επειδη δεν εχω υποψιν την ερευνα του γαλλου ιστορικου και γενικα κατι τετοιο, αν σου ειναι ευκολο καποια στιγμη να τον θυμηθεις ή να το βρεις, γιατι μ ενδιαφερει το θεμα
και στειλτο μου με πιμι..θενκς
Καποια αποσπαματα που βρηκα προχειρα με ενα γκουγκλοσερτς απο αυτον που ελεγα και καποιους αλλους.Αν πραγματικα σε ενδιαφερει σου συνιστω οσο μπορεις ψαχτο και μονος σου ενημερωσου και διαμορφωσε την δικη σου αποψη
«Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ώς τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σ’ αυτούς μάς έμειναν πολλά. Δεν ξεχνώ πως υπήρξαν κι άλλοι ενδιάμεσοι, κυρίως οι μωαμεθανοί λόγιοι που μετέφρασαν Αριστοτέλη, Γαληνό, ή Πτολεμαίο, κι έκαναν έτσι να φτάσουν ώς τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ' τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους Σύριους, τους Ιρανούς, όπως και για τους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς λογίους. Αλλά ο ρόλος όλων αυτών δεν συγκρίνεται κατά κανένα τρόπο με το ρόλο των Ελλήνων του Βυζαντίου» (Jacques Bompaire, καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne, στο Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, σ. 27).
Κάθε σύγκριση μεταξύ των αριστοτελικών έργων που μεταφράστηκαν στα λατινικά από βυζαντινά χειρόγραφα και των αριστοτελικών έργων που μεταφράστηκαν στα λατινικά από αραβικά χειρόγραφα είναι συντριπτική. Σύμφωνα με τον ιστορικό της φιλοσοφίας Λίνο Μπενάκη «σήμερα σώζονται στη Δύση 7.820 αριστοτελικά έργα μεταφρασμένα από τα ελληνικά στα λατινικά και μόλις 1.944 από τα αραβικά» (εφ. Ελευθεροτυπία, 21-12-2010). «Η ανώτατη βυζαντινή εκπαίδευση πάντα επικεντρωνόταν στη μελέτη του Αριστοτέλη. Τα έργα του διαδόθηκαν μέσα από πάνω από χίλια χειρόγραφα, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ του 9ου και του 16ου αιώνα, γεγονός που καθιστά τον Αριστοτέλη τον αρχαίο Έλληνα του οποίου τα έργα αντιγράφηκαν περισσότερο από τα έργα οποιουδήποτε άλλου Αρχαίου· επίσης, τα σχόλια στα έργα του είναι περισσότερα έναντι των σχολίων σε άλλους αρχαίους συγγραφείς. […] Από τον 7ο αιώνα, η προσοχή επικεντρώθηκε στις λογικές πραγματείες του Αριστοτέλη […] Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον για τα έργα του Αριστοτέλη τα οποία δεν αφορούσαν τη λογική δεν χάθηκε ποτέ τελείως και η αλυσίδα των σχολιαστών που εκτείνεται αδιάκοπα από τον Φώτιο στον 9ο αιώνα ως τον Ιωάννη Χορτασμένο στον 15ο αιώνα εξοικείωνε τους ίδιους και τους μαθητές τους με τα υπόλοιπα τμήματα του αριστοτελικού έργου. Σημαντικά παραδείγματα είναι ο Ψελλός, που σχολίασε τα Φυσικά, ο Μιχαήλ της Εφέσου, που σχολίασε το μεγαλύτερο τμήμα του έργου του Α. μαζί με τις ζωολογικές πραγματείες, και ο Θεόδωρος Μετοχίτης» (John Duffy, Alexander Kazhdan, λήμμα “Aristotle”, Alexander Kazhdan (επ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford UP, Ν. Υόρκη-Οξφόρδη 1991, σ. 171)
«Με εξαίρεση τα ελάχιστα σπαράγματα που έχουν βρεθεί σε σκουπιδότοπους της Αιγύπτου, τα έργα των Ελλήνων κλασσικών όπως τα γνωρίζουμε έχουν φτάσει σ’ εμάς μέσω βυζαντινών χειρογράφων. Εάν κάποιοι άσημοι άνδρες δεν είχαν εργαστεί ανώνυμα κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα, εμείς δεν θα είχαμε σήμερα ούτε τον Πλάτωνα ούτε τον Αριστοτέλη (παρά σε μετάφραση) ούτε τον Ηρόδοτο ή τον Θουκυδίδη, ούτε τον Αισχύλο ή τον Σοφοκλή» (Mango Cyril, Ιστορία του Βυζαντίου του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, σ. 298).
«Ενώ η αναγέννηση του ελληνισμού στο Βυζάντιο αγκαλιάζει, προοδευτικά και λίγο πολύ γρήγορα, όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων –στους οποίους περιλαμβάνονται και η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κτλ.–, το Ισλάμ ενδιαφέρθηκε μόνο για τις θετικές επιστήμες και για τη φιλοσοφία, και μάλιστα όχι για όλη τη φιλοσοφία, παρά μόνο για την αριστοτελική λογική και για μερικές πλευρές λίγο πολύ παραμορφωμένες του νεοπλατωνισμού. Το Ισλάμ έμεινε έτσι έξω από τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο των Ελλήνων» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, σ. 35).
«Στο Βυζάντιο, το ενδιαφέρον για τους κλασικούς δεν χάθηκε. Παρέμεινε αμείωτο καθ’ όλο το Μεσαίωνα. Τα πιο εξαίσια σωζόμενα χειρόγραφα των κλασικών έργων προέρχονται, κατά κανόνα, από τη μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, αν δεν υπήρχαν οι Βυζαντινοί αυλικοί και επίσκοποι του 9ου και του 10ου αιώνα δεν θα γνωρίζαμε τίποτε – εκτός από ορισμένα παπυρικά αποσπάσματα – για το έργο του Πλάτωνα, του Ευκλείδη, του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη. Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δεν σταμάτησε να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό παρελθόν τους με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δεν γνώρισε μια "Αναγέννηση": οι Βυζαντινοί ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι’ αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το "αναστήσουν". Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μιαν ανακάθαρση: κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που, όντας διαρκώς παρόντα, ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Peter Brown, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., σ. 187)