπίδα του Αίαντα κατάφερε, ακόμη και στην πειραματική της μορφή, να εξουδετερώσει το βλήμα, και να το ακινητοποιήσει στην έβδομη επίστρωση. Όπως ακριβώς περιγράφει και ο Όμηρος ότι συνέβη με το ακόντιο του Αινεία, όταν εκείνος έβαλε κατά του Αίαντα».
Οι επιστρώσεις από δέρμα, μόλις δέχτηκαν την κρούση του βλήματος, άρχισαν να τρίβονται μεταξύ τους εξουδετερώνοντας την κινητική ενέργεια. «Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάστηκαν στην Ομηρική "Ιλιάδα" οι δύο ασπίδες είναι αξιοπρόσεκτος, γιατί υποδεικνύει ότι εκείνη την εποχή υπήρχε γνώση των βασικών αρχών τής Μηχανικής Υλικών. Τόσο ο Ήφαιστος όσο και ο σκυτοτόμος ήξεραν, ο καθένας από την πλευρά του, τι υλικά να χρησιμοποιήσουν, σε τι ποσότητα και με τι τρόπο να τα τοποθετήσουν, ώστε να δουλέψουν αρμονικά για να επιτύχουν το τέλειο αποτέλεσμα».